Το Πάσχα του 1549 μ.Χ. οι Αρμένιοι κατόρθωσαν να δωροδοκήσουν τον Τούρκον Διοικητήν, και να εκδώσει απαγορευτικήν διαταγήν προς τον Έλληνα-Ορθόδοξον Πατριάρχην Σωφρόνιον Δ΄, ώστε να μην έχει πρόσβασιν εντός του Ναού δια τήν τελετήν του Αγίου Φωτός. Οι φρουροί έκλεισαν τήν Αγίαν Πόρτα και ο Πατριάρχης Σωφρόνιος Δ΄ με το ιερατείον και τους πιστούς του παρέμειναν έξω προσευχόμενοι, αναμένοντες τήν έκβασιν των γεγονότων. Πράγματι η απάντησις του Κυρίου μας ήταν άμεσος. Παρα τας απέλπιδας προσπαθείας του Αρμενίου Πατριάρχου, το Άγιον Φως δεν έλαμψε εις το ιερόν Κουβούκλιον ή εις άλλον σημείον εντός του Ναού. Το Άγιον Φως εξήλθε διαπερνόν τήν Κολόναν, η οποία μέχρι σήμερον φαίνεται σχισμένη και μαυρισμένη, και προς μεγάλην κατάπληξιν άναψαν τα κεριά τα οποία εκρατούσε εις τας χείρας του ο Ορθόδοξος Πατριάρχης.
Εις τήν συνέχειαν ο Πατριάρχης έδωσε το Άγιον Φως εις τους Ορθοδόξους, οι οποίοι ευρίσκοντο εις τήν αυλήν, ενώ ο Αρμένιος έφυγε ντροπιασμένος. Το αξιοθαύμαστον γεγονός εμαρτύρησε ο Εμίρης Τούνομ, ο οποίος εκείνην τήν στιγμήν ήτο φρουρός εις τήν Αγίαν Πόρτα. Αυτό έγινε αιτία να πιστέψει και να γίνει Χριστιανός. Οι Τούρκοι τον σκότωσαν δια να μην μαθευθεί το γεγονός.
Συμφώνως προς άλλην εκδοχήν, όταν αντελήφθην το θαύμα ανεφώνησε προς τους συγκεντρωμένους: «Αυτή είναι η αληθινή πίστις». Οι Τούρκοι δια την αλλαξοπιστίαν του τον έκαψαν ζωντανόν. Τα οστά του σήμερον φυλάσσονται εις το Μοναστήριον της Μεγάλης Παναγιάς. Όταν ο Σουλτάνος επληροφορήθη το θαύμα, εξέδωσε φιρμάνιον και ανεγνώρισε το αποκλειστικόν δικαίωμα δια τήν λήψιν του Αγίου Φωτός εις τον Ελληνορθόδοξον Πατριάρχην.