Άγιος Παΐσιος: Τό «Γεροντικό» είναι ένα θαυμάσιο βιβλίο, πού περιλαμβάνει λόγους αγίων Γερόντων, πού αναφέρονται σέ θέματα πνευματικής ζωής.
Του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Αυτοί οι λόγοι προϋποθέτουν αφ ενός μέν αυτούς πού ερωτούν, γιατί αναζητούν «οδό σωτηρίας», τρόπο απαλλαγής από τά πάθη καί τίς δαιμονικές ενέργειες, αφ ετέρου δέ αυτούς πού έχουν τό χάρισμα τής διακρίσεως καί διακρίνουν τό θεϊκό από τό δαιμονικό. Καί αυτό είναι σημαντικό, γιατί πολλές φορές γίνεται σύγχυση μεταξύ κτιστών καί ακτίστων ενεργειών, οπότε η διάκριση αυτή είναι έργο τής εμπειρικής θεολογίας.
1. Οι λόγοι τών αββάδων
Οι αββάδες τού «Γεροντικού» είναι εμπειρικοί θεολόγοι, γι αυτό οι λόγοι τους είναι καρποί τού Αγίου Πνεύματος καί δίνουν απαντήσεις σέ αυτούς πού θέλουν νά ζήσουν τήν εν Χριστώ ζωή μέσα στήν Εκκλησία.
Τά αποφθέγματα, συνήθως, αρχίζουν μέ τίς φράσεις «Είπεν ο αββάς», «Έλεγον περί τινος γέροντος», «Αδελφός ηρώτησε τόν αββάν», «Έλεγεν ο αββάς», «Αδελφός ηρώτησε τόν αββά τί ποιήσω;», «Έλεγον περί τού αββά», «Ηρώτησέ τις τόν αββά» κλπ.
Μού αρέσει πολύ τό βιβλίο αυτό, γιατί τόσο οι ερωτήσεις όσο καί οι απαντήσεις είναι εμπνευσμένες, αναφέρονται σέ ζωτικά εσωτερικά θέματα, αποφεύγοντας εξωτερικά πράγματα, καί διαφέρουν από τίς αναζητήσεις τών συγχρόνων ανθρώπων καί τόν τρόπο πού εκφράζονται, πού είναι λογικοκρατούμενες, κοινωνικές καί ηθικολογικές! Τό Άγιον Πνεύμα ενεργεί μέσα από τίς ερωτήσεις καί τίς απαντήσεις τέτοιων ανθρώπων.
Τά αποφθέγματα προέρχονται από Γέροντες πού είχαν αναχωρήσει από τόν κόσμο, ζούσαν συνήθως στήν έρημο, προσεύχονταν διαρκώς στόν Θεό καί έδιναν σέ αυτούς πού αναζητούσαν μέ πόνο τίς θεοπτικές εμπειρίες τους. Μπορεί γιά έναν αββά νά διασώζεται μόνον ένας λόγος, πού είναι απόσταγμα μιάς ολόκληρης ζωής, γι αυτό ο λόγος αυτός έχει αξία μεγαλύτερη από πολυσέλιδα βιβλία πού είναι διανοητικά, ξένα από εσωτερικές αναζητήσεις.
Όλοι μας σέ διάφορες στιγμές τής ζωής μας αναζητήσαμε τέτοιους αββάδες-Γέροντες καί καταλαβαίναμε τόν λόγο τους, τό «ρήμα» τους, πού ήταν «ρήμα» Θεού, πού κατερχόταν στήν καρδιά μας ως αποκάλυψη, ως «δρόσος Αερμών, η καταβαίνουσα επί τά όρη Σιών» (Ψαλμ. 132,3) καί μάς ανέπαυαν.
2. Λόγοι τού αγίου Παϊσίου
Μέ τούς λόγους τών αββάδων τού «Γεροντικού» ομοιάζουν οι λόγοι τού συγχρόνου μεγάλου αββά, τού αγίου Παϊσίου τού Αγιορείτου, ο οποίος καθημερινά δεχόταν δεκάδες καί εκατοντάδες ανθρώπους καί ενώ ζούσε στήν έρημο τής ησυχίας, εξέφραζε λόγους σωτηρίους καί θεραπευτικούς σέ αυτούς πού πράγματι τούς αναζητούσαν. Ένας από αυτούς πού τόν πλησίαζαν γιά νά τόν ρωτήσουν ήταν καί ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντίνης Αρίσταρχος, Γέρων Αρχιγραμματεύς τού Πατριαρχείου Ιεροσολύμων.
Πρίν δύο χρόνια, όταν διάβασε ένα από τά βιβλία πού έγραψα γιά τόν άγιο Παΐσιο τόν Αγιορείτη, μού έστειλε γράμμα γιά νά μέ ευχαριστήση καί μού έδωσε μερικές πληροφορίες σημαντικές, τίς οποίες θεώρησα καλό, μέ τήν άδειά του, νά δημοσιοποιήσω.
Σέ κάποιο σημείο τής επιστολής του γράφει:
«Τό έτος 1983 είχα τήν ευλογία καί τή χάρη νά δεχθώ στό κελλί μου τόν π. Παΐσιο κατά τήν επίσκεψή του στά Ιεροσόλυμα. Νομίζω ότι έπειτα καί στό Σινά».
Φαίνεται ότι ο τότε π. Αρίσταρχος εξέφρασε κάποιες δυσκολίες από τήν ζωή του καί ο άγιος Παΐσιος τού απάντησε μέ πολλή διάκριση. Τού έκανε εντύπωση ο λόγος τού αγίου Παϊσίου, γι αυτό καί μετά πού αναχώρησε έγραψε ιδιόχειρες σημειώσεις σέ ένα χαρτί, τήν φωτοτυπία τού οποίου μού έστειλε μέ τήν ένδειξη: «Μάς είπε ο π. Παΐσιος τίς ημέρες, πού έμεινε μεταξύ μας, 20-25 Μαΐου περίπου τού έτους 1983». Παραθέτω τίς φράσεις:
«Ο Χριστός δέ θά αφήσει ποτέ νά νοιώσει πόνο, εκείνος πού κάνει δικό του πόνο, τόν πόνο τών άλλων».
«Ο γλυκύς Ιησούς έχει τήν δύναμη νά μετατρέψει σέ γλυκύτητα κάθε πικρό καί κάθε πόνο».
Εδώ γίνεται λόγος γιά τόν πόνο πού δοκιμάζει ο άνθρωπος στήν ζωή του από διάφορες δυσκολίες. Όμως, όταν ο ίδιος ο πονεμένος άνθρωπος προσφέρεται στόν Χριστό πού δοκίμασε τόν πόνο στήν ζωή Του, τότε μετατρέπει αυτόν τόν πόνο τού ανθρώπου πού τόν εμπιστεύεται σέ γλυκύτητα.
Όταν κανείς θυσιάζεται γιά τούς άλλους καί αναλαμβάνη τόν πόνο τών άλλων επάνω του, τότε δέν θά τόν αφήση ο Χριστός νά πονέση. Η αγάπη είναι κένωση καί προσφορά. Όσο κανείς προσφέρεται στούς άλλους θυσιαστικά, τόσο ο Θεός προσφέρεται σέ αυτόν, πού σημαίνει ότι πρέπει νά κάνουμε δικό μας πόνο τόν πόνο τών άλλων.
Αυτός ο λόγος είναι μιά αυτοβιογραφία τού ιδίου τού αγίου Παϊσίου, αφού σέ όλη τήν ζωή του έπαιρνε επάνω του τόν πόνο τών ανθρώπων, γι αυτό ζούσε μέ μεγάλη χαρά. Αυτό ήταν αποτέλεσμα τού ότι άφηνε τόν εαυτό του στήν αγάπη καί τήν Πρόνοια τού Θεού.
Ακόμη, είπε στόν π. Αρίσταρχο πού τόν ρώτησε σχετικά:
«Χρησιμοποίησε τό μυαλό μέχρι νά τό σιχαθής».
Φυσικά, δέν είχε πρόβλημα μέ τό μυαλό, τίς σκέψεις, αλλά μέ τήν νοοτροπία νά προσπαθούμε όλα νά τά λύνουμε μέ τό μυαλό καί νά μήν εμπιστευόμαστε τήν Πρόνοια τού Θεού. Δέν είναι κακή η λογική, αλλά η λογικογρατία, ούτε ο ορθός λόγος, αλλά ο ορθολογισμός. Όταν κανείς στηρίζεται μόνο στό μυαλό του, θά έλθη στιγμή πού θά απογοητευθή.
Επίσης, είπε ότι δέν πρέπει νά πλησιάζουμε τόν Θεό διανοητικά:
«Άφησε τό μυαλό σου κατά μέρος, όταν προσεγγίζεις τόν Θεό».
Η προσευχή πρέπει νά γίνεται μέ ιδιαίτερο τρόπο, πρέπει κανείς νά αφήνεται ολοκληρωτικά στόν Θεό. Στήν αρχή η προσευχή γίνεται λογικά, γι αυτό καί η θεία Λειτουργία είναι «λογική λατρεία», ώστε μετά ο Θεός νά στείλη τό Άγιον Πνεύμα καί νά τού δώση «νοερά λατρεία», τήν προσευχή τού Αγίου Πνεύματος στήν καρδιά.
Ο άγιος Παΐσιος ήταν έμπειρος μοναχός, είχε περάσει από τά Ιδιόρρυθμα καί Κοινόβια Μοναστήρια, έζησε στήν έρημο τού Σινά καί τού Αγίου Όρους καί γνώρισε τήν πνευματική ελευθερία, η οποία στόν φιλότιμο μοναχό τού αναπτύσσει τήν πνευματική πρόοδο. Γι αυτό είπε:
«Στά μεγάλα Κοινόβια δέν υπάρχει πολλές φορές η ελευθερία, πού χρειάζεται γιά νά αναπτυχθή ένας μοναχός. Τείνουν νά μετατραπούν, μάλλον υπάρχει ο κίνδυνος νά μετατραπούν σέ οργανισμούς μέ κάπως στρατιωτικό πνεύμα, στούς οποίους ο ηγούμενος είναι σάν πρόεδρος. Ενώ εσείς στό μοναστήρι σας, έχετε μιά ελευθερία, πού μπορεί νά αποβή ωφέλιμη, άν τήν αξιοποιήσετε».
Στόν λόγο αυτόν φαίνεται αφ ενός μέν η μεγάλη πνευματική εμπειρία τού αγίου Παϊσίου, αφ ετέρου δέ ο διακριτικός του λόγος, η πνευματική αρχοντιά του καί τό μοναχικό του φιλότιμο. Ίσως, στό Μοναστήρι αυτό πού αναφέρεται υπήρχε πολλή ελευθερία καί ο άγιος Παΐσιος προσπαθεί νά τούς βγάλη κάποιους «στραβούς λογισμούς» καί νά τούς τονώση πνευματικά, ώστε νά αξιοποιήσουν αυτήν τήν ελευθερία, η οποία, όταν υπάρχη πνευματικό φιλότιμο, ωφελεί τόν μοναχό.
3. Τό πνευματικό πρόβλημα καί η πνευματική αντιμετώπισή του
Ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντίνης Αρίσταρχος πέρα από τό ότι κατέγραψε όσα προφορικά τού είπε ο άγιος Παΐσιος, στήν επιστολή πού μού έστειλε, καί τήν οποία, επαναλαμβάνω, τήν χρησιμοποιώ μέ δική του άδεια, μού δίνει δύο πληροφορίες.
Η πρώτη ότι είχε επισκεφθή τόν άγιο Παΐσιο τόσο στό κελλί τού Τιμίου Σταυρού όσο καί στήν Παναγούδα. Μού γράφει:
«Τόν άγιο Παΐσιο Εσείς είχατε γνωρίσει εκ τού σύνεγγυς περισσότερον εμού. Πιστεύω νά Σάς ενδιαφέρη, άν δέν γνωρίζετε ότι, καί εγώ τόν είχα επισκεφθή μέ τόν μακαριστό πατέρα μου στό κελλί του, πρώτα κοντά στήν Μονή Σταυρονικήτα καί έπειτα κοντά στήν Μονή Κουτλουμουσίου. Η παρουσία του καί τά λόγια του μάς ήταν ευεργετικά».
Σκέφτομαι: Πόσοι άνθρωποι, Επίσκοποι, Κληρικοί, μοναχοί, λαϊκοί δέν επισκέφθηκαν τόν άγιο Παΐσιο στόν χώρο τής ασκήσεώς του καί διατήρησαν μέχρι τέλους τής ζωής τους αυτήν τήν συνάντηση μαζί του!
Η δεύτερη πληροφορία είναι ότι ο τότε Αρχιμ. Αρίσταρχος είχε ένα μεγάλο πνευματικό πρόβλημα τήν εποχή εκείνη, όπως γράφει:
«Τό έτος 1986 βρισκόμουν σέ μεγάλο αδιέξοδο, λόγω προσκυνητρίας πού είχα αναλάβει πνευματικά καί δέν ήξερα νά τήν κατευθύνω. Τότε σκέφθηκα καί έγραψα επιστολή στόν π. Παΐσιο, στήν οποία ζητούσα τήν γνώμη του γιά τό πρόβλημα πού είχα. Δόξα τώ Θεώ καί χάρις στόν νύν άγιο Παΐσιο -ήταν βέβαια από τότε άγιος-, ήλθε η απάντηση, η οποία ήταν ακριβώς αυτή πού έπρεπε καί έδωσε λύση στό πρόβλημά μου».
Όσοι ασκούν τό έργο τής πνευματικής πατρότητος γνωρίζουν ότι πολλές φορές βρίσκονται μπροστά σέ μεγάλες δυσκολίες, επειδή πρέπει νά διακρίνουν άν κάτι είναι αποτέλεσμα τών παθών ή τού νευρικού συστήματος, καί άν είναι δαιμονικό ή είναι σωματικό. Ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντίνης, ως Αρχιμανδρίτης πού ήταν τότε, μέ πολλή ταπείνωση σημειώνει ότι είχε φθάσει σέ αδιέξοδο, δέν ήξερε νά κατευθύνη μιά προσκυνήτρια, καί σκέφθηκε νά γράψη στόν π. Παΐσιο, άν καί δέν είχε Ιερωσύνη, αλλά είχε τό χάρισμα τής διακρίσεως τών πνευμάτων. Ένας Κληρικός μέ τό χάρισμα τής Ιερωσύνης τελεί τά Μυστήρια, αλλά άν δέν έχη τό χάρισμα τής διακρίσεως, δέν μπορεί νά βοηθήση πνευματικά τόν άνθρωπο, καί αισθάνεται τήν ανάγκη νά ερωτήση κάποιον διακριτικό Γέροντα.
Καί, πράγματι, στήν περίπτωση αυτή ο άγιος Παΐσιος μέ τό ιδιαίτερο χάρισμα πού είχε τού έδωσε τήν κατάλληλη λύση. Παραθέτω τήν απάντηση τού αγίου Παϊσίου ολόκληρη, στήν συνέχεια θά σημειώσω μερικές παρατηρήσεις.
IC XC
NI KA
«Παναγούδα» τή 14-3-86
Αγαπητέ μου αδελφέ π. Αρίσταρχε
Ευλογείτε, καί βοήθειά μας ο Άγιος Βενέδικτος.
Έλαβα τήν επιστολήν σας αλλά δέν σάς απήντησα αμέσως, καί γιά έναν λόγο πού δέν απαντώ σέ επιστολές σάν τυπικό.
Δυσκολεύτηκα γιά τόν λόγο αυτό, αλλά μού ήτο πιό δύσκολο νά μή σάς γράψω. Η ψυχή αυτή, γιά τήν οποία μού γράψατε, έχει καί σωματική πάθεση, καί πλάνη, καί δέχεται δαιμονική επίδραση. Καλά είναι νά τήν συνδέσης μέ κανέναν άλλο Πνευματικό ηλικιωμένον, καί εμπειρώτερον, καί εσύ νά τής δείχνης αγάπη από μακριά, νά προσεύχεσαι. Μόνον νά τήν απομακρύνης ομαλά, αφού τήν συνδέσης.
Διά δέ τόν όρκο πού έκανες, παρόλον πού η διάθεσή σου ήτο καλή, δέν έπρεπε νά τόν κάνης, ούτε καί νά ορκίζεσαι άλλη φορά έτσι σέ τέτοιες περιπτώσεις.
Νά τό αναφέρεις σέ κανέναν Αρχιερέα γνωστό σου νά τόν λύση. Μήν στενοχωρήσαι γι αυτό, γιατί ο Χριστός τήν καρδιά βλέπη, τά ελατήρια πού κινείται ο άνθρωπος.
Νά βοηθάς σέ περιπτώσεις εύκολες τώρα στίς αρχές, μέχρι νά αποκτήσης πείρα. Είναι εις θέση αυτή η ψυχή νά καθυστερή τήν Πνευματική σου Φάλαγγα, μέ τά σαμποτάζ πού θά σού δημιουργή χαλώντας τά γεφύρια σου. Νά σού τρώει καί όλες τίς δυνάμεις σου, άσκοπα. Επομένως; καλύτερα είναι τό νά τρώη πολύ φαγητό. Ένας έμπειρος, ξέρει πότε νά δίνη σημασία στίς σκηνές πού κάνει, καί πότε νά αδιαφορή.
Ενώ εσύ τώρα μέ τήν καλή σου διάθεση, θά δίνης πάντοτε σημασία καί θά σέ ταλαιπωρή, καί θά καθυστερεί η πνευματική σου πρόοδο.
Εγώ θά εύχομαι.
Ο Χριστός καί η Παναγιά μαζί σας, καί καλή τεσσαρακοστή.
Μέ σεβασμό καί αγάπη Χριστού ασπάζομαι τήν δεξιάν σας. Τούς αδελφικούς ασπασμούς σόλους τούς Πατέρας.
Μοναχός Παΐσιος».
Άν καί τό γράμμα τού αγίου Παϊσίου είναι καθαρότατο, εν τούτοις θά σημειώσω μερικές παρατηρήσεις.
Πρώτον. Ο άγιος Παΐσιος ζούσε μέσα σέ ησυχία, προσευχόταν γιά όλον τόν κόσμο, έφευγε πολλές φορές από τήν καλύβη του γιά περισσότερη ηρεμία μέσα στό δάσος, αλλά οι άνθρωποι πού είχαν ανάγκες τόν αναζητούσαν καί τόν πίεζαν. Όλοι μας προσπαθούσαμε νά χρησιμοποιούμε πολλά «τεχνάσματα» γιά νά τόν ανακαλύπτουμε. Όλη τήν νύκτα είχε ανάγκη νά κάνη τά «καλογερικά» του, κυρίως νά προσεύχεται γιά όλους τούς ανθρώπους, ιδιαιτέρως γιά τούς κεκοιμημένους πού τούς αγαπούσε ιδιαίτερα.
Έτσι, ενώ διάβαζε όλα τά σημειώματα καί τά γράμματα καί προσευχόταν γι αυτούς, λίγες φορές απαντούσε. Όπως γράφει «δέν απαντώ σέ επιστολές σάν τυπικό». Αυτό ήταν τό «τυπικό» του, τό νά μήν απαντά σέ κάθε επιστολή, αλλά νά προσεύχεται.
Τό γνωρίζω προσωπικά, αφού τού έστελνα κατά καιρούς επιστολές καί ποτέ δέν μού απάντησε σέ γράμματα, αλλά έστελνε τίς απαντήσεις μέ άλλον τρόπο. Τίς περισσότερες φορές προσευχόταν καί καταλάβαινα πολύ καλά τήν ενέργεια τής προσευχής του. Γνωρίζω ότι η αποχώρησή μου από τήν Έδεσσα, μετά τήν κοίμηση τού αγίου Καλλινίκου, μέχρι τήν έλευσή μου στήν Ναύπακτο, ήταν αποτέλεσμα τής προσευχής του. Δέν θά αναφέρω λεπτομέρειες γι αυτό. Μιά φορά μετά από μιά επιστολή μου ήλθε στήν Έδεσσα γιά νά λύση τό θέμα επιτοπίως, καί άλλες φορές μέ περίμενε νά τόν επισκεφθώ στήν Καλύβη του γιά νά μού απαντήση.
Μάλιστα υπάρχει ένα συγκεκριμένο περιστατικό. Όταν ο άγιος Καλλίνικος Μητροπολίτης Εδέσσης συνάντησε τόν άγιο Παΐσιο στήν Ιερά Μονή Σταυρονικήτα, στήν χειροτονία τού π. Παϊσίου (Κυριακού), χάρηκε πολύ καί τόν παρεκάλεσε νά έλθη στήν Έδεσσα καί χαριτολογώντας τού είπε: «Θά σάς υποδεχθώ μέ Φιλαρμονική μουσική» ως επίσημο.
Όταν ο άγιος Παΐσιος ήλθε στήν Έδεσσα γιά νά λύση ένα δικό μου θέμα, μετά από επιστολή πού τού έστειλα, ήλθε στήν Ιερά Μητρόπολη τήν παραμονή τής Πρωτοχρονιάς γιά νά λάβη τήν ευχή τού αγίου Καλλινίκου καί τήν ώρα εκείνη η Φιλαρμονική Μουσική τής Μεραρχίας παιάνιζε τά κάλαντα στόν Μητροπολίτη, οπότε εκπληρώθηκε εκείνος ο πρό ετών λόγος!
Στό γράμμα τού τότε Αρχιμανδρίτου Αριστάρχου αισθάνθηκε τήν ανάγκη νά απαντήση, όπως γράφει: «Μού ήτο πιό δύσκολο νά μήν σάς γράψω», επειδή κατάλαβε ότι τό θέμα ήταν σοβαρότατο καί μάλιστα πνευματικό.
Δεύτερον. Γιά τήν περίπτωση πού απασχολούσε τόν επιστολογράφο του γράφει: «Η ψυχή αυτή, γιά τήν οποία μού γράψατε, έχει καί σωματική πάθεση, καί πλάνη, καί δέχεται δαιμονική επίδραση».
Αυτή είναι μιά διάγνωση τήν οποία κάνει ένας φωτισμένος από τό Άγιον Πνεύμα διακριτικός Γέροντας. Μιά ασθένεια μπορεί νά είναι μόνον σωματική ή μόνον πλανεμένη κατάσταση ή μόνον δαιμονική. Στήν περίπτωση αυτή είχαν συνδεθή οι τρείς αυτές ασθένειες. Όταν ο διάβολος καταλαμβάνη έναν άνθρωπο, ο οποίος έχει καί νευρολογικά προβλήματα, τότε επηρεάζει καί όλον τόν ψυχοσωματικό οργανισμό τού ανθρώπου. Αυτό έκανε τήν «προσκυνήτρια» αυτήν νά δημιουργή μεγάλα προβλήματα στόν πνευματικό, ο οποίος δέν μπορούσε νά βοηθήση. Ο άγιος Παΐσιος τό κατάλαβε μέ τήν πνευματική ακτινογραφία πού έκανε, επειδή φωτιζόταν από τό Άγιον Πνεύμα.
Τρίτον, ο άγιος Παΐσιος δέν αρκέσθηκε σέ μία σωστή διάγνωση, αλλά έκανε καί σωστή θεραπεία. Έπρεπε νά βοηθήση τήν «προσκυνήτρια» αυτήν καί νά βοηθήση, κυρίως τόν Πνευματικό πού βρισκόταν «σέ μεγάλο αδιέξοδο» καί δέν μπορούσε «νά τήν κατευθύνη».
Δέν τόν προτρέπει νά τήν εγκαταλείψη, αλλά τόν συμβουλεύει νά τήν απομακρύνη μέ σοφό πνευματικό τρόπο. Δηλαδή, πρώτα πρέπει νά τήν συνδέση μέ «άλλον πνευματικό ηλικιωμένον καί εμπειρώτερον» καί μόνον τότε νά «τήν απομακρύνη ομαλά», νά τής «δείχνει αγάπη από μακρυά» καί «νά προσέυχεται».
Οι συμβουλές αυτές είναι απόσταγμα μεγάλης διακρίσεως, ώστε νά ωφεληθούν καί η «προσκυνήτρια» καί ο πνευματικός. Η βοήθεια μπορεί νά προσφέρεται μέ αγάπη καί προσευχή «από μακρυά», αφού όμως ασχοληθή κάποιος άλλος εμπειρότερος πνευματικός μαζί της.
Όμως, προχωρεί ακόμη περισσότερο γιά νά διορθώση καί κάποια δέσμευση πού είχε αναλάβει ο πνευματικός. Δέν διστάζει νά τού πή ότι δέν έπρεπε νά ορκισθή στήν ανάληψη αυτού τού έργου. Αυτό τό γράφει μέ πολλή τρυφερότητα, αφού η «διάθεσή του ήταν καλή», «νά μή στενοχωρήται γι αυτό, «γιατί ο Χριστός τήν καρδιά βλέπει, τά ελατήρια πού κινείται ο άνθρωπος». Παρά ταύτα πρέπει νά τό αναφέρη σέ «κανέναν Αρχιερέα γνωστό σου νά τόν λύση». Δηλαδή, φωτίζεται από τόν Θεό νά κάνη ορθή διάγνωση, συμβουλεύει γιά τήν θεραπεία, αλλά δέν υπερβαίνει τήν θέση του στήν Εκκλησία, αφού είναι μοναχός, ούτε παραθεωρεί τό χάρισμα τής Αρχιερωσύνης.
Έχει διάκριση καί ως πρός τά όρια πού πρέπει νά υπάρχουν στήν Εκκλησία, αφού οι Αρχιερείς είναι εις «τύπον καί τόπον Χριστού» καί διάδοχοι τών Αποστόλων, πού έλαβαν τό Άγιον Πνεύμα νά συγχωρούν καί νά λύνουν αμαρτίες καί διάφορους όρκους καί υποσχέσεις.
Τέταρτον, λαμβάνοντας αφορμή από τό περιστατικό αυτό πού ο πνευματικός έφθασε σέ αδιέξοδο, επειδή δέν είχε αποκτήσει ακόμη πνευματική πείρα, τού συνιστά μέ πολλή διάκριση καί αγάπη, ότι τώρα πού είναι στήν αρχή τής διακονίας αυτής «νά βοηθά σέ περιπτώσεις εύκολες», «μέχρι νά αποκτήση πείρα».
Υπάρχει κίνδυνος μιά τέτοια περίπτωση νά καθυστερή «τήν Πνευματική σου Φάλαγγα καί τά σαμποτάζ πού θά σού δημιουργεί χαλώντας τά γεφύρια σου». Εδώ χρησιμοποιεί εικόνες από τόν στρατό καί μάλιστα κατά τίς εμπόλεμες καταστάσεις. Φαίνεται ότι η θεολογία, ως λόγος καί γνώση τού Θεού είναι πνευματική στρατιωτική επιστήμη. Ο άνθρωπος πρέπει νά προχωρή μπροστά «πρός καθαίρεσιν οχυρωμάτων» (Β΄ Κορ. ι΄, 4) τού εχθρού καί όχι νά δέχεται πνευματικό «σαμποτάζ».
Άν ο πνευματικός δέν γνωρίζη τά μυστικά τού πνευματικού αγώνος, τότε καταστρέφονται όλες «οι δυνάμεις του άσκοπα». Μόνον ένας «έμπειρος πνευματικά» «ξέρει πότε νά δίνη σημασία στίς σκηνές» πού κάνει ο εξομολογούμενος καί πότε νά «αδιαφορή».
Αυτή η συμβουλή δείχνει μεγάλη πατερική εμπειρία, καίτοι ο άγιος Παΐσιος δέν ήταν πνευματικός, αλλά ασκητής! Ο πνευματικός άλλοτε πρέπει νά δείχνη ενδιαφέρον, όταν κάποιος εξομολογούμενος δημιουργή διάφορες καταστάσεις, γιά νά τόν βοηθήση, καί άλλοτε νά αδιαφορή. Πώς θά τό ξέρη αυτό; Είναι καρπός φωτισμού από τόν Θεό καί πνευματικής πείρας.
Όταν ο πνευματικός δέν μπορεί νά κάνη διάκριση, έστω καί «άν έχει καλή διάθεση» γιά νά βοηθήση, θά δίνη «πάντοτε σημασία» σέ όλα, μέ αποτέλεσμα νά «ταλαιπωρήται» καί «νά καθυστερή η πνευματική του πρόοδος».
Πέμπτον, αφού κάνει ορθή διάγνωση, δίνει ορθή θεραπεία καί ορθή κατεύθυνση. Στήν συνέχεια δείχνει όλη τήν αγάπη του, διαβεβαιώνοντάς τον ότι θά εύχεται γι αυτόν. Καί τού εύχεται ο Χριστός καί η Παναγιά νά είναι μαζί του. Επειδή δέ σέβεται τήν Ιερωσύνη του, αφού ο ίδιος είναι μοναχός, τελειώνει τήν επιστολή «μέ σεβασμό καί αγάπη Χριστού» καί ασπάζεται «τήν δεξιά του».
Στήν επιστολή αυτή βλέπει κανείς έναν μεγάλο «πνευματικό στρατηγό», πού γνωρίζει τόν τρόπο μέ τόν οποίο ο διάβολος πλανά τόν άνθρωπο, γνωρίζει όλα τά «νοήματα αυτού» (Β΄ Κορ. β΄, 11) καί δίνει σαφείς οδηγίες γιά τήν αντιμετώπιση τών προβλημάτων πού προέρχονται από τίς δαιμονικές επιδράσεις. Έτσι κατευθύνει έναν πνευματικό πατέρα, αλλά τό κάνει μέ μιά καταπληκτική διάκριση, γνωρίζοντας τά όριά του μέσα στήν Εκκλησία, αφού είναι απλούς μοναχός καί ο συνομιλητής του είναι Κληρικός.
Ευχαριστώ τόν Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντίνης κ. Αρίσταρχο, Γέροντα Αρχιγραμματέα τού Πατριαρχείου Ιεροσολύμων πού μού εμπιστεύθηκε αυτήν τήν επιστολή καί μού έδωσε καί άλλες πληροφορίες πού παρουσίασα στό κείμενο αυτό. Δοξάζω τόν Θεό γιά τήν ύπαρξη τόσων αγίων πού έζησαν καί ζούν μεταξύ μας, μεταξύ τών οποίων συγκαταλέγεται ο άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης, πού ήταν όντως ένας αββάς τού Γεροντικού, τού οποίου είθε νά έχουμε τίς πρεσβείες πρός τόν ελεήμονα Θεό.