Θεός: Αἱ ψαλμωδίαι δέ δηλοῦν πάλιν τήν γινομένην
εἰς ταῖς ψυχαῖς μας ἠδονήν, θεόθεν πεμπομένην
τήν ἠδονήν λέγω αὐτήν ὁπού μᾶς ἀναφλέγει
εἰς τοῦ Θεοῦ τόν ἔρωτα καί θεϊκῶς μᾶς θέλγει
καί πλέον μᾶς παρακινεῖ εἰς μῖσος ἁμαρτίας,
εἰς ἔχθραν καί ἀποστροφήν κάθε λογῆς κακίας.*
Μοναχοῦ Καισαρίου Δαπόντε,
«Τίνος ἐστί σύμβολα τά θεῖα ᾄσματα»,
«Ἐξήγησις τῆς Θείας Λειτουργίας», Βιέννη 1795
Τά παραπάνω ἐξαίσια σημειώνει ὁ λόγιος Ξηροποταμηνός μοναχός ἀπό τή Σκόπελο, ἀναφερόμενος στήν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας, μιᾶς τέχνης λειτουργικῆς, πού μέ τά ὑψηλά νοήματα τῶν κειμένων της συγκινεῖ τίς καρδιές τῶν πιστῶν, κατανύσσει τίς ψυχές τῶν προσευχομένων, διδάσκει τόν θεολογικά ὑψηλό πλοῦτο τῆς ὀρθόδοξης διδασκαλίας, κάνει προσιτές τίς ἀλήθειες τῆς πίστεως μέ τρόπο ἱεροπρεπῆ καί τερπνό καί, μέ τή βοήθεια τῆς βυζαντινῆς μελοποιίας, συνοδεύει μέ τά λυρικά της δημιουργήματα τόσο τίς χαρμόσυνες ὅσο καί τίς στενόχωρες στιγμές τῶν πιστῶν. Μιᾶς τέχνης, πού, ἐνῶ προσλαμβάνει ἀνθρώπινα μέσα, ὅπως ὁ γραπτός λόγος ἐπενδυμένος μέ τή μουσική, δέν μένει σέ αὐτά, ἀλλά ἀνεβάζει τόν πιστό, μέσω τῆς κατάνυξης καί τῆς προσευχῆς, στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ. Μιᾶς τέχνης πού διακονεῖ ἕναν βασικό σκοπό: νά βοηθήσει τόν ἄνθρωπο στήν ἕνωσή του μέ τόν Θεό.
Εἶναι γνωστό ὅτι κοιτίδες τῆς ὑμνογραφίας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας εἶναι οἱ Ἅγιοι Τόποι τῆς Παλαιστίνης καί τῆς Συρίας, καθώς ἐκεῖ ἤκμασαν καί διέπρεψαν τά μεγάλα παναρμόνια ὄργανα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οἱ πρῶτοι διαπρεπεῖς Ἅγιοι ὑμνογράφοι Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀνδρέας Κρήτης, Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων, Κοσμᾶς ὁ Ποιητής καί Θεοφάνης ὁ Γραπτός, ἀλλά καί στή συνέχεια ἡ Κωνσταντινούπολη, μέ τούς μεγάλους ὑμνογράφους τῆς περιώνυμης Μονῆς Στουδίου καί τούς ἐξαίσιους ὕμνους τους. Οἱ Ὅσιοι καί θεοφόροι αὐτοί Πατέρες, «αἱ μυστικαί τοῦ Πνεύματος σάλπιγγες», οἱ πεφωτισμένοι αὐτοί νόες, δόκιμοι καί θεόπνευστοι ὑμνογράφοι, ἔθεσαν τά θεμέλια τῆς ὑμνογραφίας, καθώς μέσα ἀπό τούς καρπούς τῆς καθαρᾶς καί θεοειδοῦς ψυχῆς τους διαμόρφωσαν τίς βάσεις καί τούς κανόνες τῆς λειτουργικῆς αὐτῆς τέχνης, μέσα στήν ὁποία λατρεία, δόγμα καί ἦθος περιχωροῦνται καί συναρμόζονται.
Ἀλλά καί τό Ἅγιον Ὄρος, τό παλλάδιο αὐτό τῆς ἀσκήσεως καί τό ἐργαστήριο τῆς ἁγιότητος, ὅπου ὅλες οἱ ἀρετές καλλιεργοῦνται κατά τρόπο θαυμαστό, μέ τήν πανθομολογούμενη προσφορά του στή διαμόρφωση τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας, δέν θά μποροῦσε νά ὑστερήσει καί στήν πνευματική διακονία τοῦ ἐμπλουτισμοῦ τῆς λειτουργικῆς μας ζωῆς. Ἔτσι, ὁ ἁγιώνυμος Ἄθως προστέθηκε στούς ἱερούς ἐκείνους τόπους ὅπου καλλιεργήθηκε καί ἐμπλουτίστηκε ἡ ἐκκλησιαστική μας ποίηση, ὅπου παρήχθησαν «εὔχυμοι καί ἡδεῖς καρποί ἀσμάτων ἱερῶν καί μελιχρῶν ὕμνων» (μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης). Στό πέρασμα τῶν 12 αἰώνων μοναχικῆς ζωῆς δέν εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες πού τίμησαν καί ἀνέδειξαν μέ τήν προσφορά τους τήν ἐκκλησιαστική ποίηση καί μουσική καί ἔθεσαν ἀνεξίτηλα τή σφραγίδα τους στήν ὑμνογραφία, ἀσχολούμενοι καί ἐπιδιδόμενοι εἴτε στή σύνταξη ὑμνογραφημάτων εἴτε στή μελοποίηση τῶν ἔργων αὐτῶν.
Ἡ θεία λατρεία γιά τόν Ἀγιορείτη μοναχό δέν εἶναι κάτι στό περιθώριο τῆς ζωῆς του, ἀλλά κατέχει σ᾿ αὐτήν κεντρική θέση. Δέν εἶναι πάρεργο, ἀλλά τό κύριο ἔργο καί ἡ ἀποστολή του. Μέσα σ᾿ αὐτήν πραγματώνει τόν μυστικό του γάμο μέ τόν νυμφίο Χριστό, γιά τόν Ὁποῖον, ἄλλωστε, καί ἀναχώρησε ἀπό τόν κόσμο. Ἔτσι, πολλές ὥρες τήν ἡμέρα περνᾶ στόν ναό, λατρεύοντας τόν Θεό καί τιμώντας τούς Ἁγίους Του. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὡριμάζει καί αὐξάνει ἐν Χριστῷ.
Σέ κάθε ἀθωνικό ναό καί στίς καρδιές τῶν προσευχομένων Πατέρων, ἀπό τό ἀπόδειπνο μέχρι καί τό τέλος τῆς θείας λειτουργίας, ὅπου ὁλοκληρώνεται ἡ νυχθήμερη ἀκολουθία, ξεδιπλώνεται ὁλόκληρο τό σχέδιο τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου, ἐνῶ ἡ ἴδια ἡ ἁγιορείτικη ἐκκλησιαστική τάξη ἀντικατοπτρίζει τήν τάξη τοῦ οὐράνιου θυσιαστηρίου.
Στόν χῶρο τοῦ ναοῦ, κατά τή θεία λατρεία καί κατά τή διάρκεια τοῦ λειτουργικοῦ χρόνου, ὁ Ἁγιορείτης βλέπει τόν Χριστό νά γεννιέται στή Βηθλεέμ, νά βαπτίζεται, νά διδάσκει τόν λαό, νά θαυματουργεῖ, νά πάσχει, νά σταυρώνεται, νά ἀνασταίνεται, νά ἀναλαμβάνεται στούς οὐρανούς, νά στέλνει τόν Παράκλητο, ἀλλά καί πάλι νά ἔρχεται μετά δόξης. Ἐπιβεβαιώνονται ἔτσι τά λόγια τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ὅτι στόν ὀρθόδοξο ναό ὑπάρχουν ὅλα τά πανάγια προσκυνήματα τῆς Ἁγίας Γῆς καί ὅτι ὁ ναός εἶναι ἐπίγειος οὐρανός.
Τό Ἅγιον Ὄρος ἐδῶ καί 12 αἰῶνες τρέφεται μυστικά μέ τό οὐράνιο μάννα τῆς θείας λατρείας, ὑπενθυμίζοντας σιωπηλά σέ ὅλους τούς χριστιανούς ποῦ βρίσκεται ἡ πηγή τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.
Ἔχει γραφεῖ ὅτι ἡ ἁγιορείτικη μελωδία καί ἡ ὑμνωδία «εἶναι σάν μοσχοβολιά καί σάν πνοή αὔρας λεπτῆς, πού τά μυρώνει ὅλα γύρω της. Αὐτή ἡ ἀλλιώτικη πνοή εἶναι τό ὀρθόδοξο λατρευτικό ἦθος πού ξεχύνεται μέσ᾿ ἀπό τήν ἀπαράμιλλη σέ κάλλος καί ἀνυπέρβλητη σέ ὕψος νοημάτων ἑλληνική λατρευτική ποίηση, τήν ὀρθόδοξη ὑμνολογία, μέ τήν ἁγιολογία της καί τή θεολογία της. Ἡ ζωντανή καί ἀδιάκοπη παράδοση καί ἡ διαρκής καί συνεχής ἐνασχόληση τῶν μοναχῶν στά μοναστήρια μέ τήν ψαλτική καί τήν ὑμνολογία εἶναι φροντίδες γιά θεοσέβεια, εἶναι εὐπρέπεια καί ἑτοιμασία, γιά νά μποροῦμε νά μιλᾶμε στόν Θεό, τόν Πατέρα, τόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα» (Γρ. Στάθης).
Του μοναχού Παταπίου Καυσοκαλυβίτου
*Ἀπό τήν εἰσαγωγή στό ὑπό ἔκδοσιν βιβλίο τοῦ συγγραφέα «Ἀθωνικά ὑμναγιολογικά μελετήματα»
Από την Ορθόδοξη Αλήθεια