Του Νίκου Ορφανίδη
Καθώς προσεγγίζουμε την παπαδιαμαντική λογοτεχνία των Χριστουγέννων, εισερχόμεθα απαλά στον τόπο του φωτός. Στον τόπο της Εκκλησίας, που είναι η σκέπη και η ανάπαυση όλων των ναυαγισμένων από τα δεινά και τα πάθη του βίου. Έτσι ο Παπαδιαμάντης μάς προσεγγίζει όλους τρυφερά και με αγάπη, αποκαλύπτοντάς μας τη μοναδική δυνατότητα σωτηρίας, που είναι ο Χριστός. Η ευδοκία και ευσπλαχνία του Θεού.
Όλα πλέον καθίστανται λαμπερά. Φωτεινά. Μέσα από τα παπαδιαμαντικά χριστουγεννιάτικα διηγήματα, προβάλλει ο τόπος του Χριστού.
Ο μυστικός τόπος της αγιασμένης Του Εκκλησίας. Είναι οι ναοί, που με το φως τους, άλλοτε απαλό και διακριτικό, με το ακοίμητο καντήλι που φωτίζει οικτιρμόνως τα σκότη, κι άλλοτε εορταστικό και χαρμόσυνο και πανηγυρικό, με τους πολυελαίους, μας υποδέχονται και μας αναπαύουν. Παίρνουν από πάνω μας όλη την αγωνία και τον πόνο και τη θλίψη και τον καημό. Είναι, ακόμα, μαζί με την Εκκλησία, η κοινότητα που μας υποδέχεται και μας φροντίζει, καθώς κοινωνούμε όλοι μαζί το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Είναι, τέλος, η πατρίδα μας, που συνοδεύει τις μνήμες μας, όπου κι αν είμαστε, και μας καλεί σε μεταστροφή βίου και επιστροφή. Μην ξεχνάμε πως ο άνθρωπος είναι πάντοτε ένας νοσταλγός. Γι’ αυτό και επιθυμεί την επιστροφή στον οικείο τόπο. Που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αγκάλη του Χριστού.
Στην αγκάλη αυτή δεν επιστρέφουν μόνον οι ασωτεύσαντες στον βίο τους, όπως ο μπαρμπα-Γιαννιός ο Έρωντας του διηγήματος «Ο Έρωτας στα χιόνια», αλλά και ο Αμερικάνος του ομώνυμου χριστουγεννιάτικου διηγήματος, όπως και ο χαμένος στην ξένη γη υιός της θεια-Αχτίτσας, της «Σταχομαζώχτρας», που όμως ενθυμείται και αποστέλλει, έστω και ελάχιστα χρήματα, για τις μέρες των Χριστουγέννων, ύστερα από πολλά χρόνια απουσίας και σιωπής, είναι ο μπαρμπα-Διόμας στην «Υπηρέτρα», που θαλασσοδέρνεται και θαλασσοπνίγεται, για να σωθεί και να επιστρέψει την ημέρα των Χριστουγέννων σώος και ασφαλής στην οικία του.
Είναι και οι ναυαγοί του διηγήματος «Στο Χριστό στο κάστρο», για να σταθώ σε κάποια ελάχιστα παραδείγματα. Στη «Σταχομαζώχτρα», μέσα από τα πάθη και τους καημούς του κόσμου τούτου, την ορφάνια, τη στέρηση, την απόλυτη πενία, προβάλλει η λαμπροφόρος ημέρα των Χριστουγέννων, μαζί με τη μεταστροφή και την προσδοκώμενη επιστροφή στους κόλπους της κοινότητας και της πατρίδας και της Εκκλησίας του χαμένου υιού.
Κατ’ ανάλογον τρόπο ο Αμερικάνος στο ομώνυμο διήγημα, εξόριστος και αυτός στον άξενο, τον εχθρικό τόπο της Δύσεως, επιστρέφει την ημέρα των Χριστουγέννων στο νησί του, επιζητώντας την ανάπαυση και τη θαλπωρή, που στερήθηκε, ζώντας, επί έτη πολλά, στην κατάσταση της ερημίας. Στην ξενιτιά της ψυχής. Και πάλι το φως το εορταστικό, που ενθυμίζει τον οίκο του πατρός, με την επιστροφή του Ασώτου Υιού. Έτσι και η οικία της μαραμένης μνηστής προβάλλει με την επιστροφή του μνηστήρος εξ Αμερικής, «κατάφωτος, με όλα τα παραθυρόφυλλα ανοικτά, με τας υέλους αστραπτούσας, με την θύραν συχνά ανοιγοκλειομένην, με δύο φανάρια ανηρτημένα εις τον εξώστην, …με χαρμοσύνους φωνάς και θορύβους».
Κατ’ ανάλογον τρόπο εισέρχεται την ημέρα των Χριστουγέννων στα αφηγηματικά τοπία και ο μπαρμπα-Διόμας, στο διήγημα «Υπηρέτρα», που παλεύει με τα κύματα και μέλπει μοναχικώς εκείνο το θλιβερόν άσμα, που μας μιλά για τα βάσανα του κόσμου: «Βασανισμένο μου κορμί τυραγνισμένα νειάτα». Που χάνεται και παλεύει με τα κύματα, που ναυαγεί, για να επιστρέψει στο σπίτι του την ημέρα των Χριστουγέννων.
Τέλος, «Στο Χριστό στο Κάστρο», βρεγμένοι και παγωμένοι, εισέρχονται στον ναό της του Χριστού Γεννήσεως ο παπα-Φραγκούλης και η συνοδεία του. Στην αγκαλιά του Χριστού, την ημέρα των Χριστουγέννων, καταφεύγουν και οι άλλοι ξένοι ναυαγοί του διηγήματος. Γι’ αυτό και ο ναός λαμπροφορεί και η καρδία των αισθάνεται «θάλπος και γλυκύτητα άφατον. Έτσι η Εκκλησία καθίσταται και παραμένει εις τον αιώνα τόπος καταφυγής και θαλπωρής, καθώς και σωτηρίας όλων των ναυαγισμένων υπάρξεων του κόσμου τούτου.