Δύο αδέλφια πήγαν μαζί στην έρημο και ασκήτευαν στην ίδια καλύβη. Ο διάβολος, φθονώντας την αγάπη τους, βάλθηκε να τους χωρίσει.
Ένα βράδυ ο νεώτερος πήγε ν’ ανάψει το λυχνοστάτη, τον αναποδογύρισε και χύθηκε το λάδι.
Ο μεγαλύτερος θύμωσε και του έδωσε ένα μπάτσο.
Τότε ο πιο μικρός, χωρίς να ταραχτεί, έσκυψε, του έβαλε μετάνοια και είπε ταπεινά:
– Συγχώρησε την απροσεξία μου, Αδελφέ. Τώρα αμέσως θα ετοιμάσω άλλο. Την ίδια νύχτα ένας ειδωλολάτρης ιερεύς, που έτυχε να βρίσκεται μέσα στο ειδώλειο, άκουσε τα δαιμόνια να κάνουν δικαστήριο μεταξύ τους. Ένα απ’ αυτά ομολόγησε ντροπιασμένο στον αρχηγό του:
«Πηγαίνω και κάνω άνω κάτω τους Μοναχούς. Μα τι φταίω, όταν κάποιος απʼ αυτούς γυρίζει και βάζει στον άλλο μετάνοια και μου καταστρέφει όλη τη δουλειά;»
Ακούγοντας αυτά ο ειδωλολάτρης, έγινε ευθύς χριστιανός κι’ αποτραβήχτηκε στην έρημο. Σʼ όλη του τη ζωή κράτησε στην καρδιά του την ταπείνωση και στο στόμα του είχε διαρκώς πρόχειρο το «συγχώρησόν με».