Τον περασμένο αιώνα στη Μικρασία έζησε ένας άγιος αλλά αφανής λευίτης, ο π. Ιωάννης.
Ήταν έγγαμος, οικογενειάρχης, από το Γκέλβερι της Καππαδοκίας. Τις καθημερινές εργαζόταν στα χωράφια, ενώ τις Κυριακές και τις γιορτές λειτουργούσε στην εκκλησία.
Στη θεία λειτουργία σχεδόν πάντοτε ξεσπούσε σε δάκρυα και αναστεναγμούς. Την ώρα μάλιστα του καθαγιασμού η κατάνυξη του κορυφωνόταν. Οι ψάλτες έψαλλαν το «Σε υμνούμεν…» όσο πιο αργά μπορούσαν, αλλά εκείνος καθυστερούσε πέντε, δέκα, δεκαπέντε λεπτά ή και περισσότερο.
Έτσι κι εκείνοι επαναλάμβαναν τον ύμνο μέχρι πέντε ή έξι φορές.
Τελικά, πλησίασαν κάποτε τους επιτρόπους και τους είπαν το πρόβλημά τους. Εκείνοι με τη σειρά τους το διαβίβασαν στο λειτουργό.
-Πάτερ Ιωάννη, συχνά καθυστερείς την ώρα του καθαγιασμού. Οι ψάλτες και ο λαός έξω σε περιμένουν πολλή ώρα. Δεν μπορείς να λες πιο σύντομα την ευχή, για να μη γίνεται
χασμωδία;
-Πως θα γίνει αυτό;
-Είναι εύκολο. Εκεί που είσαι πεσμένος μπρούμυτα, να σηκώνεσαι, να σταυρώνεις τα τίμια Δώρα, να λες την ευχή και να τελειώνεις.
-Την ευχή τη γνωρίζω, είναι γραμμένη και στη φυλλάδα, αλλά δεν μπορώ.
-Γιατί δεν μπορείς, πάτερ; Συγχώρεσε μας, αλλά δεν είναι δύσκολο!
-Αυτό δεν εξαρτάται από μένα, απάντησε ο π. Ιωάννης. Μόλις αρχίσω να διαβάζω την ευχή, η αγία τράπεζα κυκλώνεται από θεϊκή φωτιά που φτάνει τα δυο-τρία μέτρα ύψος.
Έτσι δεν μπορώ να πλησιάσω για να σφραγίσω τα τίμια Δώρα. Με πιάνει φόβος και τρόμος. Δεν ξέρω τι να κάνω. Πέφτω στο έδαφος, κλαίω, αναστενάζω και ικετεύω τον Κύριο να παραμερίσει τις φλόγες για να συνεχίσω.
Ύστερα σηκώνω τα μάτια. Αν έχουν χαθεί οι φλόγες, σηκώνομαι και σφραγίζω τα τίμια Δώρα. Αν όχι, τότε συνεχίζω την ικεσία με δάκρυα και στεναγμούς μέχρι να σβήσει η φωτιά ή να βρεθεί άλλος τρόπος, που θα μου επιτρέψει να μην καώ. Πότε-πότε σβήνει η φωτιά και γίνονται όλα όπως πρίν. Άλλοτε πάλι χωρίζουν οι φλόγες δεξιά κι αριστερά σχηματίζοντας καμάρα, οπότε κάνω το τόλμημα, πλησιάζω τρέμοντας και σφραγίζω τα τίμια Δώρα.
Ακούγοντας οι χριστιανοί αυτά τα εξαίσια δεν τον ενόχλησαν άλλη φορά. Ήταν άλλωστε πολύ ευλαβής και εξαιρετικά κατανυκτικός όταν λειτουργούσε. Γι’ αυτό στην ενορία του εκκλησιάζονταν πιστοί κι από γειτονικά χωριά, που περπατούσαν ώρες για να φτάσουν.
Μερικές φορές έρχονταν στη λειτουργία χίλιοι και περισσότεροι πιστοί. Και όλοι αυτοί κατανύγονταν κι έκλαιγαν. Στο τέλος μάλιστα της θείας αυτής μυσταγωγίας, το δάπεδο της εκκλησίας ήταν βρεγμένο από τα δάκρυά τους, λες και κάποιος είχε ρίξει νερό!
Από το βιβλίο «Θαύματα και Αποκαλύψεις»