Είπε ένας Γέροντας: Τίποτε δεν παροργίζει τόσο τον Θεό και τίποτε δεν απογυμνώνει τόσο τον άνθρωπο από τη χάρη, ώστε να φτάσει και σε εγκατάλειψη από μέρους του Θεού, όσο το να κατηγορεί τον πλησίον του ή να τον κατακρίνει ή να τον εξουθενώνει.
Και είναι τόσο βαρύτερη η κατάκριση από κάθε άλλη αμαρτία, ώστε ο ίδιος ο Χριστός λέει: «Υποκριτή, βγάλε πρώτα το δοκάρι που έχεις στο μάτι σου και τότε θα δεις καθαρά για να βγάλεις το σκουπιδάκι πού βρίσκεται στο μάτι του αδελφού σου».
Παρομοίασε δηλαδή το αμάρτημα του πλησίον με το σκουπιδάκι, ενώ την κατάκριση με το δοκάρι.
Είναι τόσο κακό το να κατακρίνει κανείς, σχεδόν ξεπερνά κάθε αμαρτία.
Επομένως τίποτε δεν είναι βαρύτερο, αδελφοί μου, ούτε χειρότερο από το να καταδικάσουμε ή να εξουθενώσουμε τον πλησίον.
Γιατί να μην προτιμούμε να κατακρίνουμε τον εαυτό μας;
Και εννοώ τα κακά τα δικά μας που καλά τα γνωρίζουμε και για τα οποία πρόκειται να δώσουμε λόγο στον Θεό.
Γιατί αρπάζουμε το δικαίωμα της κρίσης του Θεού;
Τι θέλουμε από το πλάσμα του, τι θέλουμε από τον πλησίον;
Τι ζητάμε από τα βάρη του άλλου;
Έχουμε, αδελφοί, τι να φροντίσουμε. Ο καθείς ας προσέχει τον εαυτό του και τις δικές του κακίες.
Η εξουσία να δικαιώνει και να καταδικάζει, ανήκει μόνο στον Θεό, που γνωρίζει και την κατάσταση του καθενός και τη δύναμη, τον τρόπο της ζωής και τα χαρίσματά του, την ιδιοσυγκρασία και τις ικανότητές του, ανήκει στον Θεό που κρίνει ανάλογα με το καθένα απ’ αυτά, όπως ο ίδιος μόνος τα γνωρίζει.
Απόσπασμα από το «Μέγα Γεροντικό», τόμος β’, έκδοση Ιερό Γυναικείο Ησυχαστήριο «Το Γενέσιον της Θεοτόκου».