Η πίστη παιδί μου, είναι το πάν στον άνθρωπο. Χωρίς αυτήν ο άνθρωπος δε ζει, έλεγε και ξανάλεγε ο Γέροντας με τα πολλά χιονάτα γένια του στο νέο καλόγερο που καθάριζε εκείνη την ώρα την λιγοστή στάχτη που είχε απομείνει.
– Και μέχρι ποίο σημείο μπορεί να φτάσει αυτή η πίστη, Γέροντα; Τον διέκοψε με απορία ο νέος μοναχός.
– Δεν μπορείς να την μετρήσεις, απάντησε ο Γέροντας. Εξαρτάται από το πόσο αγαπάει κάποιος τον Θεό. Όσο αγαπάς τόσο πιστεύεις κι όσο πιστεύεις τόσο αγαπάς.
– Δεν μπορώ να το καταλάβω, ξαναείπε ο νέος καλόγερος.
– Κι όμως είναι πολύ απλό. Φτάνει ν’ αφήσεις την καρδιά σου ελεύθερη ν’ αγαπήσει τον Θεό, είπε ο Γέροντας και βγάζοντας το κομποσχοίνι του άρχισε την προσευχή.
Οι μέρες περνούσαν στο ταπεινό καλυβάκι, που βρισκόταν κοντά σε μια μικρή πόλη. Κόσμος συχνά-πυκνά ερχόταν στο μικρό ασκητήριο… να ακούσουν τη συμβουλή του Γέροντα, να μοιραστούν τα προβλήματα τους και να πάρουν κάποιο λόγο ωφέλιμο για την ψυχή τους. Ακόμα και φτωχοί ζητιάνοι έρχονταν και ζητούσαν λίγο ψωμί ή ότι άλλο είχε το μικρό καλυβάκι.
Εκείνη τη χρονιά όμως χαλάζι είχε καταστρέψει τη σοδειά των χωρικών και ο κόσμος άρχιζε να πεινά. Οι χωρικοί δεν είχαν δουλεία, οι μανάδες δεν είχαν τίποτε να μαγειρέψουν και τα παιδιά γυρνούσαν πεινασμένα. Θλίψη και δυστυχία παντού. Όλοι έπαιρναν τον δρόμο για τον καλοκάγαθο Γέροντα, που συνεχώς έδινε από τα λίγα ψωμιά που του είχαν μείνει ακόμα. Κι η ατέλειωτη σειρά των πεινασμένων χωρικών όλο και μεγάλωνε. ‘Απ’ την ανατολή ως τη δύση οι φτωχοί έβρισκαν στο μικρό σπιτάκι την αγάπη και τη στοργή.
– Γέροντα, τα καρβέλια τελειώνουν. Δεν έχουμε να τους δώσουμε τίποτε. Κι εμείς θα πεινάσουμε έλεγε ο νεαρός καλόγερος.
– Ο Θεός, παιδί μου, που έστειλε σε μας τους μικρούς αδελφούς του. Εκείνος θα μεριμνήσει και για μας για να μην πεινάσουμε, απαντούσε όλο καλοσύνη ο Γέροντας.
Ο καιρός περνούσε και οι πεινασμένοι αυξάνονταν. Μια μέρα ο νέος καλόγερος πολύ λυπημένος από την κατάσταση που επικρατούσε γύρισε και είπε στον Γέροντα:
– Αββά, Θέλω να χωρίσουμε στα δύο τα ψωμιά μας. Να μου δώσεις όσα μου αναλογούν. Από εδώ και πέρα να δίνεις απ’ τα δικά σου. Εγώ δεν θέλω να πεινάσω.
Τα έχασε ο Γέροντας. Δεν περίμενε αυτή την αντίδραση του υποτακτικού του. Ωστόσο, για να μην τον κακοκαρδίσει χώρισε τα ψωμιά στα δύο, έδωσε και ακόμα περισσότερα στον υποτακτικό του και στο εξής έδινε ελεημοσύνη από τα δικά του καρβέλια.
– Όχι θα καθίσω να πεινάσω μουρμούριζε ο υποτακτικός. Αν θέλει, ας πεινάσει ο Αββάς. Οι ζητιάνοι δεν τελειώνουν ποτέ, τα καρβέλια όμως τελειώνουν.
Ο χειμώνας ήταν βαρύς τη χρονιά εκείνη. Κι οι ζητιάνοι δεν σταματούσαν ποτέ. Όμως ο Θεός, που είδε την καλή καρδιά του Γέροντα ευλόγησε τα καρβέλια και δεν σταματούσαν ποτέ. Από την άλλη μεριά τα καρβέλια του υποτακτικού τελείωσαν πολύ γρήγορα. Δειλά-δειλά μια μέρα ο υποτακτικός πήγε στον Γέροντα πάλι.
– Σε παρακαλώ, Γέροντα, αν ήθελες και εσύ να, να τρώμε πάλι μαζί, είπε και χαμήλωσε το βλέμμα του.
– Μετά χαράς, είπε ο Γέροντας χωρίς να προσθέσει τίποτε περισσότερο. Η δυστυχία όμως συνεχιζόταν.
Οι ζητιάνοι δε σταματούσαν ούτε το βράδυ να ενοχλούν τον Γέροντα. Μα και η καρδιά του Γέροντα είχε πολλή αγάπη, που δε στέρευε ποτέ.
Κι ο υποτακτικός άρχιζε πάλι να μουρμουρίζει δυσαρεστημένος.
– Ορίστε, τα καρβέλια τελειώνουν. Μα είναι δυνατόν να δίνουμε συνεχώς;
– Ο Θεός, παιδί μου, δε θα μας αφήσει να πεινάσουμε, έλεγε ο Γέροντας προσπαθώντας να καθησυχάσει τον ανυπόμονο υποτακτικό.
Ήταν μια χειμωνιάτικη μέρα κι ο υποτακτικός κατέβηκε στο ζυμωταριό να καθαρίσει. Ο υποτακτικός κοίταζε τα ράφια, που κάποτε ήταν γεμάτα ζεστά καρβέλια ψωμί, και τώρα είδε ένα μόνο καρβέλι. Τουλάχιστον έχουμε ένα ακόμη. Αφού τελείωσε ανέβηκε και κάθησε με τον Γέροντα να πλέξουν καλάθια. Ο αγέρας έξω λυσσομανούσε και δεν ακούστηκε καλά το χτύπημα της πόρτας.
Τ’ άκουσε ο υποτακτικός αλλά δε μίλησε. Κάποιος πεινασμένος θα ήταν πάλι και θα του έδιναν το τελευταίο ψωμί.
– Κάποιος χτυπάει, είπε ο Γέροντας.
– Όχι, ο αγέρας είναι, είπε ο υποτακτικός.
– Κι όμως κάποιος είναι, είπε ο Γέροντας και σηκώθηκε ν’ ανοίξει διαβάζοντας την καρδιά του υποτακτικού του. Ένας φτωχός ζητιάνος μελανιασμένος από το κρύο ζητούσε λίγο ψωμί.
– Περίμενε εδώ. Στάσου λίγο είπε ο Γέροντας και έγνεψε στον υποτακτικό του να έρθει κοντά. Να κατέβεις στο ζυμωταριό να φέρεις ένα καρβέλι, του είπε.
– Αυτό αποκλείεται. Είναι το τελευταίο μας ψωμί. Θα μείνουμε νηστικοί. Θα πεινάσουμε εμείς, απάντησε ο υποτακτικός.
– Σε παρακαλώ κατέβα στο ζυμωταριό και δες καλύτερα, επέμεινε ο Γέροντας.
– Μα πριν λίγο ήμουν στο ζυμωταριό και έχουμε μόνο ένα καρβέλι, είπε με πείσμα ο υποτακτικός.
– Πήγαινε, παιδί μου, κι έχε πίστη στον Θεό, πρόσθεσε ο Γέροντας. Απρόθυμα ο υποτακτικός τράβηξε για το ζυμωταριό. Μα καθώς πλησίαζε, μια αναπάντεχη μυρωδιά σκέπαζε τον χώρο.
– Μπα, η πείνα μου παίζει παιχνίδια, σκέφτηκε ο υποτακτικός. Κι όμως ζεστό ψωμί μύριζε το κελλάρι. Μπαίνοντας μέσα σάστισε. Όλο το ζυμωταριό ήταν γεμάτο αχνιστά καρβέλια ψωμί. Αμέσως έτρεξε πίσω στον Γέροντα.
– Γέροντα, έκαμε αλαφιασμένος ο υποτακτικός. Συγχώρεσε με. Τώρα καταλαβαίνω μέχρι που μπορεί να φτάσει η πίστη στον Θεό.
– Έτσι είναι, παιδί μου, του είπε ο Γέροντας. Όσο ελεούμε, τόσο ο Θεός μας ελεεί. Όσο δίνουμε, τόσο μας δίνει ο Θεός.
Από εκείνη την ημέρα ο υποτακτικός άκουγε ότι του έλεγε ο Γέροντας και είχε εμπιστοσύνη στον Θεό. Εκείνος που έστελνε τους πεινασμένους στο καλυβάκι τους δεν θα άφηνε τους μοναχούς να πεινάσουν.
Εκδόσεις ‘‘ΧΡΥΣΟΠΗΓΗ’’