Αγιορείτικο Κοινόβιο: Η φύση μας ζητά την κοινωνία με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Ουδέν γαρ ούτως ίδιον της φύσεως ημών, ως το κοινωνείν αλλήλοις και χρήζειν αλλήλων και αγαπάν το ομόφυλον, γράφει ο Μ. Βασίλειος.
Αυτόν τον χαρακτήρα της ανθρώπινης ζωής διασώζει το κοινόβιο, κατά τον ίδιο Άγιο, ώστε ούτε το «παρόν» να γίνεται «άχρηστον» ούτε το «ελλείπον απαραμύθητον».
Διασώζεται «η των μελών προς άλληλα σχέσις τε και υπηρεσία και υποταγή προς την κεφαλήν ημών, ήτίς εστιν ο Χριστός» και η «εν τω ενί του Πνεύματος ενέργεια εις πάντα ομού διαβαίνει». Έτσι, το κοινόβιο είναι εικόνα της Εκκλησίας, «στάδιον αθλήσεως και προκοπής ευοδία και διηνεκής γυμνασία και μελέτη των του Κυρίου εντολών […] σκοπόν μεν έχουσα την δόξαν του Θεού […] χαρακτήρα δε σώζουσα των εν ταίς Πράξεσιν ιστορουμένων αγίων».
Γίνεται κανείς μοναχός, γιατί βρίσκει το νόημα της ζωής του στην κοινωνία με τον Θεό. Νιώθει την προσωπική του ανεπάρκεια και ζητά το έλεός Του.
Στη φιλανθρωπία της, η Εκκλησία έχει οικονομήσει πολλούς τρόπους μοναχικής ζωής. Άλλοι, διαφορετικά ο καθένας, τους αξιολόγησαν. Εμείς θ᾿ αρκεστούμε στα λόγια του αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου: «Εν παντί και εν πάσιν έργοις και πράξεσιν ο διά Θεόν βίος παμμακάριστος».
Το κοινόβιο ακολουθεί μια μέση οδό, χωρίς ακρότητες. Είναι ένας τρόπος να οικονομηθούν διάφοροι χαρακτήρες και εφέσεις μέσα σ᾿ ένα χώρο κι έναν τύπο ζωής. Κι έχει επιτυχή αποτελέσματα, γιατί δεν είναι ανθρώπινο έργο. Ο ίδιος ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός το ίδρυσε και το συνέχει. Αυτός δήλωσε στον άγιο Παχώμιο, τον πρώτο κοινοβιάρχη: «Θάρσει, ότι η ρίζα του σπέρματός σου έως αιώνος ου μη εκλείπη· και έως της συντελείας του αιώνος φυλαχθήσεται το σπέρμα σου επί της γης».
Στο κοινόβιο υπάρχει ένα ορατό πλαίσιο που βοηθά τον μοναχό να εγκεντρισθεί στην «καλλιέλαιον» της Εκκλησίας, με τις ακολουθίες, τον κανόνα, τα διακονήματα, την υπακοή… Υπάρχει μια νομοθεσία, οι αγγελικές και πατερικές «ὑποτυπώσεις», που χαράζουν την πορεία προς την ελευθερία. Όταν ο άγιος Παχώμιος θεωρεί λίγο τον κανόνα της προσευχής, ο Άγγελος του απαντά: «Ἱκανόν. Ταῦτά τε διετύπωσα, ὡς φθάνειν καὶ τοὺς μικροὺς ἐπιτελεῖν τὸν κανόνα καὶ μὴ λυπεῖσθαι ὡς ἀποιήτους· οἱ δὲ τέλειοι νομοθεσίας χρείαν οὐκ ἔχουσιν, καθ᾿ ἑαυτῶν γὰρ ἐν ταῖς κέλλαις ὅλον ἑαυτῶν τὸ ζῇν τῇ τοῦ Θεοῦ νομοθεσίᾳ παραχωρείτωσαν».
Στην Εκκλησία ικανοποιούνται οι εφέσεις της ανθρώπινης φύσεως. Και στα πλαίσια του κοινοβίου κανείς αξιοποιεί σωστά τις δυνατότητες και καλλιεργεί τον χαρακτήρα του. Η υπακοή, η προσπάθεια ν᾿ ακολουθήσει κανείς το θέλημα του Θεού, τον καθαίρει και ενοποιεί τις δυνάμεις που διέστρεψε ο εγωισμός. Έτσι, κάνει το μικρό του έργο, χωρίς να το απολυτοποιεί εγωιστικά, αλλά με το να το εντάσσει στο κοινό σώμα της μονής, στο κοινό σώμα της Εκκλησίας, και να δέχεται τη χάρη του Χριστού, της κεφαλής του σώματος. Έτσι, από τη σύνολη κοινότητα του κοινοβίου είναι δυνατό να τηρηθούν όλες οι εντολές, να μεταδοθούν τα χαρίσματα, να φανερωθούν και θεραπευτούν τα ελαττώματα και ν᾿ αναπληρωθούν οι ελλείψεις, όπως διδάσκει ο Μέγας Βασίλειος.
Το κάθε τι βρίσκει τη θέση που του αρμόζει. Ο κάθε μοναχός ενεργεί διαφορετικά, μέσα στα πλαίσια του κοινοβίου. Όμως, και το παραμικρό που κάνει αποκτά σωτήρια σημασία. Είναι χαρακτηριστικοί οι αδιάλειπτοι έπαινοι στις κατηχήσεις ενός μεγάλου κοινοβιάρχη, του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου, για το κάθε ένα ‒σημαντικό ή ασήμαντο‒ διακόνημα και τα επιγράμματα που αφιερώνει στον κάθε ένα διακονητή. Σ᾿ αυτά βλέπουμε τη γεμάτη στοργή ποιμαντική της Εκκλησίας. Αγιάζεται κάθε υλική απασχόληση κι η πνευματική ζωή παίρνει σάρκα.
Με την ταπεινή και αφανή ζωή του, ο άγιος Ευφρόσυνος, άσημος μάγειρας κάποιου μοναστηριού, γεύεται τα παραδείσια μήλα. Η αγία Ισιδώρα του κοινοβίου των Ταβεννησιωτών προσκυνείται και ανακηρύσσεται πανηγυρικά από τον μεγάλο γέροντα της ερήμου όσιο Πιτυρούν.
Έτσι, πέρα από μια ορατή, υφίσταται και μια αόρατη ιεραρχία στο κοινόβιο που, όταν αποκαλύπτεται σε ονομαστούς γέροντες, τους κάνει να φιλούν τα πόδια άσημων και παραριγμένων μοναχών.
Στο μοναστήρι αξιοποιείται η καθημερινότητα. Πράξεις απλές, όπως η συμμετοχή στη θεία λατρεία ή μια ασήμαντη απασχόληση, δεν φέρνουν ανία αλλ᾿ εναποθηκεύουν αόρατα τη θεία χάρη στην ψυχή ‒όταν γίνονται κατά Θεόν‒, σαν σταγόνες σε δεξαμενή. Αρκεί μια φανέρωση της Χάριτος, για να στερεωθεί μέσα στον μοναχό η «πληροφορία τῆς πίστεως».
Έτσι, νιώθει κανείς την αξία των λίγων και μικρών που κάνει και βεβαιώνεται ότι βαδίζει στον σωστό δρόμο.
Βοηθούν και οι αδυναμίες των άλλων. Με τις συγκρούσεις που προκαλούν, ανακαλύπτει κανείς τον εαυτό του, τις δικές του αδυναμίες. Λειαίνονται οι αδελφοί, όπως οι πέτρες που παρασέρνει το ποτάμι και τις τρίβει μεταξύ τους. Αλλά και οι ελλείψεις αναπληρώνονται. Το «περίσσευμα» της προσευχής, της εργατικότητας ή της σοφίας του ενός αναπληρώνει το υστέρημα του άλλου. Μια παροδική αδυναμία του ενός στον κοινόν αγώνα δεν φέρνει απελπισία ή καταστροφή, προσωπική ή συλλογική. Σαν ένα σώμα, η αδελφότητα πορεύεται τον ίδιο δρόμο, αντιμετωπίζει τον ίδιον αντίπαλο κι έχει τη δυνατότητα να συγκρατεί ένα μέλος, όταν εκείνο ατονήσει, μέχρι να δυναμώσει και να συμμετάσχει ξανά στον αγώνα, βοηθώντας ενδεχομένως κι άλλους με τη σειρά του.
Δεσπόζουσα είναι η παρουσία του ηγουμένου, που είναι ο Γέροντας, ο πατέρας των αδελφών, στον οποίον ο Κύριος έχει εμπιστευθεί τις ψυχές τους. Με τη χάρη του Θεού, διερμηνεύει το θέλημά Του για τον κάθε ένα μοναχό. Από υψηλή σκοπιά διακρίνει τις μεθοδείες του πονηρού και διατηρεί ασφαλές το λογικό του ποίμνιο. Όπως ο θεόπτης Μωυσής και ο Απόστολος Παύλος, μεσιτεύει ανάμεσα στον Θεό και στα πνευματικά του τέκνα, προσεύχεται γι᾿ αυτά και τα οδηγεί στη σωτηρία. Κι οι αδελφοί, υπακούοντάς τον, υπακούουν στον Θεό που τον έθεσε ως κεφαλή τους και τον φωτίζει.
Η υπακοή φέρνει τη χάρη του Θεού και μ᾿ αυτήν οι τυφλοί πνευματικά αναβλέπουν ακόπως, κατά τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος.
Ελεύθεροι από το βάρος του εγωιστικού τους θελήματος, βαδίζουν απερίσπαστα. Έτσι προχωρεί το σκάφος της αδελφότητος, με κυβερνήτη τον ηγούμενο, που μεριμνά και για τις ποικίλες διοικητικές και οικονομικές ανάγκες του κοινοβίου· με ναυκλήρους τους πνευματικούς ή άλλους παλαιότερους αδελφούς, που με την πείρα τους στηρίζουν τα νεώτερα μέλη και βοηθούν τον ηγούμενο να χαράξει την πορεία· και ναύτες τους αδελφούς, που κάθε ένας τους συμβάλλει στη ζωή του μοναστηριού από την πλευρά του και κατά τις δυνάμεις του.
Εκδήλωση αυτής της πορείας είναι και οι ‒συνήθως εβδομαδιαίες‒ συνάξεις. Σ᾿ αυτές ο Γέροντας δίνει κατευθύνσεις σε ορισμένα γενικότερα θέματα της ζωής των αδελφών και της λειτουργίας της μονής και υπομνηματίζει τη σημασία διαφόρων εορταστικών και λειτουργικών περιόδων. Και οι αδελφοί αναφέρονται στα καθημερινά ζητήματα, ανταλλάσσουν την πείρα τους και συζητούν σχετικά.
Στοιχείο αναπόσπαστο της μοναστηριακής ζωής είναι και η φιλοξενία των προσκυνητών. Τα τελευταία χρόνια έρχονται πολλοί στο Όρος, Έλληνες και αλλοδαποί, Ορθόδοξοι και μη, διαφόρων ηλικιών και επαγγελμάτων. Οι προσκυνητές εντάσσονται στο πρόγραμμα της μονής. Ένας αδελφός αναλαμβάνει την υποδοχή τους, άλλοι την τακτοποίησή τους στο «αρχονταρίκι» (ξενώνα) κι άλλοι την επαφή μαζί τους. Συμμετέχουν στην ακολουθία και τρώνε στην κοινή τράπεζα. Ησυχάζουν για λίγο από τις εγκόσμιες μέριμνες και συζητούν τα προβλήματα που τους απασχολούν.
Έτσι, το κοινόβιο είναι έξω από τον κόσμο αλλά συμμετέχει στη ζωή του με τον δικό του τρόπο. Δεν εντάσσεται στις υπάρχουσες κοινωνικές δομές, είναι όμως κοινότητα με τη δική της συγκρότηση, με κέντρο τον Θεάνθρωπο και πνεύμα θυσίας. Γι᾿ αυτό και είναι κοινωνία ανοιχτή και μπορεί να δεχτεί τον καθένα και να τον βοηθήσει να βρει τη χαμένη προσωπική ή συλλογική ενότητα.
Τον χαρακτήρα του κοινοβίου υποδηλώνει και η αρχιτεκτονική του. Στη μέση το «καθολικό» (ο κεντρικός ναός) και γύρω τα κελλιά των αδελφών, η τράπεζα, ο ξενώνας, χώροι εργασιών και αποθήκες. Η καρδιά της μονής πάλλει στο καθολικό. Όλες οι λειτουργίες (διακονήματα, φαγητό, συνάξεις, ανάπαυση) έχουν κέντρο τους τη θεία Λειτουργία. Αποτελούν την προσκομιδή: προσφορά της κτίσεως, των ανθρωπίνων έργων, της υπάρξέως μας… στον Θεό, τα «σὰ ἐκ τῶν σῶν», απαραίτητη προϋπόθεση για την τέλεση της θείας Λειτουργίας.
Η θεία λατρεία επεκτείνεται σ᾿ όλη τη ζωή του κοινοβίου. Κάθε πράξη γίνεται υπό το πρίσμα της. Κάθε τι είναι ιερό, γιατί προσφέρεται στον Θεό. Η εργασία γίνεται για τον Θεό και τον πλησίον, μοναχό ή προσκυνητή. Με το φαγητό και τον ύπνο, απονέμονται στη φύση τα χρειώδη του σώματος· κι όταν γίνεται σωστή χρήση τους, δοξάζεται ο Θεός που τα οικονόμησε έτσι. Κι ένας περίπατος, σαν τη χορδή του τόξου που χαλαρώνει, κατά τον Μ. Αντώνιο, οικονομεί την αδυναμία της φύσεως και, με τη χάρη του Θεού, συντελεί στην ωρίμανσή της. Όλα μπορούν να γίνουν προσφορά στον Θεό κι όλα να συνδυαστούν με την προσευχή. Η ευχή του Ιησού είναι επίκαιρη κάθε στιγμή.
Το πρόγραμμα του κοινοβίου είναι το πλαίσιο που, όταν αξιοποιηθεί, συντονίζει τα μέγιστα τη ζωή του μοναχού με τον ρυθμό της Εκκλησίας. Αν και υπάρχουν διαφορές από μοναστήρι σε μοναστήρι, είναι το ίδιο σε γενικές γραμμές. Η καθημερινή ζωή αρχίζει λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Πρώτο μέλημα και σκέψη του μοναχού, η «πρωτόνοια», ο κανόνας του: μερικά κομποσχοίνια με την ευχή του Ιησού και με προσκυνητές ‒μικρές‒ μετάνοιες και μια ή δυο εκατοντάδες μεγάλες, όπως έχει ορίσει ο Γέροντας για τον κάθε ένα. Έτσι, η ενέργεια του νου, τη στιγμή που είναι καθαρός, προσφέρεται στον Θεό.
Μ᾿ αυτά τα θεία νοήματα πηγαίνει στη συνέχεια στο καθολικό, όπου, με το Μεσονυκτικόν, αρχίζει η πρωινή ακολουθία. Μετά τη γαληνή απαγγελία του Μεσονυκτικού, του Εξάψαλμου και των Ψαλμών του Όρθρου, ο εγκωμιασμός και η επίκληση της βοήθειας των Αγίων και της Παναγίας, με τους κανόνες και την «Τιμιωτέραν».
Κορύφωση του Όρθρου, η αίνεση του Θεού, με τους Αίνους και τη Δοξολογία. Μετά την ανάγνωση των Ωρών, τελείται η θεία Λειτουργία: διάλογος με τον Κύριο· προσφορά του εαυτού μας και των έργων μας και αντιπροσφορά του ίδιου του Κυρίου, ορατά και αόρατα, με την άκτιστη χάρη Του στα κτιστά είδη του ψωμιού και του κρασιού που μεταβάλλονται σε σώμα και αίμα Του. (Κατά τις μεγάλες γιορτές όλες οι ακολουθίες τελούνται λαμπρότερα, μαζί στην αγρυπνία, που αρχίζει λίγο μετά τη δύση του ηλίου και διαρκεί από εφτά έως δέκα ώρες.) Στη συνέχεια, στα περισσότερα μοναστήρια οι αδελφοί αποσύρονται στα κελιά, για να διατηρήσουν τη χάρη της θείας Λειτουργίας και να αναπαυθούν, αν είναι κουρασμένοι από την ακολουθία.
Λίγες ώρες μετά, το κοινό γεύμα. (Στις αργίες, αμέσως μετά τη θεία Λειτουργία, με πομπή και ύμνους, κατευθύνονται οι αδελφοί προς την τράπεζα.) Αφού ευλογηθεί το φαγητό από τον ηγούμενο, οι αδελφοί τρώνε, ενώ ο αναγνώστης διαβάζει βίους Αγίων, πανηγυρικούς λόγους ή πατερικά κείμενα σχετικά με τη μοναχική ζωή. Έτσι, ευλογείται ο χορηγός της υλικής τροφής Θεός και παράλληλα τρέφεται κι ο νους με θεία νοήματα. Η υλική πράξη αγιάζεται και γίνεται πνευματικό γεγονός.
Στη συνέχεια οι αδελφοί πηγαίνουν στα «διακονήματα», δηλαδή στις διάφορες εργασίες για τη λειτουργία και συντήρηση της μονής και τη φιλοξενία των προσκυνητών. Καθένας, κατά την κλίση του και κατά τις ανάγκες της μονής, επιτελεί επί ένα και περισσότερα χρόνια ένα ορισμένο διακόνημα. Προσφέρει κατά τις δυνάμεις του. Οι δυνατότεροι εργάζονται περισσότερο, κάποιοι άλλοι λιγότερο, αξιοποιώντας διαφορετικά τον χρόνο τους και βοηθώντας ανάλογα το κοινόβιο με την πνευματική μελέτη, την προσευχή, την «ησυχία»… Τα διακονήματα, βαρύτερα ή ελαφρύτερα, δύσκολα ή εύκολα, χειρωνακτικά ή όχι, όταν γίνονται εν Χριστώ, έχουν την ίδια αξία και προσφέρουν εξίσου στο κοινό.
Μετά τη λήξη των εργασιών, τρεις ώρες πριν από τη δύση του ηλίου, αρχίζει ο Εσπερινός, μια δοξολογία του Θεού για το ιλαρό φως Του που μας χαρίζει με το τέλος της ημέρας. Την Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο και Κυριακή (εκτός από την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής και της νηστείας του Δεκαπενταυγούστου, οπότε αυτό συμβαίνει μόνο τα σαββατοκύριακα) υπάρχει δείπνο μετά τον Εσπερινό. Λίγο πριν από τη δύση του ηλίου, τελείται το Απόδειπνο, η τελευταία ακολουθία της ημέρας, που συνδυάζεται με τους Χαιρετισμούς.
Μετά παύει κάθε κίνηση στη μονή, η εξωτερική πόρτα κλείνει κι οι αδελφοί αποσύρονται στα κελιά τους κατ᾿ ιδίαν, να αναλογιστούν μπροστά στον Θεό τη μέρα που πέρασε, να μελετήσουν, προσευχηθούν κι αναπαυθούν. Η μέρα, όπως άρχισε, έτσι και τελειώνει: με τη μνήμη του Θεού. Κι η ζωή του μοναχού αποτελεί έναν κύκλο με κέντρο τον Θεό. Αυτός είναι η αρχή και το τέλος της μέρας, αλλά κι η αρχή, η οδός και το τέλος της ανθρώπινης ζωής.
Πηγή: Αντίφωνο, πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Ορθόδοξη μαρτυρία”, τεύχος 15 (Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 1985), σσ. 45-47. Αναρτάται εδώ με ανεπαίσθητες αλλαγές.