Από την πρώτη στιγμή της εγκαταστάσεώς της στο Γκύζη, το 1970, η οικογένεια Κογιώνη ήλθε σε επαφή με την οικογένεια Σ. Η κ. Ε. Σ., η οποία δεν πήγαινε στην εκκλησία, αισθάνθηκε εξ αρχής μεγάλη αντιπάθεια και περιφρόνηση για τον π. Νικόλαο και την πολύτεκνη οικογένεια του.
Με αυταρχικό και άγριο τρόπο έκανε σε κάθε ευκαιρία παρατηρήσεις και υποδείξεις. Άλλες φορές, μόλις περνούσαν πλάι της ή τους συναντούσε στο ασανσέρ, γύριζε το κεφάλι της άλλου. Ούτε ένα γεια ούτε μία καλημέρα δεν τους έλεγε. Τα μικρά παιδιά της οικογένειας την φοβόντουσαν.
Ο πατήρ και η οικογένειά του έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την πλησιάσουν, αλλά τα χρόνια περνούσαν και αυτή έμενε ανυποχώρητη. Κάποια χρονιά, την ήμερα της γιορτής της κ. Ε. η Μαρία αγόρασε μία ωραία γλάστρα και με το γλυκό και ταπεινό της χαμόγελο πήγε να της ευχηθεί εκ μέρους της οικογενείας τα «χρόνια πολλά».
Η υποδοχή ήταν σκέτη ψυχρολουσία. «Φύγε, δεν γιορτάζω και ούτε δώρα δέχομαι!» και της έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα. Η κατάσταση συνεχίστηκε έτσι μέχρι την κοίμηση του ανδρός της κ. Ε.. Κατά τις τελευταίες στιγμές του άνδρα της τους επισκέφθηκε και ο π. Νικόλαος και διάβασε μία ευχή. Μετά τον θάνατο του συζύγου της η κ. Ε. μαλάκωσε λίγο.
Ο π. Νικόλαος της άφηνε κάθε Κυριακή στην πόρτα αντίδωρο, εικονίτσες και καμιά φορά κανένα βιβλιαράκι. Αυτά φάνηκε να τα δέχεται, δεχόταν επίσης χωρίς να αντιδρά και διάφορα ενισχυτικά φυλλάδια και βιβλία που της έστελνε η πρεσβυτέρα. Ένα χρόνο περίπου μετά την κοίμηση του πατρός, όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο για τον π. Νικόλαο, η κ. Ε. το διάβασε και συγκινήθηκε. «Όσα λέει το βιβλίο είναι όλα αληθινά! έτσι ήταν ο παπά Νικόλας!»…
Οκτώ περίπου μήνες αργότερα η κ. Ε. αρρώστησε βαριά και τα παιδιά της την μετέφεραν στο Νοσοκομείο ΕΛΠΙΣ (είναι κατά σύμπτωση το νοσοκομείο στο όποιο μετέφεραν νεκρό τον π. Νικόλαο). Τότε η κόρη της τηλεφώνησε στην πρεσβυτέρα και της είπε να προσευχηθή και αν είναι δυνατόν να γίνη παράκληση για την μητέρα της διότι είναι βαριά.
Λίγες ήμερες αργότερα τηλεφώνησε και ο υιός της ασθενούς κ. Ε. στην πρεσβυτέρα και της είπε ότι η μητέρα του ζητάει επειγόντως τον γιο του π. Νικολάου για να εξομολογηθή. Η κ. Ε. εξομολογήθηκε με συντριβή και με δάκρυα και με δυνατή φωνή που την άκουγαν και οι άλλοι στον θάλαμο είπε:
«Περίμενα αυτή την ώρα μια ολόκληρη ζωή. Να εξομολογηθώ να καθαριστώ να κοινωνήσω και μετά να πεθάνω και να πάω στον Κύριο. Σήμερα μου έκανε ο Χριστός το μεγαλύτερο καλό. Αυτό πού λαχταρούσα». Την άλλη μέρα την κοινώνησε ο ιερέας του Νοσοκομείου και μετά από δυο ήμερες η κ. Ε. αναπαύθηκε ειρηνικά.
Από το βιβλίο: «Ο ιερεύς Νικόλαος Κογιώνης (1928-2006)
Μία φωτισμένη και αγιασμένη ιεραποστολική μορφή των ημερών μας
Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη