Μια νύχτα, που ήταν πανσέληνος, ο Άγιος Ευθύμιος, μόλις είχε τελειώσει τους μεσονυκτικούς του ύμνους στον Θεό και όπως συνήθιζε, έκανε προσκυνηματικές επισκέψεις στους ναούς.
Ξαφνικά, βλέπει σ’ έναν υπαίθριο χώρο, δύο ανθρώπους να κλέβουν σιτάρι από τις υπόγειες αποθήκες. Ο ένας έβγαζε από κάτω το σιτάρι,ενώ ο άλλος έπαιρνε πάνω σακιά και τα πήγαινε… σε μια γωνιά, όπου δεν θα τα έβλεπε κανείς.
Μόλις εκείνος ο σβέλτος σιτοκλέφτης πήρε είδηση τον Άγιο, το έβαλε στα πόδια, αφήνοντας τον σύντροφό του στον λάκκο. Τότε, ο θείος Ευθύμιος, επειδή θεώρησε,πως θα έκανε μεγάλο κακό, αν στερούσε από τους φτωχούς το αναγκαίο σιτάρι,και μάλιστα σε μια εποχή που το ψωμί ήταν τόσο σπάνιο, όσο και το χρυσάφι, αποφάσισε, να πάρει την θέση αυτού, που έφυγε. Συνέχισε λοιπόν ο άλλος να βγάζει το σιτάρι,χωρίς να ξέρει τίποτε,ενώ ο Άγιος το έπαιρνε και το μετέφερε.
Όταν πια, ο άνθρωπος εκείνος έβγαλε αρκετό σιτάρι και θέλησε ν’ ανέβει πάνω, ο Άγιος μέσα στο σκοτάδι,σκύβει και του λέει… Τί, θα φύγουμε και θ’ αφήσουμε εκείνα τα τυριά… και του έδειχνε συνάμα με το δάκτυλο τον τόπο… Και πού το ξέρεις εσύ αυτό; Άκουσα πριν από λίγο καιρό τον επίσκοπο, να το λέει, απάντησε ο Άγιος. Τότε ο άλλος βρήκε τον τόπο και πήρε, όσα τυριά ήθελε και τα παρέδωσε στον Άγιο.
Έπειτα πιάνοντας το χέρι που του έδωσε εκείνος, ανέβηκε πάνω.Και μόλις κατάλαβε,ποιός ήταν,έλιωσε από την ντροπή και την τρομάρα. Παραλυμένος από φόβο κυλίστηκε μπροστά στα πόδια του Αγίου. Μα εκείνος, τον χάιδεψε με καλοσύνη, τον σήκωσε από την γη, τον αγκάλιασε και είπε… Μην στεναχωριέσαι παιδί μου, νομίζοντας, πως έκανες κάτι τρομερό.
Γιατι τα πράγματα αυτά είναι δικά σου και του Θεού. Κι αν πήρες κάτι,από τα δικά σου τα πήρες και όχι από τα ξένα. Μα και πάλι, αν θελήσεις, έλα να πάρεις, ότι χρειάζεσαι! Κι εκείνος, ο σιτοκλέφτης μετανόησε κι έγινε υπόδειγμα στους άλλους χριστιανούς.