Ευχή: Δεν είναι βέβαια δυνατόν να δούμε εν πλάτει όλα όσα θαυμάσια μας λένε, στον περιορισμένο χώρο αυτής της σύντομης παρουσιάσεως αυτού του μεγάλου θέματος.
Στο παρόν κείμενο θα χρειαστεί να επικεντρώσουμε τη προσοχή μας σε θέμα, το οποίο είναι, πιστεύουμε, σημαντικό ως εισαγωγική πρόσβαση στο χώρο της θεολογίας…
όπου κατά τη πατερική διδαχή θεολογία είναι η ανάβαση του ανθρώπου προς το Θεό. Και ως οδός, αλλά και ως «χώρος» της αληθινής θεολογίας ορίζεται η προσευχή, η οποία αποτελεί «ανάβασιν νου προς Θεόν».
(Νείλος ο Ασκητής, Λόγος περί προσευχής)
Και η προσευχή αυτή είναι η λεγόμενη μονολόγιστη προσευχή. Στον περίφημο Περί προσευχής λόγο του Νείλου του Ασκητού, που περιλαμβάνεται στη γνωστή μας Φιλοκαλία (οι ειδικοί τον αποδίδουν στον Ευάγριο τον Ποντικό, ασκητικό συγγραφέα) σημειώνεται η σημαντικότατη για το θέμα μας φράση: «Eι θεολόγος ει, προσεύξη αληθώς? και ει αληθώς προσευχή, θεολόγος ει».
Με άλλα λόγια: «Αν είσαι θεολόγος, θα προσευχηθείς. Και αν προσεύχεσαι αληθινά, είσαι θεολόγος». Και σε άλλο σημείο λέει: «Αν προσεύχεσαι, αληθινά και σωστά, θα βρεις πολλή εσωτερική πληροφορία. Και θα έρθουν μαζί σου άγγελοι, όπως και στον Δανιήλ, και θα σε φωτίσουν για να κατανόησης τους λόγους των πραγμάτων». Με τους λόγους αυτούς και μόνο υπογραμμίζεται ιδιαίτερα η σημασία της προσευχής ως σημαντικότατου μέσου για την είσοδό μας στο χώρο της θεολογίας. Μερικά ουσιώδη στοιχεία της θα επιχειρήσουμε να δούμε στη συνέχεια.
* * *
Η μονολόγιστη προσευχή, που οφείλει το όνομα της στη χαρακτηριστική συντομία της, λέγεται: προσευχή του Ιησού, νοερά προσευχή, καρδιακή προσευχή, καθαρά προσευχή κλπ.
Η προσευχή αυτή ταιριάζει προ πάντων στο σημερινό πολυάσχολο άνθρωπο, όποια κι αν είναι η κύρια απασχόλησή του και τυχόν άλλες δευτερεύουσες. Είναι η προσευχή, που μπορεί να πραγματοποιείται πάντοτε από το καθένα μας και να προσαρμόζεται σε κάθε τόπο και τρόπο. Όλες οι θείες ενέργειες αποτελούν τη ρίζα και τη πηγή των όντων και πραγμάτων.
Για τον άνθρωπο όμως υπάρχει κάτι βαθύτερο και καταπληκτικότερο. Πρέπει ο άνθρωπος να γίνει μέχρι και αυτή τη δομή και το ρυθμό του σώματός του, μέχρι την τελευταία του ίνα, ναός του Παναγίου Πνεύματος. «Ουκ οίδατε ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν Αγίου Πνεύματος έστιν, ου έχετε από Θεού και ουκ έστε εαυτών; Δοξάσατε δη τον Θεόν εν τω σώματι υμών και εν τω πνεύματι υμών, ατινά έστι του Θεού»(Α Κορ. ς” 19, 20).
Για το θέμα μας έχουν βασική σημασία ο ρυθμός της αναπνοής μας και η καρδιά μας. Και καλούνται να παίξουν σημαντικότατο ρόλο για τη διάχυση της χάριτος σε όλη μας την ύπαρξη. Υπάρχει μια πραγματική αντιστοιχία ανάμεσα στην αναπνοή μας και στην πνοή του Θεού. Η ανθρώπινη αναπνοή αποτελεί σύμβολο και όχημα της θείας πνοής. Η ίδια αντιστοιχία υπάρχει ανάμεσα στη καρδιά μας και τον Ιησού Χριστό. Η καρδιά αποτελεί το κέντρο της υπάρξεώς μας. Και λέγοντας καρδιά δεν πρέπει να εννοούμε μόνο τη σωματική καρδιά, αλλά και την πνευματική, που είναι έδρα και κέντρο του πνεύματός μας. Η καρδιά μας φωτίζει όλη την ύπαρξη και χάρις σ” αυτήν λειτουργεί και σωματικά και πνευματικά.
Αντίστοιχα ο Ιησούς Χριστός είναι το κέντρο του πνευματικού του Σώματος που λέγεται Εκκλησία. Από αυτό το κέντρο αναβλύζουν ως από αενάως ακένωτη πηγή το φως και η χάρη στην Εκκλησία, αλλά και σε ολόκληρο το σύμπαν, αφού «πάντα δι” αυτού εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονε» (Ιω. α” 3). Με την καρδιά συνάπτεται το αίμα.
Και το αίμα αντιστοιχεί προς το αρχέγονον ύδωρ, που διαποτίζεται από το πυρ του Αγίου Πνεύματος. «Και Πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος» (Γεν. α” 2). Επίσης το αίμα είναι κόκκινο σαν τη φωτιά και θερμό. Και, όπως είναι γνωστό, στην Εκκλησία μας κοινωνούμε το θερμό αίμα του Κυρίου. Γι” αυτό μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων προστίθεται στο άγιο Ποτήριο το ζέον ύδωρ, που συμβολίζει τη «ζέσιν Πνεύματος Αγίου».
Έτσι βλέπουμε να καθορίζεται στην ορθόδοξη πνευματικότητα η σχέση πνοής – καρδιάς και Πνεύματος Αγίου. Δεν χρειάζεται όμως να ζητούμε στα ζητήματα αυτά μια επεξήγηση ή κατανόηση σύμφωνα με την οριζόντια ανθρώπινη επιστήμη, που ασχολείται με αίτια και αιτιατά. Τα θέματα αυτά αποτελούν αντικείμενο γνώσεως άλλου επιπέδου και άλλης κατευθύνσεως. Αυτά τα κατανοεί κανένας στο βαθμό, που μπορεί να τα χωρέσει η περιορισμένη ανθρώπινη φύση μας κατά γνώση πνευματική, κάθετο και υπερφυή, που έχει τους δικούς της νόμους και τη δική της λογική.
Και αυτό οπωσδήποτε με τη βοήθεια του θείου φωτός εν Πνεύματι Αγίω. Με την καρδιά συνάπτεται ο νους και η διάνοια μας. Κατά την πατερική αντίληψη έδρα του νου είναι η καρδιά, και ο νους δεν είναι μόνο η λογική ενέργεια, αλλά και η βουλητική και συναισθηματική με έδρα πάντα την καρδιά. Ο νους ενεργεί προς τα έξω, διαχέεται και διασκορπίζεται. Στη φυσική του δε κατάσταση θα βρίσκεται μόνο με την επιστροφή του στο κέντρο του, στην καρδιά του, οπότε μεταπηδά από το παρά φύσιν, στο οποίο τώρα βρίσκεται, στο κατά φύσιν του. Όταν ο νους επιστρέψει πίσω στην καρδιά και ενωθεί μαζί της, τότε και η καρδιά γίνεται το κατάλληλο όργανο για ολοκληρωμένη υπαρξιακή γνώση, γνώση ολοτελή και παμμερή. Γι” αυτό και δεν είναι γνώση ξερή, διανοητική, ξένη ως προς το γινωσκόμενο, αλλά γνώση αγαπητική. Γιατί μόνον η αγάπη αποτελεί την αποκλειστική γνωστική δύναμη, την ενοποιό και συνδέουσα γνωστικό υποκείμενο και γινωσκόμενο αντι(ή υπο-)κείμενο. Και αυτό σημαίνει μεταφορά του όλου ανθρώπου μέσα στο φως της θεϊκής γνώσεως εν Πνεύματι Αγίω.
γ. Ευσέβιος Βίτης
Ο Θεός με τη θεία του πνοή, δηλαδή το Άγιο Πνεύμα, έδωσε ζωή στο άψυχο ανθρώπινο σώμα του ανθρώπου. Το ίδιο επαναλαμβάνεται πνευματικά και τώρα. Όταν αφυπνισθεί ο άνθρωπος και αντιληφθεί «πόθεν έρχεται και πού υπάγει», αισθάνεται, ότι μόνο με τη ζωοποιό χάρη του Αγίου Πνεύματος μπορεί να μεταμορφωθεί το «ψυχικόν σώμα» του σε «πνευματικόν σώμα» (Α” Κορ. ιε”,44) ήδη από τη παρούσα ζωή.
Αφετηριακή ενέργεια του Θεού ως προς τον άνθρωπο στο σημείο αυτό είναι το ότι πλάσθηκε «κατ” εικόνα και καθ” ομοίωσιν» του Θεού. Με την πτώση του όμως «αχρειώθη» το «κατ” εικόνα» στον άνθρωπο. Αυτή δε η εικόνα αποκαταστάθηκε διά του Ιησού Χριστού. Η σπουδαιότητα και η μοναδικότητά της έγκειται στο γεγονός της συνειδητοποιήσεως εκ μέρους μας της ενσωματώσεως μας σ” Αυτόν, που ξανανοίγει για μας την θεανδρική οδό του αγιασμού και της τελειώσεώς μας.
Και η επίκληση είναι: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέ ησον με τον αμαρτωλόν». Καιρός να επιχειρήσουμε μια πολύ σύντομη θεολογική ανάλυσή της. Σε όλες τις θρησκείες η επίκληση του ονόματος του Θεού παρουσιάζεται να έχει ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα και σημασία, γιατί το όνομα είναι φορέας μιας ζωντανής και δρώσης παρουσίας. Λίγο διαφορετικότερα έχουν τα πράγματα στο χώρο της Παλαιάς Διαθήκης (Π.Δ.).
Η Π.Δ. αποκαλύπτει τον ζώντα Θεό στην καταναλίσκουσα απροσιτότητα και υπερβατικότητά του. Αποτελεί φοβερότατο μυστήριο το όνομά του. Στην Π.Δ. δεν έχουμε οικειοποίηση του Ονομαζόμενου, αλλά καθιέρωση του ονομάζοντος και επικαλουμένου. Οι Εβραίοι δεν έχουν δικαίωμα να προφέρουν το όνομα του Θεού. Μόνον ο μέγας Αρχιερέας, και αυτός μόνο μια φορά το χρόνο, μπορούσε να προφέρει το φοβερό όνομα του Θεού κατά την εορτή του Εξιλασμού.
Γι” αυτό και είχε αντικατασταθεί το όνομα του Θεού με το όνομα Αδωναΐ, Κύριος. Και για τους Εβραίους ο αγιασμός του ονόματος του Θεού σήμαινε το μαρτύριο. Ο πέρα από κάθε όνομα Κύριος, που είναι ο Ων, έγινε από άπειρη αγάπη για το πλάσμα του άνθρωπος. Και ως άνθρωπος ονομάσθηκε Ιησούς, που σημαίνει πως ο αιώνιος σώζει, ελευθερώνει, τοποθετεί εν ευρυχώρω τον μέχρι χθες συνθλιβόμενο άνθρωπο.
Η επίκληση του ονόματος του Ιησού Χριστού είναι υπόμνηση της ζωοποιού παρουσίας του και προσφέρεται στην Εκκλησία του ως μυστήριο του Αναστάντος. «Και ιδού εγώ μεθ” ημών είμι πάσας τας ημέρας, έως της συ ντελείας του αιώνος» (Ματθ. κη”, 20). Η επίκληση του ονόματος του Κυρίου Ιησού Χρίστου ως προσευχή πια καρδιακή, «ως προσευχή του Ιησού», διαμορφώθηκε τελικά κατά τον 13ο αιώνα στον Άθω και έχει :
α) δοξολογικό χαρακτήρα και
β) χαρακτήρα επικλήσεως εν μετάνοια.
α. Ο δοξολογικός χαρακτήρας της καρδιακής προσευχής «Κύριε».
Η λέξη «Κύριος» υπογραμμίζει τη Θεότητα του Ιησού Χριστού και την αναγνωρίζει ως κυρίαρχο ολόκληρης της κτίσεως. «Εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης» (Ματθ. κη” 18). Με την δοξολογική αυτή επίκληση εξορκίζεται κάθε δύναμη στον κόσμο αυτόν και σχετικοποιείται. «Ιησού Χριστέ». Ο τίτλος του Ιησού είναι «Χριστός», δηλαδή Μεσσίας. «Ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν, ειμή εν Πνεύματι Αγίω». (Α” Κορ. ιβ” 3).
Η αναγνώριση της κυριότητος του Ιησού, το ότι είναι Μεσσίας, δεν είναι καρπός της γνωστικής δυνάμεως του ανθρώπου, άλλα αποκαλύψεως Αγιοπνευματικής. Έτσι στην Επίκληση αυτή έχουμε την παρουσία όλης της Αγίας Τριάδος και βίωση του μυστηρίου της Χριστολογικά και σωτηριολογικά. Τέλος η φράση: «Υιέ του Θεού». Οι λέξεις αυτές της επικλήσεως μας παραπέμπουν στον ουράνιο Πατέρα, που είναι η πηγή και η ρίζα της Θεότητος.
β. «Ελέησόν με τον (την) αμαρτωλόν (-ην)».
Η ικεσία αυτή συνάπτεται με τη μετάνοια του προσευχομένου, που ζητάει το έλεος του Κυρίου και την αποκατάσταση της διαταραγμένης από κάθε προσβολή αγάπης του Κυρίου με τον όλο του βίο. Σύμφωνα με όσα μας λένε οι μεγάλοι δάσκαλοι της προσευχής αυτής, παλιοί και νέοι, μπορεί η προσευχή αυτή να συντομευθεί στην επίκληση μόνο του ονόματος του Ιησού υπονοώντας όλα τα άλλα. Τότε ακριβώς είναι ουσιαστικά «μονολόγιστη» προσευχή, αφού αποτελείται από μια και μόνο λέξη. Το πολύ μπορεί να γίνει η μορφή της «Ιησού μου», με δυό μόνο λέξεις.
* * *
Η ευχή έχει σκοπό να ενεργοποιήσει μέσα μας τη βαπτισματική χάρη.
Η αιώνιος ζωή αρχίζει από τη στιγμή, που ο άνθρωπος δέχεται τη «δεύτερη γέννηση», την «παλιγγενεσίαν», την «μικράν ανάστασιν», δηλαδή το Άγιο Βάπτισμα.
Όταν βαπτιζόμαστε καταδυόμαστε στο αγιασμένο νερό και έτσι κατεβαίνουμε ως άμορφη και ακατέργαστη ύλη και αναδυόμαστε αποκτώντας μορφή όλη ωραιότητα, έκπαγλη και υπερφυσική. Ανασταινόμαστε και αφυπνιζόμαστε ύστερα από θάνατο. Όμως ο φωτισμός και ο αγιασμός και η εξανάσταση αυτή κατακρύπτεται στα βάθη του ασυνειδήτου, που παύει πια να είναι ό,τι ήταν, γιατί κρύβει μέσα του την παρουσία του Θεού, η οποία ανορθώνει και ενοποιεί το πρόσωπο.
Και όπως παρατηρεί ο άγιος Διάδοχος ο Φωτικής, πριν από το Βάπτισμα κρύβεται στα βάθη της καρδιάς του ανθρώπου ο σατανάς, ενώ έξω από αυτήν παραμένει ο Θεός. Με το Βάπτισμα διώχνεται από την καρδιά ο διάβολος και εγκαθίσταται σ” αυτήν ο Θεός. (Διαδόχου Φωτικής, Λόγος ασκητικός).
Ο αγιασμός όμως αυτός απαιτεί πάντοτε μια όλο και πιό συνειδητή μετοχή στο θάνατο και στην ανάσταση του Ιησού Χριστού, γιατί και στα δυο αυτά στοιχεία βαπτισθήκαμε ως μέτοχοι τους «ίνα, ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών διά της δόξης του Πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν. Ει γαρ σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι του θανάτου αυτού, αλλά και της αναστάσεως εσόμεθα» (Ρωμ. ς”, 4-5).
Η αγιότητα δεν είναι ψηλή νοητική συνειδητότητα, αλλά ανάσταση και μεταμόρφωση εν Χριστώ Ιησού αναστάντι. Και χριστιανική ζωή σημαίνει τελικά πρόσκτηση Πνεύματος Αγίου. Γι” αυτό το άγιο Βάπτισμα είναι αχώριστα συνδεδεμένο με το Μυστήριο του Χρίσματος. Χριόμενος ο βαπτιζόμενος σε διάφορα σημεία του σώματός του καθίσταται καταγώγιο και κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος ενεργοποιούμενος με τη χάρη του και μεταμορφωνόμενος εις Χριστόν Ιησούν.
Όλα όμως συμπληρώνονται με τη μετοχή μας και στη Θεία Ευχαριστία. Με το μυστήριο αυτό, που ανανεώνει στα βάθη της υπάρξεώς μας το σπόρο της θεώσεώς μας, γιατί μας ενσωματώνει στον Ιησού Χριστό κάνοντας μας ένα μαζί του, ζούμε μια αιώνια Πεντηκοστή …; «Είδομεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον …;» ψάλλουμε μετά τη θεία Κοινωνία στη θ. Λειτουργία. Και η θ. Κοινωνία έγινε «εις Πνεύματος Αγίου κοινωνίαν». Η προσευχή λοιπόν του Ιησού αποτελεί μια βιωματική αναθεώρηση και αναβίωση κάθε φορά του όλου μυστηρίου της σωτηρίας μας.
Γι” αυτό και οι καρποί της είναι πολλαπλοί. Όταν η προσευχή αυτή ασκείται, όπως πρέπει, και γίνει ένα με τη ψυχή, τότε ανακαλύπτει ο προσευχόμενος:
-«Τον κρυπτόν της καρδίας άνθρωπον» (Α” Πέτ. γ’4).
-Την «εν Πνεύματι και αληθεία» προσκύνηση και λατρεία του Θεού» (Ίω. δ” 23).
-Την «εντός ημών βασιλείαν του Θεού» (Λουκά ιζ’21).
-Τη συναντίληψη του Άγ. Πνεύματος? «το Πνεύμα συναντιλαμβάνεται ταις ασθενείαις ημών? το γαρ τι προσευξόμεθα ουκ οίδαμεν, αλλ” αυτό το Πνεύμα υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις» (Ρωμ. η’26).
-Την (παρα)μονήν του Ιησού στην καρδιά μας κατά τη διαβεβαίωση του? «μείνατε εν εμοί καγώ εν υμίν (Ιω. ιε’4).
-Την παράδοση της καρδιάς στο Θεό? «υιέ μου, δος μοι σην καρδίαν» (Παροιμ. κγ’26).
-Το «ενδύσασθαι τον Χριστόν» (Ρωμ. ιγ” 14).
«Η προσευχή του Ιησού» ή η «καρδιακή προσευχή» βιωνόμενη οδηγεί τη ψυχή σε «κατάστασιν εξ Ιησού συνεστώσαν», όπως τονίζουν με έμφαση και από προσωπική πείρα οι Νηπτικοί Πατέρες. «Από την αδιάκοπη μνήμη και επίκληση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, δημιουργείται μία σταθερή κατάσταση στο νου μας, αν δεν παραμελούμε την ακατάπαυστη νοερή δέηση, τη συχνή νήψη και το έργο της προσοχής.
Όμως ας έχουμε ως συνεχές έργο μας την επίκληση του Κυρίου μας Ιησού κάνοντας την με καρδιά, που πυρωμένη κράζει, ώστε κυριολεκτικά να μεταλάβει το όνομα Ιησούς» (Ησυχίου προς Θεόδουλον). Και άλλου προσθέτει: «Είναι πραγματικά μακάριος όποιος έχει κολλήσει έτσι με τη διάνοιά του στην ευχή του Ιησού και του μι λάει αδιάκοπα με δυνατή φωνή στη καρδιά του, όπως έχει ενωθεί ο αέρας με τα σώματά μας ή όπως είναι ενωμένη η φλόγα με το κερί. Ο υλικός ήλιος περνώντας πάνω από τη γη κάνει να γίνεται ημέρα. Το άγιο και σεβάσμιο όνομα του Κυρίου λάμποντας συνεχώς στη διάνοια γεννά αναρίθμητα σαν τον ήλιο φωτεινά νοήματα».
«Όταν σκορπίσουν τα σύννεφα, φαίνεται καθαρή η ατμόσφαιρα. Και όταν σκορπίσει τις φαντασίες και τις παραστάσεις των παθών ο ήλιος της δικαιοσύνης Ιησούς Χριστός, είναι φυσικό να γεννιούνται πάντα στην καρδιά ολόφωτα και αστερόμορφα νοήματα, γιατί η ατμόσφαιρα της φωτίσθηκε διά μέσου του Ιησού».
«Με αδιάκοπη ευχή καθαρίζει η ατμόσφαιρα της διάνοιας από σκοτεινά νέφη, από ανέμους των πονηρών πνευμάτων. Όταν δε καθαρίζει η ατμόσφαιρα της καρδιάς, είναι αδύνατο να μη λάμπει σ” αυτήν το θεϊκό φως του Ιησού». Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της εποχής μας είναι η τρομακτική επίδραση, που ασκεί το κοινωνικό περιβάλλον στο καθένα μας. Γνωστά τα μέσα αυτής της επιδράσεως. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη μνεία τους.
Μας ενδιαφέρει το γεγονός, ότι αυτή η επίδραση εξασκείται και στο πιστό της εποχής μας με ιδιαίτερες επιπτώσεις στη πνευματικότητά του και στον όλο του βίο. Και δεν είναι περίεργο γι” αυτό το ότι διαπιστώνουμε μια έντονη πνευματική σύγχυση, μια ληθαργώδη κατάσταση, που προκαλεί σοβαρότατη ανησυχία σε όποιο πνευματικό άνθρωπο πονά από ό,τι διαπιστώνει. Δεν είναι όμως η εξωτερική επίδραση, που αναφέρουμε πιό πάνω, η μόνη αιτία της φθαρτικής αλλοιώσεως και του εκφυλισμού του εσωτερικού φρονήματος των πιστών μας σήμερα. Έχουμε και εσωτερικά αίτιά της. Και αυτά προ πάντων συντελούν σε μια αναβίωση του παλαιού μέσα μας ανθρώπου, ο οποίος ζητάει με βιαιότητα και πάθος ασυγκράτητο χαμένα «δικαιώματα».
Πόσοι, αλήθεια, από μας δε θρηνούμε την εσωτερική έκπτωση, που διαπιστώνουμε στον εαυτό μας και δεν νοσταλγούμε ημέρες αρχαίες, γεμάτες ιερό ζήλο και άγιες αποφάσεις, που για την εκπλήρωσή τους θα δίναμε τότε χωρίς καθόλου να διστάσουμε και την ίδια τη ζωή μας με το χειρότερο ακόμη μαρτύριο! Και τώρα; Τώρα φυτοζωούμε, για να μην πω πως γίναμε -ας μου επιτραπεί ο χαρακτηρισμός, που τον εφαρμόζω πρώτα στον εαυτό μου- βοσκηματώδεις, χοιρώδεις, γεώδεις και ζωώδεις, «παρασυμβεβλημένοι τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ομοιωθέντες αυτοίς» ετσι ή αλλιώς! (πρβλ. Ψαλμ. 48, 13).
Αυστηρή η διαπίστωση αυτή ή οι σκληροί αυτοί χαρακτηρισμοί; Ας μου συγχωρηθεί η τόλμη αυτή, που δεν είναι προσωπική, αλλά γενική για τους πιό πολλούς δυστυχώς από εμάς. Όποιος βρίσκει πως του ταιριάζει, αυτός ας βγάλει τις συνέπειες από τη διαπίστωση αυτή για τον εαυτό του. Γιατί κάποιες συνέπειες προκύπτουν από αυτή την αυτοαναγνώριση.
Και μια συνέπεια, που θα μπορούσε να προκύψει είναι κι ετούτη:
Πώς θα μπορούσαμε να αντιδράσουμε διαπιστώνοντας αυτή τη φθορά στον μέσα μας ή και στον έξω μας άνθρωπο;
Ποιά άλλη αντίδραση θα ήταν πιό ενδεδειγμένη από το τίναγμα από πάνω μας αυτού του πνευματικού λήθαργου, από τη βίαιη εξανάσταση εναντίον του και από την ενεργό προσπάθεια εγρηγόρσεως;
Και η αντίδραση αυτή στην αγιογραφική και πατερική πνευματική γλώσσα λέγεται νήψη, η οποία κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο χαρακτηρίζεται ως «γρηγόρσεως επίτασις», δηλαδή πολύ έντονη και εντατική εγρήγορση και άγρυπνη προσοχή. Πολλές και έντονες παραγγελίες μας απευθύνει η Θεία Γραφή για το θέμα αυτό καθώς και η Εκκλησία μας, που τις μετουσιώνει σε θερμή ικεσία και προσευχή.
Εδώ θα αρκεστούμε σε μια εύγλωττη διαπίστωση-προτροπή του αγίου αποστόλου Παύλου: «Εσείς, αδελφοί μου, λέει ο άγιος Απόστολος, δεν βρισκόσαστε στο σκοτάδι για να σας καταλάβει ξαφνικά η ημέρα της παρουσίας του Κυρίου. Όλοι σας είστε παιδιά του φωτός και της ημέρας. Δεν βρισκόμαστε και δεν ανήκουμε στη νύχτα ούτε στο σκοτάδι. Συνεπώς, ας μη κοιμόμαστε τον ύπνο της αμέλειας και ραθυμίας, όπως εκείνοι που, μακριά από το Χριστό, ζουν σ” αυτή τη κατάσταση.
Αντίθετα, ας είμαστε άγρυπνοι και προσεκτικοί. Αυτοί, που κοιμούνται, κοιμούνται τη νύχτα και όσοι μεθούν, τη νύχτα μεθούν. Εμείς όμως, που είμαστε παιδιά της ημέρας, ας είμαστε άγρυπνα προσεκτικοί».
Τη ζωτικότατη σημασία της νήψεως τονίζει πολυτρόπως και η λειτουργική προσευχή. Αρκεί, για να το διαπιστώσει κανένας, να φυλλομετρήσει απλώς το λειτουργικό βιβλίο που λέγεται Παρακλητική. Ακριβώς δε μετά το καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων η Εκκλησία ανάμεσα στα άλλα βασικά και απαραίτητα πνευματικά στοιχεία, που ζητάει για τη ζωή των μετόχων του Ποτηρίου της Ζωής παρακαλεί να αποβεί γι” αυτούς η θεία Κοινωνία «εις νήψιν ψυχής».