Προαίρεση θα πει, πρόθεση για κάτι. Θα πει, επιλέγω ελεύθερα, χωρίς καταναγκασμό, χωρίς καθοδήγηση, είναι αυτό που ο Ιερός Χρυσόστομος το ονομάζει «γνώμη».
Η γνώμη αναφέρει, «αιτία γίνεται πάντων των αγαθών». Είναι δε τόσο μεγάλη η αξία της, κατά τον ίδιο, ώστε «Μάρτυρα, ουχί θάνατος ποιεί μόνον, αλλά και πρόθεσις», δηλαδή αυτός που έχει αγαθή πρόθεση και η αγάπη του στον Θεό ξεπερνάει κάθε όριο ώστε και την ζωή του να δώσει για Αυτόν, τότε είναι μάρτυρας εκ προθέσεως.
Επίσης μας λέει «Πανταχού η προαίρεσις αιτία, πανταχού η γνώμη κυρία», (ΕΠΕ 31, 82).
Δηλαδή σε ότι κάνουμε έχουμε την διάθεση (προαίρεση) αλλά αυτό που τελικά θα επιλέξουμε (γνώμη=απόφαση) θα είναι αυτό που θα διαχωρίσει και το αν η προαίρεση μας είναι καλή ή κακή.
Η αγαθή προαίρεση είναι φωλιασμένη στην καρδιά μας και είναι καρπός ΚΑΙ του προσωπικού μας αγώνα, αφού: Παλεύοντας με τις αδυναμίες και τα πάθη μας, έχοντας ταπείνωση και εμπιστοσύνη στον Θεό, συνεργεί και η Θεία Χάρη και η αγαθή προαίρεση αποκτά φυσικότητα. Μην ξεχνάμε ότι όλα τα καλά τα δίνει στον άνθρωπο η Θεία Χάρη. (π Πορφύριος)
Ο Μ. Βασίλειος μας λέει: “Θεώ τοίνυν ου το ηναγκασμένον φίλον, αλλά το εξ αρετής κατορθούμενον. Αρετή δε εκ προαιρέσεως και ουκ εξ ανάγκης γίνεται. Προαίρεσις δε των εφ’ ημίν ήρτηται, το δε εφ’ ημίν εστι το αυτεξούσιον”
Πολύ σημαντική αυτή η παρατήρηση, ότι ο Θεός δεν αγαπά ό,τι γίνεται αναγκαστικά. Επίσης, ο Μ. Βασίλειος παρατηρεί ότι η λογική κτίση είναι προαιρετική και έμπρακτος, ενώ η άλογη κτίση είναι απροαίρετη και ακίνητη. (Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος)
Επίσης ο ίδιος λέει: «Ποιήσομεν ανθρωπον, Είπεν ό Θεός, κατ’ εικόνα και καθ’ όμοίωσιν. Το ένα, δηλαδή το κατ’ εικόνα, το ανάγουμε στην κτίση του Θεού, ενώ το άλλο, το καθ’ ομοίωσιν, να το επιτύχουμε με την καλή μας προαίρεση».
Ενώ ο Άγιος Δημήτριος του Ροστώβ λέγει:
«Με άφησε ο Θεός για ν’ αγωνισθώ να γίνω όμοιος μ’ Αυτόν.»
Έτσι λοιπόν, κατά την εικόνα είμαι λογικός, ενώ κατά την ομοιότητα είμαι χριστιανός.. Συνεπώς να γνωρίζουμε ότι το κατ’ εικόνα του Θεού είναι και στην ψυχή του απίστου ανθρώπου, ενώ το καθ’ ομοίωσιν είναι δυνατόν μόνον στους ενάρετους χριστιανούς. (γ.Ηλίε Κλεόπα)
Ο Άγιος Αντώνιος μας λέει: Η λογική ψυχή, μένοντας αμετακίνητη στην καλή προαίρεση (διάθεση), χαλιναγωγεί σαν τ’ αλόγα το θυμικό και το επιθυμητικό και νικώντας τα ακαταλόγιστα πάθη της, τα περισφίγγει και καταβάλλοντος τα στεφανώνεται και αξιώνεται να έχει κατοικία στους ουρανούς. Αυτό είναι έπαθλο νίκης και των κόπων, που λαμβάνει από τον Θεό που την έκτισε.
Η κακία είναι πάθος της ύλης (υλικό). Ο Θεός δεν είναι αίτιος της κακίας, άλλα τη γνώση και την επιστήμη και την ικανότητα να διακρίνουν το αγαθό και το κακό, καθώς και το αυτεξούσιον, τα έδωσε με το παραπάνω στους ανθρώπους. Εκείνη που γεννά τα πάθη της κακίας, είναι η αμέλεια και η οκνηρία των ανθρώπων. Γιατί ο Θεός είναι καθ’ ολοκληρίαν αναίτιος.
Εξ άλλου οι δαίμονες έγιναν πονηροί με δική τους προαίρεση γνώμης (εκλογή), όπως ακριβώς και οι περισσότεροι των ανθρώπων.
Ο Όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός μας λέει ότι η προαίρεση ανήκει στις ζωτικές δυνάμεις της ψυχής:
(Από το «έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως» σε απόδοση του Αρχιμανδρίτη Δωρόθεου Πάπαρη τα παρακάτω αποσπάσματα)
Ζωτικές δυνάμεις της ψυχής, δηλαδή επιθυμητικές, είναι η βούληση και η προαίρεση.
Η βούληση είναι κάποια φυσική θέληση, δηλαδή φυσική και λογική επιθυμία κάποιου πράγματος. Υπάρχει, δηλαδή, μέσα στην ψυχή του ανθρώπου δύναμη της λογικής επιθυμίας. Όταν, λοιπόν, η λογική επιθυμία κινηθεί φυσικά προς κάποιο πράγμα, λέγεται βούληση·
Έπειτα, μετά από τη βούληση, ακολουθεί η έρευνα και η εξέταση. Και μετά απ’ αυτά, αν εξαρτάται από μας, ακολουθεί βουλή, δηλαδή απόφαση. Και «βουλή» είναι επιθυμία για να ερευνήσουμε αυτά που πρέπει να πράξουμε. Σκέφτεται, δηλαδή, κάποιος, αν πρέπει ν’ ασχοληθεί με την υπόθεση ή όχι.
Έπειτα σκέφτεται το καλύτερο, και αυτό λέγεται διάκριση. Στη συνέχεια, αποδέχεται και αγαπά αυτό που έκρινε με τη σκέψη του, και αυτό ονομάζεται συγκατάθεση.
Έπειτα, μετά την αποδοχή, έρχεται η προαίρεση, δηλαδή η επιλογή· προαίρεση δηλαδή είναι η εκλογή του ενός μεταξύ δύο πραγμάτων, να προτιμήσουμε αυτό αντί για το άλλο.
Κατόπιν, σπεύδει να το κάνει πράξη, και αυτό ονομάζεται ορμή. Έπειτα, εκπληρώνει την επιθυμία, και αυτό λέγεται χρήση. Τέλος, μετά τη χρήση, η επιθυμία σταματά.
(Ο άνθρωπος), λοιπόν, ελεύθερα επιθυμεί, ελεύθερα θέλει, ελεύθερα ερευνά και εξετάζει, ελεύθερα σκέφτεται, ελεύθερα διακρίνει, ελεύθερα παίρνει θέση απέναντι στα πράγματα, ελεύθερα εκλέγει, ελεύθερα σπεύδει (για εκπλήρωση των επιθυμιών) και ελεύθερα ενεργεί σ’ αυτά που είναι σύμφωνα με τη φύση του.
Το περιβάλλον που μεγαλώνουμε και ζούμε σαφώς παίζει πολύ μεγάλο ρόλο Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, δίνουν τεράστια σημασία στην χριστιανική διαπαιδαγώγηση των παιδιών από τους γονείς κυρίως με το παράδειγμα τους και με την προσευχή τους.
Παιδί που μικρό μπήκε κάτω από πετραχήλι έστω και μια φορά, είναι ευεργετημένο παρά μα πάρα πολύ. Όπως και να γυρίσουν τα πράγματα στην ζωή του όσο κι αν απομακρυνθεί από το θείο θέλημα η επιστροφή του είναι πολύ πιο εύκολη.