Υπήρχε κάποτε μια πόλη κατάφωτη, με πολλούς κατοίκους και υπουργούς. Είχε και έναν Βασιλιά πανίσχυρο, σοφό και ειρηνικό. Τόσο ειρηνικό, που οι σοφοί του νόμοι, ποτέ δεν επιβάλλονταν, μόνο άφηνε τους υπηκόους του ελεύθερους να επιλέξουν αν θα τους ακολουθήσουν ή όχι. Και σπάνια τιμωρούσε την παρανομία, αλλά και όταν τιμωρούσε, το έκανε με τρόπο και για λόγο παιδαγωγικό, και ποτέ για εκδίκηση του φταίχτη.
Η πόλη ήταν μεγάλη, και οι πολλοί της κάτοικοι, ήταν κάθε καρυδιάς καρύδι, που λόγω της ελευθερίας, ζούσαν σ’ αυτή την πόλη, μα πολλοί απ’ αυτούς, μόνο για να εκμεταλλεύονται αυτή την ελευθερία που τους δινόταν. Το ίδιο έκαναν και μερικοί από τους υπουργούς του Βασιλιά. Αντί να είναι φύλακες και παραδείγματα του νόμου, σκανδάλιζαν τους πολίτες δίνοντας παραδείγματα παρανομίας και εκμετάλλευσης της ελευθερίας τους.
Ο σοφός Βασιλιάς τα ήξερε όλα αυτά. Όμως δεν επενέβαινε, γιατί με τη σοφία του γνώριζε τη δύναμη της ελευθερίας και της αγάπης, και ήξερε απ’ την αρχή το τέλος.
Στο κέντρο της πόλης υπήρχε το παλάτι του Βασιλιά. Κι όσοι κατοικούσαν κοντά του, ήταν άνθρωποι πιστοί σ’ αυτόν, και της εμπιστοσύνης του. Μα όσο απομακρύνονταν οι κάτοικοι, και ειδικά αυτοί που κατοικούσαν στα όρια της πόλης, ήταν άνθρωποι τυχοδιώκτες και περιθωριακοί. Και ποτέ δεν ενδιαφέρθηκαν να γνωρίσουν καλύτερα τον Βασιλιά. Το μόνο που τους ενδιέφερε, ήταν να εκμεταλλεύονται με παρανομίες την ελευθερία τους, και να δικαιολογούν αυτή τη στάση, με το παράδειγμα των λιγοστών υπουργών που έκαναν το ίδιο.
Όμως εχθροί της πόλης φθονήσανε τον Βασιλιά, και στείλαν κατασκόπους στη φωτισμένη πόλη. Κι αυτοί πλησίασαν τα πρώτα σπίτια των περιθωριακών. Τους έκαναν το φίλο, και άλλοι άρχισαν να κατηγορούν το Βασιλιά για τα κακά της πόλης, ενώ οι πιο πονηροί, κατηγορούσανε τους υπουργούς του, πως έφταιγαν για κάθε τι κακό και άνομο. Έλεγαν πως η πόλη είναι εντελώς διεφθαρμένη, και η ελευθερία αυτή ήταν υπερβολική. Τόσο υπερβολική, που έκανε κακό στους κατοίκους της.
Και πως απελευθέρωση απ’ αυτή την άνομη καταδίκη, θα είχαν όσοι ανέπνεαν τον αέρα της πραγματικής ελευθερίας, της ηθικής ελευθερίας, ζώντας έξω από την πόλη, στα βουνά, μακριά από τους πονηρούς υπουργούς, ή από τον άτολμο αυτόν Βασιλιά. Και πολλοί από τους περιθωριακούς της πόλης, που ζούσαν μακριά από τον Βασιλιά, πιστέψανε στα λόγια τους, και τους ακολούθησαν έξω από την πόλη, στα γύρω κακοτράχαλα βουνά.
Εκεί οι περιθωριακοί, έφτιαξαν νόμους άτεγκτους, και πλήθος συμμορίες. Κι οι πρώτοι πήραν εξουσίες, και ένιωθαν σπουδαίοι και μεταρρυθμιστές. Καυχιόνταν για τους νόμους τους άτεγκτους που έφτιαξαν, και για την ηθική ελευθερία που απολάμβαναν μακριά από τη διεφθαρμένη πόλη. Και καθημερινό τους μέλημα, ήταν να αυξήσουν την εξουσία τους πάνω σε περισσότερους ανθρώπους. Έφτιαξαν έτσι κλέφτικο στρατό, και έστελναν στην πόλη, στα όρια της πόλης, να αιχμαλωτίζουν περισσότερους κατοίκους, και να τους σέρνουν δούλους στα βουνά, να υπηρετούν τη ματαιοδοξία τους.
Οι επιθέσεις τους οι ληστρικές, ποτέ δεν γίνονταν μέσα στην πόλη. Μα μόνο έξω – έξω, στους απομονωμένους και μακρινούς από το Βασιλιά κατοίκους. Γιατί πιο μέσα, υπήρχε αντίσταση, και οι κάτοικοι αγαπούσανε την πόλη τους και το Βασιλιά τους. Κι ας ήτανε χωρίς στρατό η πόλη.
Μα κι απ’ τους περιθωριακούς, άλλοι αμπάρωναν την πόρτα τους, άλλοι τους έβριζαν, κι άλλοι τους πολεμούσαν. Μα κι απ’ αυτούς πολλοί στο τέλος γίνονταν λεία των αποστατών της πόλης. Γιατί δεν αγαπούσανε πραγματικά τον Βασιλιά τους, και δεν εκτιμούσαν την ελευθερία τους.
Σέρναν τα θύματά τους οι επαναστάτες στα κακοτράχαλα βουνά, και τους δούλωναν σε βαριούς νόμους, τέτοιους που ούτε οι ίδιοι οι νομοθέτες δεν ήταν δυνατόν να τους τηρήσουν άψογα. Και όποιον έπιαναν να τους παραβιάζει, τον έδερναν και τον μαστίγωναν αλύπητα. Έτσι οι πρώην παράνομοι και περιθωριακοί κάτοικοι της πόλης, που τώρα ζούσαν στα βουνά, καμάρωναν για τη νομιμοφροσύνη τους, γιατί φοβόντουσαν το βούρδουλα. Και κανείς τους δεν τολμούσε να παρανομήσει φανερά, μα μόνο αγωνίζονταν να κρύψουν τις παραβάσεις τους απ’ όλους. Και πήγαιναν αυτοί οι πρώην περιθωριακοί, στους άλλους περιθωριακούς της πόλης, τους μακρινούς από το Βασιλιά, και τους καλούσαν στα βουνά, να τους δουλώσουνε κι αυτούς στους νόμους τους, μακριά από την πόλη, και να τους κάνουν υποτακτικούς τους.
Και ο καιρός περνούσε, και κόσμος μαζευόταν στα βουνά, και οι παλιοί βολεύονταν, κι οι νέοι σκλαβώνονταν, και όλοι τους, καμάρωναν για τη νομιμοφροσύνη τους, και έβριζαν την πόλη της ελευθερίας και τους υπουργούς της. Και τα παιδιά τους γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στα βουνά, κι αυτά ποτέ δεν είχαν ζήσει στην πόλη, και ποτέ δεν είχαν γνωρίσει τον Βασιλιά. Μόνο να βρίζουν ήξεραν τους υπουργούς της, και την πόλη της “ασυδοσίας”. Και αν και ένιωθαν την καταπίεση των νόμων των βουνών, κι ήξεραν τις κρυφές παρανομίες τους, νόμιζαν ότι έτσι έπρεπε να ζει ο άνθρωπος, και έχαιραν για τη ζωή τους.
Μα σαν μεγάλωσαν τα τέκνα των αποστατών, και έγιναν παλικάρια, τα έστειλαν κι αυτά στην πόλη να κουρσέψουνε κατοίκους, και να τους φέρουνε κι εκείνους στα βουνά. Τους είπανε να πάνε στους περιθωριακούς, στα πρώτα σπίτια. Και να μη μπούνε πιο βαθιά στην πόλη, κοντά στο παλάτι του βασιλιά, γιατί εκεί υπήρχαν δυσκολίες. Έτσι τους είπαν, κι έφυγαν αυτά για τα όρια της πόλης. Κι άρχισαν να μαζεύουνε κι αυτά για τα βουνά τους, σκλάβους.
Εύκολη καθώς ήτανε η άγρα σκλάβων στα όρια της πόλης, οι νέοι ξεθαρρέψανε, και θέλησαν να κάνουνε γιουρούσι και πιο μέσα. Περίμεναν ν’ ακούσουνε βρισιές και βίαιη αντίσταση, όπως στους περιθωριακούς, που όμως στο τέλος τους κατάφερναν και τους νικούσαν. Μα τίποτα απ’ αυτά δεν συναντήσανε. Αντίθετα! Τους καλοδέχτηκαν οι μέσα άνθρωποι της πόλης. Με αγάπη τους φιλέψανε απ’ το υστέρημά τους. Και τους μιλήσανε σοφά, τους δώσαν και προμήθειες. Κι αμήχανοι δεν τόλμησαν την πόλη να κουρσέψουν. Γυρίσαν πάλι στα βουνά, μα σκέπτονταν την πόλη…
Όταν γυρίσανε ξανά στην πόλη που τους έστειλαν, προσπέρασαν με προσοχή τα σπίτια που ήταν στην άκρη. Και μπήκαν πάλι στα βαθιά, μα όχι για να κουρσέψουν. Μπήκανε να μιλήσουνε, να δούνε και να μάθουν. Γιατί αλλιώς τα λέγανε αυτοί που τους έστελναν, και αλλιώς τα έβρισκαν οι νέοι. Αντί για τη διαφθορά των περιθωριακών, έβλεπαν καλοσύνη και αγάπη. Αντί για ύβρεις, έβρισκαν ζεστασιά, συμβουλή και σοφία. Κι αντί για διεφθαρμένους υπουργούς, έβρισκαν αγίους! Έβρισκαν αυτά που οι πατέρες τους ποτέ δεν ενδιαφέρθηκαν να βρουν, εκεί στα όρια της πόλης που κατοικούσαν τότε. Και πάνω απ’ όλα, οι νέοι έβρισκαν ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!
Γύρισαν στα βουνά οι νέοι με μισή καρδιά και με άδεια χέρια. Και οι παλιοί τους έβρισαν, τους χτύπησαν και τους μαστίγωσαν! Τους απαγόρευσαν να ξαναμπούν βαθιά στην πόλη. Μα μόνο στα όρια θα έπρεπε να γυροφέρνουν, για να μαζεύουν περιθωριακούς. Και πολλοί απ’ αυτούς φοβήθηκαν, και συμμορφώθηκαν. Μα μερικοί δεν άντεχαν. Έβλεπαν πλέον τα βουνά με τη σωστή μορφή τους: Άγονα βράχια. Και έβλεπαν τους νόμους των βουνών, κι αυτούς με τη σωστή μορφή: Νόμους σκληρούς και άτεγκτους, ανάξιους γι’ ανθρώπους. Και ξέφυγαν, και έτρεξαν να μπουν ξανά στην πόλη.
Προσπέρασαν με σπουδή τα πρώτα σπίτια, και έψαξαν τους φίλους τους, αυτούς που είχαν γνωρίσει, τους πιο πιστούς του Βασιλιά, στα μέσα – μέσα σπίτια, στη φωταγωγημένη πόλη. Και ζήτησαν να γνωρίσουν τον Βασιλιά, και τους νόμους του. Ζητήσανε να μείνουνε στην πόλη, σε κάποιο σπίτι εκεί κοντά του.
Τότε οι φίλοι του Βασιλιά τους έλουσαν με νερό και τους καθάρισαν, και τους άλειψαν με λάδι, να είναι λαμπεροί. Και τους εισήγαγαν στον Βασιλιά. Κι εκείνος όχι μόνο τους καλοδέχτηκε, αλλά τους υιοθέτησε, και τους έδωσε λευκή στολή, και τους εκπαίδευσε στο νόμο, στον πόλεμο, στη σοφία και στην ελευθερία. Και τους έκανε αξιόμαχους, περισσότερο απ’ τους παλιούς συντρόφους τους. Και τους άφησε κατά την επιθυμία τους, ακόμα και να συναντούν παλιούς συντρόφους τους, που ακόμα ζούσαν στα βουνά.
Οι άνθρωποι των βουνών, καθώς τους είδαν τρόμαξαν. Και κρύφτηκαν στις σπηλιές και στα λαγούμια. Και προτίμησαν το σκοτάδι της σπηλιάς, παρά να βλέπουν τις λευκές στολές των πρώην συντρόφων τους που άστραφταν στο φως του ήλιου. Και στην αρχή κανένας δεν τολμούσε να τους συναντήσει. Όμως σιγά – σιγά, κάποιοι παλιοί γνωστοί ξεμύτισαν, και τους συνάντησαν. Φίλοι, γνωστοί, γονείς και συγγενείς.
Κι αυτοί τους μίλησαν με αγάπη για την πόλη τους, για τους ολόφωτους στενούς της δρόμους, για τους καλοσυνάτους ανθρώπους που ζούσαν στο κέντρο της πόλης κοντά στον Βασιλιά, και για τον Βασιλιά τους και τους νόμους της ελευθερίας του. Και δίδαξαν και στους γονείς τους, αυτά που εκείνοι όφειλαν να ξέρουν και να τους πουν, αντί να φύγουν στα βουνά. Και γύρισαν στην πόλη τους μαζί με φίλους και συγγενείς, όταν τους μίλησαν, ή τους θύμισαν την ελευθερία της ολόφωτης πόλης, και τη σοφία των νόμων της.
Και τότε όλα αντιστράφηκαν. Άνθρωποι των βουνών, αναζητούσαν τη σοφία και την ελευθερία της ολόφωτης πόλης. Και οι επαναστάτες των βουνών, έτρεμαν τη συνάντηση με τους πρώην φίλους τους, τους διέσυραν στους άλλους, τους φθονούσαν, και απαγόρευαν με νόμους την επαφή μαζί τους. Για να μη μάθουν οι υποτακτικοί τους τι σημαίνει ελευθερία, και τη ζωή κοντά στον Βασιλιά.
Έτσι και οι πρώην επαναστάτες, ξεχύθηκαν παντού έξω από την πόλη. Και έγραψαν σε κάθε βράχο, και σε κάθε οδό, και σε κάθε δένδρο για την ελευθερία και τους νόμους της πόλης τους, και τόσος ήταν ο ζήλος τους, που έγραψαν στα μέτωπά τους τ’ όνομα του Βασιλιά τους. Κι έτσι κανείς δεν ήταν δυνατόν να πει πως δεν τα είδε και δεν τα γνώρισε όλα αυτά. Και μέρα με τη μέρα, πυκνώνανε οι τάξεις τους, από μετανιωμένους ανθρώπους των βουνών, που λούζονταν με καθαρό νερό και αλείφονταν με λάδι, και έπαιρναν τη θέση τους κοντά στον Βασιλιά, παιδιά του υιοθετημένα. Κι όλοι μαζί ξεχύνονταν, όλο και περισσότεροι, να διαφημίσουν την ελευθερία τους στους ανθρώπους των βουνών.
Και έτσι, έξω από την πόλη, στις σκοτεινές σπηλιές και στα λαγούμια, με τον καιρό θα έμεναν μονάχα τα σκυλιά, και όποιος αγαπούσε κι ήθελε το ψεύδος (Αποκάλυψις 22/κβ: 15).
Ν. Μ.