Αγάπη: Η απεριόριστη αγάπη, ακόμη και προς τα άψυχα, αποκαλύπτει τα θεία μυστήρια, καθώς διαβεβαιώνει ο στάρετς Ζωσιμάς του Ντοστογιέφσκυ.
Ιερομόναχος Ιουστίνος
Μας μυεί ο στάρετς: «Ν’ αγαπάτε τον άνθρωπο ακόμη και αν αμάρτησε, γιατί αυτή είναι η εικόνα της θείας αγάπης, και δεν υπάρχει πιο μεγάλη από αυτήν σε ολόκληρη τη γη. Ν’ αγαπάτε όλη τη δημιουργία στο σύνολό της και στα στοιχεία που την αποτελούν, κάθε φυλλαράκι, κάθε ακτίνα ήλιου, τα ζώα, τα φυτά. Αγαπώντας το κάθε τι θα καταλάβετε το θείο μυστήριο των πραγμάτων. Και από τη στιγμή που θα το καταλάβετε αυτό, θα μπορείτε να τα αναγνωρίζετε πάντα, την κάθε μέρα. Και θα καταλήξετε ν’ αγαπάτε τον κόσμο ολόκληρο με μια παγκόσμια αγάπη» (Αδελφοί Καραμαζώφ, Βιβλίο Έκτο, 3, 7). Ποιος σύγχρονος οικολόγος θα ίσχυε να εκφρασθεί έτσι; Οικολογία μάλιστα στη σωστή της βάση, όχι δηλαδή σαν αυτοσκοπός, αλλά προς αναγωγή στις υψηλές, πνευματικές σφαίρες.
Η αγάπη προς τον Πατέρα διέρχεται δια του Υιού. «Ουδείς έρχεται προς τον πατέρα ει μη δι’ εμού», δήλωσε ο Σωτήρας (Ιω. 14.6). Και η αγάπη προς τον Υιό διέρχεται δια των αδελφών· είμαστε οι πάντες ένα, εν Χριστώ Ιησού (Γαλ. 3.28). Επομένως «όποιος αγαπάει τον Κύριο, αγάπησε προηγουμένως τον αδελφό του· γιατί το δεύτερο είναι απόδειξη του πρώτου… Όποιος διατείνεται πως αγαπάει τον Κύριο και οργίζεται κατά του αδελφού του, μοιάζει με όποιον τρέχει στον ύπνο του» (Κλίμαξ 30.15).
Ας αφήσουμε δε και το ότι τρεφόμενοι όλοι από το ένα και το ίδιο άγιο Ποτήριο με τη Σάρκα και το Αίμα του Θεανθρώπου, αποδεικνύουμε πως ακριβώς είμαστε όλοι ένα σώμα: «Ότι εις άρτος, εν σώμα οι πολλοί εσμέν· οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν» (Α’ Κορ. 10.17).
Μια φορά κάποιος νομικός, εγκρατής του Μωσαϊκού Νόμου, πλησίασε τον Λυτρωτή και πειράζοντάς Τον ρώτησε ποια ήταν η μεγαλύτερη εντολή του Μωυσή. Ο Χριστός του απάντησε με δυο χωρία της Πεντατεύχου του Μωυσή (Δευτ. 6.5 και Λευϊτ. 19.18). Παρενέβαλε και δικά Του σχόλια για να τονίσει τη σπουδαιότητά τους:
«Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου. αύτη εστί πρώτη και μεγάλη εντολή. δευτέρα δε ομοία αυτή· αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν (Ματθ. 22. 37-39).
Ο νομικός δεν ρώτησε για (τη) δεύτερη εντολή, μα ο μέγας Διδάσκαλος έκρινε απαραίτητο να την επισυνάψει στην πρώτη αδιάσπαστα. Αληθινά, χωρίς την αγάπη προς τον άνθρωπο η αγάπη προς τον Θεό είναι λειψή ή μάλλον κίβδηλη. Η αγάπη προς τον Θεό εξωτερικεύεται και αντικατοπτρίζεται στην αγάπη προς τον άνθρωπο, που είναι εικόνα του Θεού (Γεν. 1.26).
Είπε ο Σωτήρας: «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε» (Ιω. 14.15). Δεσπόζει δε η νέα εντολή: «Εντολήν καινήν δίδωμι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους» (Ιω. 13.34). Η αγάπη δεν είναι μια κάποια εντολή, αλλά η (κατ’ εξοχήν) εντολή. «Αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους καθώς ηγάπησα υμάς» (Ιω. 15.12). Αυτό το «καθώς» βυθομετρείται και αξιολογείται στον αμέσως επόμενο στίχο (13): «Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού». Μα ο «Χριστός… υπέρ ασεβών απέθανε. μόλις γαρ υπέρ δικαίου τις αποθανείται» (Ρωμ. 5.6-7).
Παροτρύνει σχετικά και ο απόστολος: «Περιπατείτε εν αγάπη, καθώς και ο Χριστός ηγάπησεν ημάς και παρέδωκεν εαυτόν υπέρ ημών» (Εφ. 5.2), καίτοι είμασταν αμαρτωλοί. Κατ’ ακολουθίαν και μεις οφείλουμε ν’ αγαπάμε όχι μόνο τους φίλους και τους καλούς. Η αγάπη δεν περιχαρακώνεται αμυντικά, δεν περιορίζεται σε χώρους και πεδία φιλικά, «συμμαχικά», δεν στοχεύει μόνο στους «δικούς». Επίσης δεν εξαρτάται από την ανταπόκριση που βρίσκει ή δεν βρίσκει.
Χάρις λοιπόν στην καινή, καινούργια, διδαχή του Χριστού και κυρίως στο παράδειγμά Του είμαστε «θεοδίδακτοι εις το αγαπάν» (Α’ Θεσ. 4.9). Δίνεται έτσι στον ιερό Αυγουστίνο το δικαίωμα να διατυπώσει την κλασσική του ρήση «Αγάπα και κάνε ό,τι θέλεις» (Παπίνι – Μουστάκη, Αυγουστίνος, Αθήναι 1953, σελ. 98). Η αγάπη είναι σοφός δάσκαλος και πανεπιστήμων καθηγητής.
Για να επανέλθουμε στην προσταγή της αγάπης, τα δυο νέα στοιχεία-ειδοποιές διαφορές, δηλαδή η κυριακή αγάπη υπέρ Εαυτόν καθώς και η προς όλους κατεύθυνσή της, δίνουν «καινά» την αρχαία εντολή του Μωσαïκού Νόμου (Λευϊτ. 19.18).
Αντίστροφα τώρα, η αγάπη προς τον ορατό, απτό άνθρωπο μεταβάλλεται σε σκάλα της αγάπης προς τον αόρατο, άψαυστο Θεό. «Εάν τις είπη ότι αγαπώ τον Θεόν, και τον αδελφόν αυτού μισεί, ψεύστης εστίν· ο γαρ μη αγαπών τον αδελφόν ον εώρακε, τον Θεόν ον ουχ εώρακε πώς δύναται αγαπάν; και ταύτην την εντολήν έχομεν απ’ αυτού, ίνα ο αγαπών τον Θεόν αγαπά και τον αδελφόν αυτού» (Α’ Ιω. 4.20-21): Η αγάπη προς τον Θεό προϋποθέτει αναπόδραστα την αγάπη προς το πλάσμα Του, τον άνθρωπο.
Αλλά και παλίνδρομα, η αγάπη προς τον πλησίον διέρχεται δια του Κυρίου. Για να μιλήσουμε μεταφορικά, ο Θεός είναι ο ήλιος, εγώ το φεγγάρι, ο άλλος η γη. Όσο πιο πολύ στραμμένος είμαι προς τον ήλιο, ας πούμε πανσέληνος, τόσο πιο πολύ φωτίζω τη γη αντανακλώντας το φως που δανείζομαι από τον ήλιο. Αληθινά, η αγάπη προς τον άνθρωπο είναι θείο δώρο, δάνειο του Κυρίου!