Ακάνθινο Στεφάνι: «Κύριε, ὁ ἀκάνθινος στέφανος πληγώνει τό κεφάλι Σου. Τοποθετημέ-να κυκλικά αὐτά τά ἀγκάθια μοιάζουν μέ τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώ-πων τίς συγκεντρωμένες καί τοποθετημένες τή μιά δίπλα στήν ἄλλη προκειμένου νά φορτωθοῦν ἐπάνω σου. ῞Ολες οἱ ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώ-πων δεμένες μαζί».
Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου
Ἀναφορά στόν ἀκάνθινο στέφανο γίνεται στά Συνοπτικά Εὐαγγέ-λια καί εἰδικότερα στόν Ματθαῖο , τόν Μάρκο καί τόν Ἰωάννη . Ὁμοίως καί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ Ὠριγένης, γράφουν περί τοῦ ἀκανθί-νου στεφάνου.
Ὁ ἀκάνθινος στέφανος, ὡς εἶναι φυσικό, ἀναφέρεται καί στή σχε-τική ὑμνολογία τῶν ἡμερῶν τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος: «Στέφανον ἐξ ἀκαν-θῶν περιτίθεται, ὁ τῶν Ἀγγέλων Βασιλεύς…» , «Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός, ἀτιμίαν δι’ ἡμᾶς ὑπέμεινε, τάς ἀκάνθας ἡ κεφαλή, ἡ ὄψις τά ἐμπτύσματα, αἱ σιαγόνες τά ῥαπίσματα, τό στόμα τήν ἐν ὄξει κερασθεῖσαν χολήν τῇ γεύσει,…» , «Ἐξέδυσάν με τά ἱμάτιά μου, καί ἐνέδυσάν με χλαμύδα κοκκίνην, ἔθηκαν ἐπί τήν κεφαλήν μου στέφανον ἐξ ἀκανθῶν, καί ἐπί τήν δεξιάν μου χεῖρα ἔδωκαν κάλαμον, ἵνα συντρίψω αὐτούς, ὡς σκεύη κεραμέ-ως» , «Χλαῖναν πορφυρᾶν καί ἐξ ἀκανθῶν στέφανον, Σωτήρ μου ἐνεδύσω ὡς βασιλεύς, παιζόμενος Λόγε, ὑπό τῶν παρανόμων, ὁ τῶν βασιλευόντων Βασιλεύς Ὕψιστος» , «Πρό τοῦ τιμίου σου Σταυροῦ, στρατιωτῶν ἐμπαιζόν-των σε Κύριε, αἱ νοεραί στρατιαί κατεπλήττοντο, ἀνεδήσω γάρ στέφανον ὕβρεως, ὁ την γῆν ζωγραφήσας τοῖς ἄνθεσι..» .
Τί ἀπέγινε ὅμως μετά τόν θάνατο τοῦ Ἰησοῦ ὁ ἀκάνθινος στέφα-νος ; Παραλήφθηκε ἀπό τούς Ἀποστόλους, ἀπό τόν Νικόδημο, ἀπό τόν Ἰωσήφ τῆς Ἀριμαθείας, ἤ ἀπό κάποιον ἄλλον εὐσεβή μαθητή Του; Καμ-μία ἀρχαία μαρτυρία δέν ἀπαντᾶ στό ἐρώτημα, μέ ἐξαίρεση ἕνα ἀρμενικό χειρόγραφο, τό ὁποῖο χρονολογεῖται τό 1227, ὅπου ἀναφέρεται ὅτι δύο κομμάτια τοῦ ἀκανθίνου στεφάνου μεταφέρθηκαν ἀπό τόν Εὐαγγελιστή Μάρκο ἀρχικά στήν Ἱσπανία καί ἀκολούθως στή Βενετία. Ὁ Ἀπόστολος Θαδδαῖος τά ἐναπέθεσε ἀργότερα στήν Ἀρμενία, στήν περιοχή Zarevante. Ὁ στέφανος παρέμεινε στή συνέχεια στόν «βράχο» ἐπί τοῦ ὁποίου μαρτύ-ρησε ὁ Ἀπόστολος. Τό ἐν λόγῳ ὅμως χειρόγραφο τοῦ ΙΓ΄ αἰώνα στηρίζεται σέ ἀξιόπιστες ἱστορικές πηγές ;
Οἱ μεταγενέστερες παραδόσεις πού ἀναφέρουν δωρεά τῆς Ἁγίας Ἑλένης, τό 327 μ.Χ., δύο ἀκανθῶν τοῦ στεφάνου στό ναό τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στή Ρώμη καί ἑνός κλάδου ἀκανθῶν στήν Τρέβη εἶναι ἀνεπιβεβαίωτες. Ἀναφορικά μέ τόν Τίμιο Σταυρό ὅμως, ἕνα ἔργο ὑπό τόν τίτλο «Περιγραφή τῶν ἀξιοθεάτων τῆς Ρώμης» (Mirabilia) τοῦ 1375 ἀναφέρει τήν ὕπαρξη στόν ἐν λόγῳ ναό ἕνδεκα ἀκανθῶν (οἱ ὁποῖες ὑπῆρχαν μέχρι τόν ΙΖ΄ αἰώνα. Οἱ δύο μεμονωμένες ἄκανθες, πού ἑνώθη-καν μέ τίς ἄλλες ἕνδεκα ἔκαναν τήν ἐμφάνισή τους μόλις τό 1375.
Ἡ πρώτη βέβαιη ἀναφορά πού διαθέτουμε σχετικά μέ τήν ὕπαρξη τοῦ ἀκανθίνου στεφάνου ἀνάγεται περί τό 409, ἔτος κατά τό ὁποῖο ὁ ἅγιος Παυλῖνος τῆς Νόλης , ἀναφέρει μεταξύ τῶν ἱερῶν λειψάνων, πού οἱ προ-σκυνητές προσέρχονταν γιά νά τιμήσουν στούς Ἁγίους Τόπους, τόν ἀκάν-θινο στέφανο . Περί τό 530, συμφώνως μέ τίς μαρτυρίες τοῦ Θεοδοσίου , ὁ ἀκάνθινος στέφανος βρισκόταν στή Βασιλική τῆς Σιών στήν Ἱερουσαλήμ, ὅπου καί παρέμεινε τουλάχιστον μέχρι τό ἔτος 570, συμφώνως πρός τήν μαρτυρία τοῦ Ἀνωνύμου τῆς Πλακεντίας (ὁ ὁποῖος ὀνομάσθηκε μεταγενέ-στερα λόγῳ συγχύσεως μάρτυρας Ἀντωνῖνος) . Πρό τοῦ ἔτους 575, ὁ Κασ-σιόδωρος (490-583) στό ἑρμηνευτικό του ὑπόμνημα στούς Ψαλμούς, ἀνα-φερόμενος στήν Ἱερουσαλήμ ἀναφωνεῖ: «Ἐκεῖ ὁ στύλος (τῆς πίστεως), ἐκεῖ ὁ ἀκάνθινος στέφανος!» . Περί τό 590, ὁ ἅγιος Γρηγόριος τῆς Τούρ ἀναφέ-ρεται σέ αὐτόν, χωρίς ὅμως νά διευκρινίζει τόν τόπο φυλάξεώς του. Ἀνα- φέρει ὅμως ὅτι οἱ ἄκανθες ἦταν καταπράσινες καί χλωρές καί ἔδιναν τήν ἐντύπωση ὅτι πρασίνισαν ἐκ νέου χάρις σέ κάποια θεϊκή δύναμη . Τό ἔρ- γο Breviarus de Jérusalem , τό ὁποῖο συνήθως χρονολογεῖται τόν ΣΤ΄ αἰώνα, μολονότι ὁ Mély θεωρεῖ ὅτι πρέπει νά χρονολογηθεῖ μετά τό 670, ἐπιβε- βαιώνει τήν ὕπαρξη ἀκανθίνου στεφάνου στή βασιλική τῆς Σιών. Ὁ ἀκάν-θινος στέφανος ἀναφέρεται ὡς εὑρισκόμενος πάντοτε στήν Ἱερουσαλήμ σέ ἕνα κείμενο τό ὁποῖο ἀποδίδεται στόν ἱερομόναχο Ἐπιφάνιο τόν Ἁγιο-πολίτη, συνταχθέν στίς ἀρχές τοῦ ΙΑ΄ αἰώνα. Στήν πραγματικότητα ὅμως, τό χωρίο τοῦ κειμένου, τό ὁποῖο περιγράφει τήν Ἱερουσαλήμ, ὅπου καί ἡ ἀναφορά στόν ἀκάνθινο στέφανο, δέν εἶναι ἔργο τοῦ ἀνωτέρω ἱερομονά-χου, ἀλλά φαίνεται νά ἀνάγεται προγενένεστερα, περί τά τέλη τοῦ Η΄ αἰώνα . Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἀγνοεῖ τήν ὕπαρξη ἀκανθίνου στεφάνου τό 726 , χωρίς αὐτό νά σημαίνει ὅτι εἶχε ἤδη μεταφερθεῖ ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ. Πράγματι, ὁ ἱερομόναχος Βερνάρδος τόν ἀναφέρει λίγο πρό τοῦ ἔτους 870 ὡς κρεμάμενο στόν ἀνεγερθέντα στό ὄρος τῆς Σιών ναό τοῦ ἁγίου Συμεών . Κατά τό Χρονικόν τοῦ Νέστορος ὁ αὐτοκράτωρ Λέων ΣΤ΄ ἐπέδειξε στούς Ρώσους πρεσβευτές, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί ὁ πρίγκηπας Ὄλεγκ, διάφορα λείψανα, ἀνάμεσά τους καί τόν ἀκάνθινο στέ-φανο. Ἄν δέν πρόκειται γιά μεταγενέστερη προσθήκη, τό χωρίο ἀποτελεῖ τήν παλαιότερη μαρτυρία γιά τήν παρουσία τοῦ ἐν λόγῳ λειψάνου στήν Κωνσταντινούπολη . Ὁ αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος Ζ΄ ὁ Πορφυρογέννη-τος (913-959), σέ μία δημηγορία του πρός τά στρατεύματά του πού ἐπιχει-ροῦσαν στήν Μ. Ἀσία, ἀναφέρει διάφορα λείψανα τά ὁποῖα φυλάσσονταν στήν Κωνσταντινούπολη . Δέν ἀναφέρει ρητῶς τόν ἀκάνθινο στέφανο, μολονότι στό τέλος τοῦ καταλόγου ἀναφέρεται καί σέ ἄλλα λείψανα τῶν Ἀχράντων Παθῶν. Ἐάν ὅμως σέ αὐτά συμπεριλαμβανόταν ὁ ἀκάνθινος στέφανος θά τύχαινε ἰδιαίτερης ἀναφορᾶς. Ὅταν ὁ ἀκάνθινος στέφανος ἀποσπάσθηκε ἀπό τό ὄρος τῆς Σιών, στήν Ἱερουσαλήμ παρέμεινε ἕνα μι-κρό κομμάτι του, τό ὁποῖο γιγάντωνε τήν εὐσέβεια τῶν πιστῶν τουλάχι-στον μέχρι τό τέλος τῶν Σταυροφοριῶν (1270), ἀκόμη καί μεταγενέστερα, καθώς ἀναφέρεται ἀφιέρωμα σέ αὐτόν περί τό 1593.
Ὁ Ἀκάνθινος Στέφανος στήν Κωνσταντινούπολη.
Ὁ βυζαντινός αὐτοκράτορας Ἰωάννης Τσιμισκῆς σέ ἐπιστολή του, τό 975, ἀναφέρει τά ἱερά λείψανα πού ἀνακάλυψε στούς Ἁγίους Τόπους καί πῆρε μαζί του στή Βασιλεύουσα. Ἐντούτοις, δέν κάνει καμμία ἀναφορά στόν ἀκάνθινο στέφανο. Ὁ Mély, ἐπί τῇ βάσει αὐτῆς τῆς μαρτυρίας, συ-μπέρανε ὅτι ἡ μεταφορά του ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ στήν Κωνσταντινού-πολη ἔλαβε χώρα μεταξύ τοῦ 975 καί τοῦ 1098 . Ὅπως γράφει καί ὁ Riant: «Ἡ Λόγχη, ἴσως καί ὁ ἀκάνθινος στέφανος καί ἄλλα σημαντικά ἱερά λεί-ψανα, μεταφέρθησαν κατά τά ἀραιά μεσοδιαστήματα κατά τά ὁποῖα οἱ Ἅγιοι Τόποι ὑπήχθησαν, ἄν ὄχι ὑπό τήν ἑλληνική κατοχή, τουλάχιστον ὑπό τήν πολιτική διοίκηση τῶν Ἑλλήνων, ὅπως γιά παράδειγμα τό 975 ἐπί Ἰωάννου Τσιμισκῆ, ἤ πάλι κατά τήν ἀνοικοδόμηση τοῦ Παναγίου Τάφου ὑπό τοῦ Κων-σταντίνου Θ΄ τό 1048 καί, κυρίως, μετά τήν ἐξαγορά τῆς πόλεως ἀπό τόν Κωνσταντῖνο Ι΄ Δούκα τό 1063» . Ὁ Mély θεωρεῖ ἐλάχιστα πιθανό τό ἔτος 975.
Ἡ χρονολογία πού ταιριάζει καλύτερα γιά τή μεταφορά τοῦ ἀκαν-θίνου στεφάνου εἶναι τό 1063, καθώς μετά ἀπό αὐτό τό ἔτος δέν ἀναφέρε-ται ἀπό τούς προσκυνητές τῶν Ἁγίων Τόπων, ὅπως γιά παράδειγμα ἀπό τόν ρῶσο ἡγούμενο Δανιήλ, πού εἶχε ἐπισκεφθεῖ τήν Ἱερουσαλήμ τό 1106. Ἡ εὑρισκόμενη ὅμως σήμερα στό Limbourg sur la Lahn τῆς Γερμανίας Σταυροθήκη χρονολογεῖται περί τό 970 καί εἶναι ἔργο πού κατασκευάσθη-κε στήν Κωνσταντινούπολη . Μεταφέρθηκε στή Γερμανία ἀπό τόν ἱππό-τη Heinrich von Ulmen μετά τήν Δ΄ Σταυροφορία . Περιέχει ἕνα μέρος τῶν ἀκανθῶν, γεγονός πού μᾶς κάνει νά ὑποθέσουμε ὅτι ὁ ἀκάνθινος στέφανος ἔφθασε τότε στήν Κωνσταντινούπολη. Ἀλλά καί τό Χρονικόν τοῦ Νέστορος, ἄν δέν ἔχει παραποιηθεῖ, μᾶς ὑποχρεώνει νά ἀναγάγουμε τήν ἡμερομηνία μεταφορᾶς τοῦ ἀκανθίνου στεφάνου ἀπό τήν Ἱερου-σαλήμ στήν Κωνσταντινούπολη τουλάχιστον τό ἔτος 912.
Συνεπῶς, ὁ ἀκάνθινος στέφανος μεταφέρθηκε στήν Κωνσταντινού-πολη ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ πιθανῶς μεταξύ τῶν ἐτῶν 870 καί 912. Τί πρέ-πει νά ὑποθέσουμε, λοιπόν, γιά τίς ἄκανθες πού ἀναφέρονται προγενέ-στερα ἀπό αὐτήν τήν χρονολογία καί ὑποτίθεται ὅτι προέρχονταν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη; Μπορεῖ νά ὑπῆρχαν ὁρισμένες ἄκανθες στή Βα-σιλεύουσα καί πρίν ἀπό αὐτήν τήν χρονολογία; Φαίνεται ὅμως ὅτι στήν πλειονότητα τῶν περιπτώσεων τά ἱερά λείψανα, πού ὑποτίθεται ὅτι προ-έρχονταν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, στήν πραγματικότητα προέρχον-ταν ἀπό τά Ἱεροσόλυμα.
Ὁ Νικόλαος Μεσαρίτης, πού ἦταν σκευοφύλακας τοῦ ναοῦ, ἀναφέρει τόν ἀκάνθινο στέφανο στήν ἐκκλησία τῆς Θεοτόκου τοῦ Φάρου , πλησίον τοῦ Παλατιοῦ τοῦ Βουκολέοντος. Σύμφωνα μέ τήν μαρτυρία του: «Ὁ ἀκάνθινος στέφανος…εἶναι πράσινος, ἀνθισμένος, σχεδόν ἀνέπαφος. Δέν εἶναι τραχύς, ἀλλά λεῖος καί πολύ ἁπαλός. Οἱ βλαστοί του δέν ἦταν ὅπως τῶν βάτων, στά ὁποῖα πιάνονται τά ἐνδύματα καί σχίζονται ἀπό τά ἀγκάθια τους. Ὁμοιάζουν περισσότερο μέ τά ἀντίστοιχα φυτά τοῦ Λιβάνου, μέ τούς κίτρινους εὐλύγιστους βλαστούς τῆς λυγαριᾶς» .
Ὁ Ἀκάνθινος Στέφανος ὡς ἐνέχυρο στά χέρια τῶν Σταυροφόρων.
Τό 1239, ὁ Βαλδουΐνος ὁ Β΄ τοῦ Courtenay, λατίνος αὐτοκράτορας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὑπό τήν ἀντιβασιλεία τοῦ πεθεροῦ του, Ἰωάννου Βρυεννίου, πῆγε στή Δύση γιά νά παρακαλέσει τόν Πάπα Γρηγόριο Θ΄ καί τούς ρωμαιοκαθολικούς ἡγεμόνες (μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ Λουδοβίκος ὁ Θ΄) γιά βοήθεια σέ ἀνθρώπους καί χρήματα, καθώς ἡ κατάσταση στήν Κωνσταντινούπολη ἦταν κρίσιμη. Κατά τήν ἀπουσία του ἀπέθανε ὁ Ἰωάν-νης Βρυέννιος (23 Μαρτίου 1237) καί οἱ ἀριστοκράτες τῆς Πόλης, οἱ ὁποῖοι ἐκτελοῦσαν χρέη ἀντιβασιλέων τῆς αὐτοκρατορίας, λόγῳ τῆς ἀνάγκης τους νά δανεισθοῦν χρήματα, ἔβαλαν ὡς ἐνέχυρο τόν ἀκάνθινο στέφανο ἔναντι 13.134 χρυσῶν νομισμάτων , μέ τήν ἀκόλουθη κατανομή δανείου: ὁ ἐπικεφαλῆς τῆς κοινότητας τῶν Βενετῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως Al-bertino Morosini 4.175, ἡ ἡγουμένη τῆς μονῆς τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς ἤ τῆς μονῆς Περιβλέπτου τῆς Κωνσταντινουπόλεως 4.300, οἱ δύο Βενετοί ἀρι- στοκράτες Nicolas Cornaro, Pierre Zianni 2.200 καί πολλοί Γενουάτες 2. 459 .
Στό μεταξύ, ὁ Βαλδουΐνος ὁ Β΄, ὁ ὁποῖος εἶχε πληροφορηθεῖ τήν κα-τάσταση, πρότεινε στόν Λουδοβίκο Θ΄νά ἀγοράσει τόν ἀκάνθινο στέφανο. Ὁ βασιλέας δέχθηκε ἀμέσως τήν πρότασή του καί ἀπέστειλε δύο δομινι-κανούς μοναχούς, τούς Ἰάκωβο καί Ἀνδρέα de Longjumeau, προκειμένου νά παραλάβουν τόν ἀκάνθινο στέφανο (ὁ Ἀνδρέας de Longjumeau ὑπῆρξε ἡγούμενος δομινικανῆς μονῆς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, συνεπῶς εἶχε τήν εὐκαιρία νά προσκυνήσει τόν ἀκάνθινο στέφανο). Οἱ δύο μοναχοί συ-νοδεύθηκαν ἀπό ἕναν ἀπεσταλμένο τοῦ βασιλέα Βαλδουΐνου Β΄, τόν ἱππό-τη Nicolas de Sorel, κομιστή ἐπιστολῶν τοῦ αὐτοκράτορα πρός τούς ἀρι-στοκράτες τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἐν τῷ μεταξύ, καθώς ἡ ἡμερομηνία ἀποπληρωμῆς τοῦ δανείου τῶν ἀριστοκρατῶν ἐξέπνευσε, στίς 4 Σεπτεμ-βρίου 1238 ἐξασφάλισαν τό ἀπαραίτητο ποσό γιά τήν ἀποπληρωμή ἀπό τόν Βενετό πατρίκιο Nicolas Quirino, πετυχαίνοντας μία νέα παράταση ὀκτώ ἤ δέκα μηνῶν, διάστημα μετά τήν παρέλευση τοῦ ὁποίου τό ἱερό λείψανο, εὑρισκόμενο πάντοτε στόν ναό τοῦ Παντοκράτορος τῆς Κων-σταντινουπόλεως, θά περιερχόταν στήν κυριότητα τοῦ δανειστῆ . Οἱ νέοι ὅροι ὑπογράφηκαν ἀπό τόν Anseau de Cayaeux (ἀντιβασιλέα ἐκείνη τήν ἐποχή) καί τούς Narrion de Toucy, Villaid’ Aulnoy (στρατάρχη τῆς αὐτο-κρατορίας), Gérard de Struens καί Milon Tirel (συμβούλους τοῦ αὐτοκράτο-ρα) . Τόν Δεκέμβριο κατέφθασαν στήν Κωνσταντινούπολη οἱ ἀπεσταλ-μένοι τοῦ Λουδοβίκου Θ΄.
Μία νέα πράξη ὑπογράφηκε ἀπό τούς ἴδιους ἀριστοκράτες (μέ ἐξαίρεση τον Anseau de Cayaeux, ὁ ὁποῖος πιθανόν στό μεσοδιάστημα ἀπέθανε), μέ τήν ὁποία ζητοῦσαν ἀπό τόν Nicolas Quirino νά ἐπιστρέψει τό ἱερό λεί-ψανο στούς τρεῖς ἀπεσταλμένους ἔναντι ἐξόφλησης τοῦ χρέους . Ἀκολου-θώντας τούς ἀνωτέρω ὅρους, οἱ ἀπεσταλμένοι Γάλλοι δομινικανοί ἀνα-χώρησαν στίς 25 Δεκεμβρίου 1238 γιά νά συνοδεύσουν τό ἱερό κειμήλιο στή Βενετία, ἀπ’ ὅπου θά τό ἐλάμβαναν ὑπό τήν κατοχή τους μόλις θά ἐξοφλεῖτο τό χρέος. Τό λείψανο μεταφέρθηκε διά πλοίου στή Βενετία μέ συνοδεία Γάλλων ἀριστοκρατῶν καί Βενετῶν πολιτῶν. Παρά τήν κακοκαιρία καί τίς προσπάθειες τοῦ Ἕλληνα αὐτοκράτορα τῆς Νικαίας Ἰωάννη Βατάτζη, ὁρκισμένου ἐχθροῦ τῆς λατινικῆς αὐτοκρατο-ρίας, νά τό πάρει πίσω, κατάφεραν νά φθάσουν στή Βενετία χωρίς ἀπώλειες καί νά τό ἐναποθέσουν στό θησαυροφυλάκιο τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μάρκου τῆς Βενετίας .
Ἀφήνοντας πίσω τόν μοναχό Ἀνδρέα γιά νά φυλάσσει τό ἱερό λείψανο, ὁ Ἰάκωβος de Longjumeau, συνοδευόμενος ἀπό ἀπεσταλμένους τοῦ αὐτοκράτορα, μετέβη ἄμεσα στή Γαλλία προκειμένου νά ἀνακοινώσει τά ἀποτελέσματα τῆς ἀποστολῆς του καί νά παραλάβει τό ἀπαιτούμενο ποσό γιά τήν ἐξόφληση τοῦ χρέους. Ἡ ἀποπληρωμή τοῦ χρέους ἐπι-τεύχθηκε τίς ἑπόμενες ἡμέρες (ἕνα μέρος του, καθώς οἱ ἀπεσταλμένοι δέν ἔλαβαν παρά 10.000 ἀπό τά 13.314 χρυσά νομίσματα). Οἱ σφραγῖδες πού κάλυπταν τό ἱερό λείψανο συγκρίθηκαν μέ αὐτές πού εἶχαν σφραγισθεῖ οἱ ἐπιστολές τῶν ἀριστοκρατῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ἀναγνω-ρίσθηκαν ὡς αὐθεντικές. Μεταξύ Ἰανουαρίου καί Μαΐου τοῦ 1239, ὁ Λουδοβίκος ὁ Θ΄ ἔγραψε ἐπιστολή πρός τόν Φρειδερίκο Β΄ προκειμένου νά τοῦ ζητήσει ἄδεια διελεύσεως καί προστασία τῶν μεταφερόντων τό ἱερό κειμήλιο. Ἡ ἐν λόγῳ ἐπιστολή ἀποδεικνύει ὅτι ἡ μεταφορά τοῦ ἀκανθίνου στεφάνου ἔγινε διά μέσου τῆς βόρειας Ἰταλίας καί τῆς Γερμανίας. Στίς 23 καί ὄχι στίς 29 Φεβρουαρίου, οἱ μεταφορεῖς του βρέθηκαν στό Vercelli τῆς Ἰταλίας . Ὅταν ἔφθασαν στήν Τρουά ἔστειλαν ἀγγελιαφόρους στόν βασι-λέα γιά νά τόν εἰδοποιήσουν γιά τήν ἔλευση τοῦ λειψάνου σέ αὐτήν τήν πόλη.
Ὁ Ἀκάνθινος Στέφανος στά χέρια τῶν Γάλλων.
Ὁ βασιλεύς τῆς Γαλλίας ἔσπευσε νά τούς συναντήσει, συνοδευο-μένος ἀπό τήν μητέρα του καί τούς ἀδελφούς του, Robert d’Artois, Alphon-se de Poitiers, Charles d’Anjou, τόν ἀρχιεπίσκοπο τῆς Sens, Gautier Cornut, τόν ἐπίσκοπο τοῦ Puy, Bernard de Montaigu , καί ἄλλους ἀριστοκράτες καί ἱππότες. Πράγματι, ἡ βασιλική πομπή ὑποδέχθηκε τό ἱερό κειμήλιο στήν πόλη Villeneuve- l’Archevêque τήν 10η Αὐγούστου. Ἀφοῦ τό παρέλα-βαν στό φρούριο Maulny le Repos (ἤ ἀλλιῶς Reposoir ), ταυτοποήθηκαν ὡς αύθεντικές οἱ σφραγῖδες, μέ τίς ὁποῖες εἶχε σφραγισθεῖ τό ξύλινο κιβώτιο πού μετέφεραν οἱ δύο δομινικανοί μοναχοί, ἀνοίχθηκε τό κιβώτιο καί ἐντός του βρισκόταν μία ἀσημένια κασετίνα, σφραγισμένη μέ σφραγῖδες τῶν ἀριστοκρατῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Οἱ σφραγῖδες ἐξετάσθηκαν καί ἀναγνωρίσθηκε ἡ γνησιότητά τους, τίς ἔσπασαν, ὅπως καί αὐτές τοῦ Δόγη τῆς Βενετίας πού εἶχαν προστεθεῖ γιά μεγαλύτερη ἀσφάλεια, καί βρῆκαν ἐντός μία χρυσή λάρνακα, ἡ ὁποία περιεῖχε τό ἱερό λείψανο. Ἡ λάρνακα ἀνοίχθηκε καί ὁ ἀκάνθινος στέφανος ἐπιδείχθηκε σέ ὅλους τούς παρισταμένους. Μετά ἀπό τίς δέουσες προσευχές, ἡ λάρνακα καί ἡ κασετίνα, ἐντός τῆς ὁποίας βρισκόταν ὁ στέφανος, σφραγίσθηκαν ἐκ νέου μέ τή σφραγίδα τοῦ Γάλλου βασιλέα αὐτή τή φορά. Τήν ἑπομένη, τήν 11η Αὐγούστου, ὁ ἀκάνθινος στέφανος μεταφέρθηκε στή Sens διά λαμ-πρῆς λιτανείας. Ἡ πομπή σταμάτησε στήν εἴσοδο τῆς πόλεως καί ὁ βα-σιλεύς ἀσκεπής καί ἀνυπόδητος, φορώντας μόνον ἕνα λευκό χιτώνα, παρέλαβε τό ἱερό λείψανο ἐπί ἑνός φορτείου καί τό μετέφερε ἐπί τῶν ὤμων του μαζί μέ τόν μεγάλο ἀδελφό του, Robert d’Artois. Μετά τό Κονκορδάτο τοῦ 1801 , ὁ ἀκάνθινος στέφανος, τμῆμα τοῦ Τιμίου Ξύλου καί ἕνας ἧλος (καρφί) τῆς Σταυρώσεως ἐναπετέθησαν, τό 1806, στόν ναό τῆς Παναγίας τῶν Παρισίων, ὅπου ἐκτίθενται σέ προσκύνηση τήν πρώτη Παρασκευή κάθε μήνα καί κάθε Παρασκευή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακο-στῆς.