Γέροντας Σταμάτης: Ο ληστής αυτός, ο Σταμάτης, είχε μεγάλη δράση στα περίχωρα της Χαλκιδικής και κατά καιρούς φαίνεται πως έκανε ληστείες και μέσα στο Άγιον Όρος.
Μια μέρα αποφάσισε, με δυο παλληκάρια του, να ληστέψει ένα από τα κελλιά, που βρίσκεται σε κάπως μακρινή απόσταση από τις Καρυές και είναι μεμονωμένο από τα άλλα γύρω κελλιά. Το κελλί αυτό ανήκει σαν εξάρτημα στην Ιερά Μονή του Παντοκράτορα και έχει εκκλησία έπ” ονόματι του Αγίου Γεωργίου του «Φανερωμένου», είναι πολύ παλιό και όπως μου διηγήθηκαν: Ό σεβαστός Γέροντας μου Ιωακείμ Μοναχός και τελευταία με βεβαίωσαν και ή συνοδεία των αδελφών Δανιηλαίων, πού και αυτοί είχαν ακούσει την υπόθεση αυτή από τους Γεροντάδες τους, και εκείνοι από τον πάππου τους, Γέροντα Δανιήλ τον πρώτον, ότι πριν από 200 χρόνια πήγε ό ληστής αυτός να ληστέψει το κελλί αυτό που είχε φήμη πως ήταν ένα από τα πιο πλούσια κελλιά των Καρυών.
Όπως είναι γνωστό, στα χρόνια της Τουρκικής σκλαβιάς, όλα τα βουνά της Πατρίδας μας ήταν γεμάτα από ληστές και ληστοσυμμορίες.
Οι ληστές αυτοί κατασκόπευσαν και έμαθαν πως στο κελλί αυτό μένουν δύο γεροντάκια αδύνατα και έχουν χρήμα πολύ. Τούτο παρακίνησε τους ληστές να κάνουν την επιχείρηση της ληστείας τους.
Τα μεσάνυχτα πήγαν στο κελλί αυτό, χτύπησαν την πόρτα. Μια φωνή ακούστηκε από μέσα να ρωτάει ποιος είναι που κτυπά την πόρτα; και τι θέλει τέτοια ώρα; Οι ληστές δεν μίλησαν -παρά επέμεναν να χτυπούν την πόρτα και προστακτικά ο αρχηγός τους Σταμάτης είπε: Ανοίχτε μας είμαστε ξένοι και θέλουμε να φιλοξενηθούμε.
Ένα παλληκάρι τους άνοιξε την πόρτα και τους ρώτησε τι θέλετε τέτοια ώρα; Γιατί ήρθατε εδώ; Αυτοί όπως ήταν αρματωμένοι είπανε θέλουμε τον Γέροντα, είναι ανάγκη, παραξενεύτηκαν όμως που είδαν πως στο κελλί αυτό υπάρχει και νέος, διότι αυτοί γνώριζαν πως μόνο δύο γέροι άρρωστοι μένουν εκεί, ο νέος που βρέθηκε; Το παλληκάρι τους οδήγησε στον Ξενώνα, το λεγόμενο «Αρχονταρίκι» και τους είπε: «Καθίστε εκεί ώσπου να φωνάξω τον Γέροντα».
Οι ληστές κάθισαν και περίμεναν για νάρθει ο Γέροντας. Πέρασε μια ώρα, πέρασαν δυο, μα ο Γέροντας δεν φαινόταν νάρθει, ούτε άλλος κανείς, αλλά βασίλευε απόλυτη σιγή και ησυχία σ” όλο το σπίτι. Τότε οι ληστές έχασαν την υπομονή τους και δοκίμασαν να σηκωθούν, για να ληστέψουν όπως αρχικά είχαν αποφασίσει και να πάρουν ότι πολύτιμο υπήρχε από χρήμα μέχρι κανδήλια ασημικά και ότι άλλο θα έβρισκαν, αλλάδεν μπορούσαν να κουνηθούν ούτε δεξιά, ούτε αριστερά, ούτε χέρια ούτε πόδια μπορούσαν να κουνήσουν και σαν να ήταν δεμένοι χεροπόδαρα, δεν μπορούσαν καθόλου να σαλέψουν από τη θέση τους.
Άρχισαν τότε να φωνάζουν και να ζητούν βοήθεια, οι πάνοπλοι ληστές από τους αδύνατους και άρρωστους γεροντάδες. Από τις φωνές τους ξύπνησαν τα γεροντάκια, πετάχτηκαν τρομαγμένα από τον ύπνο, έτρεξαν εκεί που ακούγονταν οι φωνές στο Αρχονταρίκι και τι να δούν! Οι ληστές φαίνοταν μεν ελεύθεροι, αλλά δεν μπορούσαν να κουνηθούν από τις θέσεις τους. Οι γέροντες τους ρώτησαν: Ποιοι είσθε εσείς; τι θέλετε εδώ; Πως ήρθατε, πως μπήκατε μέσα στο σπίτι μας; Ποιος σας άνοιξε την πόρτα και σας έβαλε μέσα;
Οι ληστές στην αρχή φώναζαν, απειλούσαν και έλεγαν: «θα σας σφάξουμε σαν τα κατσίκια, μας κάματε μαγεία για να μη μπορούμε να κουνηθούμε, λύστε μας αν θέλετε το καλό σας, γιατί μας δέσατε; Εμείς είμαστε καλοί άνθρωποι, δεν ήρθαμε να σας κάνουμε κακό.
Τέλος, αφού κατάλαβαν πως ήταν πιο αδύνατοι από τα γεροντάκια και δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς, άρχισαν με κλάματα να παρακαλούν για να τους λύσουν.
Οι γέροντες πάλι, με ήρεμο και ταπεινό τρόπο, τους ρώτησαν: «Πως βρεθήκατε αδελφοί μέσα στο σπίτι μας; Ποιος σας άνοιξε και τι θέλετε από μας;»
Οι ληστές απάντησαν κλαίγοντας, για το κακό που τους βρήκε, και είπαν, με παρακλητικό τώρα τρόπο: «Γεροντάδες, ένα παλληκάρι μας άνοιξε την πόρτα, μας έβαλε εδώ να καθίσουμε και μας είπε να περιμένουμε ώσπου να έρθετε και εσείς».
Οι γέροντες κατάλαβαν πως κάποιο θαύμα πρέπει να έγινε, τρέξανε στην εκκλησία, πήραν την εικόνα του Αγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου και την έδειξαν στους ληστές.
Έντρομοι τότε εκείνοι, άμα είδαν την εικόνα, με ένα στόμα είπαν: «Ναι, αυτός είναι που μας άνοιξε» και αμέσως μετανοιωμένοι αναπήδησαν από τις θέσεις τους, έπεσαν και προσκύνησαν την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και με χαρά αναφώνησαν ότι αυτός είναι, που μας φανερώθηκε και τώρα μας λευτέρωσε από τα αόρατα δεσμά μας. Μετανόησαν για τις πράξεις τους, έκαμαν πολλά δώρα και εικόνα -στο κελλί αυτό- του Αγίου Γεωργίου και από τότε πήρε το όνομα «Άγιος Γεώργιος ο Φανερωμένος».
Ο ληστής αυτός, μετά από το μεγάλο αυτό θαύμα που του συνέβη – και όπως με βεβαίωσε η Συνοδεία των Δανιηλαίων – μετανοιωμένος άφησε το επάγγελμα του ληστή και πήγε στα Καρούλια. Εκεί έχτισε μικρή ασκητική καλύβα και εκκλησάκι επ” ονόματι του Αγίου Γεωργίου. Έγινε Μοναχός με το όνομα Σταμάτης. Λέγουν ότι αυτός είναι ο πρώτος που κατοίκησε στα Καρούλια. Βρήκε τη γαλήνη στην έρημο αυτή, βρήκε την ειρήνη της ψυχής του και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του με ειλικρινή μετάνοια και συντριβή, εξομολογούμενος καθ” ήμερα τα αμαρτήματά του, προχώρησε στην πνευματική ζωή τόσο, που καθώς έγραφε στον Γέροντα Δανιήλ τον Κατουνακιώτη, ο Λαυριώτης Μοναχός και μετέπειτα Μητροπολίτης Κορυτσάς και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευλόγιος Κουρίλας, ότι βρήκε στα πρακτικά της Μεγίστης Λαύρας, να γράφουν πως «ο Γέρων Σταμάτης, πρώην ληστής στα Καρούλια, είχε τέλος οσιακό και ήταν άγιος Μοναχός».