Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης: Η ασθένεια και η θλίψη είναι το κατ’ εξοχήν φάρμακο της πρόνοιας του Θεού για να φέρει τον άνθρωπο κοντά Του και να αυξήσει την αρετή του.
Ο Ιώβ ήταν ο καλύτερος άνθρωπος πάνω στη γη, αλλά ο Θεός ήθελε να τον κάνει ακόμα καλύτερο. Και από τότε που δοκιμάστηκε, από τότε και δοξάστηκε. Ήταν καλός άνθρωπος και ευσεβής, αλλά χωρίς δοκιμασία δεν ήταν ονομαστός. Από τη στιγμή όμως δοκιμάστηκε και πολέμησε και αγωνίστηκε και στεφανώθηκε και πλούτισε, από κει και ύστερα άρχισε η δόξα του, και απλώθηκε μέχρι σήμερα. Το παράδειγμά του είναι φωτεινότατο και ενισχύει κάθε άνθρωπο που δοκιμάζεται.
Αν αυτός δοκιμάστηκε που ήταν ένας άγιος, πολύ περισσότερο εμείς που είμαστε αμαρτωλοί. Και το αποτέλεσμα ήταν να τον κάνει άγιο και να του δώσει πάλι χρόνια ζωής και να τον ευλογήσει διπλά και τριπλά απ’ ότι έχασε, και έτσι να γίνει ένα φωτεινό παράδειγμα ανά τους αιώνες για κάθε πονεμένο άνθρωπο· να προσαρμόζεται και ν’ ακουμπάει σ’ αυτό το παράδειγμα και να ξεκουράζεται και αυτός και να λέει: «Ως έδοξε τω Κυρίω, ούτω και εγένετο. Είη το όνομα του Κυρίου ευλογημένον». Σκύβει το κεφάλι και λέει: ο Θεός έδωσε, ο Θεός το πήρε. Και το παιδί ακόμα να μου πάρει, ο Θεός δεν μου το έδωσε; Το πήρε. Πού είναι το παιδί μου; Στον ουρανό; Εκεί τί γίνεται; Αναπαύεται εκεί…
Πίσω από κάθε δοκιμασία κρύβεται το θέλημα του Θεού και η ωφέλεια, την οποία φυσικά ίσως εκείνο τον καιρό να μην μπορεί να την δει, αλλά με τον χρόνο θα την γνωρίζει. Έχουμε τέτοια παραδείγματα πάρα πολλά.
Όπως και με τους αγίους Ανδρόνικο και Αθανασία. Αυτοί ήταν ανδρόγυνο· και ήταν χρυσοχόος ο Ανδρόνικος με πολύ πλούτο. Το ένα μέρος του κέρδους έτρεφε την οικογένειά του. Το άλλο μέρος του κέρδους το έδινε στους φτωχούς και το υπόλοιπο μέρος του κέρδους το έδινε άτοκα στους ανθρώπους που δεν είχαν χρήματα. Είχαν δύο χαριτωμένα παιδάκια. Και μια μέρα από μία αρρώστια πέθαναν και τα δύο. Πηγαίνουν και τα θάβουν και οι δύο. Η Αθανασία η καημένη πάνω στον τάφο έκλαιγε, έκλαιγε, έκλαιγε. Και ο Ανδρόνικος έκλαιγε και αυτός. Είδε και απόειδε, τράβηξε για το σπίτι. Έμεινε η καημένη η Αθανασία και έκλαιγε πάνω στον τάφο: «Τα παιδιά μου» και «τα παιδιά μου», και κόντευε να βασιλέψει ο ήλιος και να κλείσει το νεκροταφείο. Για μια στιγμή, επάνω στη θλίψη της και στη στεναχώρια της, βλέπει και έρχεται ένα μοναχός και της λέει: «Κυρά μου, γιατί κλαις;»
«Πώς να μην κλαίω πάτερ;» (Αυτή νόμιζε πως ήταν ο παπάς του νεκροταφείου). «Έθαψα τα παιδιά μου, τους δύο αγγέλους μου, τους έβαλα μέσα στον τάφο και έμεινα εγώ και ο άνδρας μου εντελώς μόνοι. Δεν έχουμε δροσιά καθόλου».
Της λέει: «Τα παιδιά σου είναι στον παράδεισο με τους αγγέλους. Είναι στην ευτυχία και στη χαρά του Θεού και συ κλαις, παιδί μου; Κρίμα, είσαι και χριστιανή».
«Ώστε ζουν τα παιδιά μου; Είναι άγγελοι;»
«Βεβαίως είναι άγγελοι τα παιδιά σου».
Ήτανε ο Άγιος της εκκλησίας εκεί. Τελικά έγιναν μοναχοί ο Ανδρόνικος και η Αθανασία και αγίασαν…
Από το τεύχος: Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου, Παραινέσεις πατρικές. Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη”, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 15.