Επέστρεψα στο χωριό… Δυο μέρες στην εορταστική Αθήνα ήταν αρκετές για να μου υπενθυμίσουν τι πα να πει κατάθλιψη. Έφυγα τρέχοντας κι ελπίζω να στρώσω, να συνέλθω, να γειάνω με το ξημέρωμα της αυριανής μέρας, που θα βγω το χωράφι και στο βουνό.
Τέτοιο βάρος ασήκωτο στο στήθος, τόση θλίψη, είχα να νιώσω πολλά χρόνια. Δεν αντέχεται τόση υποκρισία και τόση ελαφρότητα, όση αντίκρισα γύρω μου στην χριστουγεννιάτικη πρωτεύουσα.
Ο Τιτανικός βουλιάζει και οι κυρίες και κύριοι του μεσαίου πατώματος φτιάχνουν τα νύχια τους, κάνουν τα ψώνια τους, κόβουν βόλτες, ετοιμάζουν τα τραπέζια τους, την ίδια στιγμή που στο κάτω πάτωμα υπάρχουν πτώματα και η στάθμη των υδάτων ολοένα ανεβαίνει. Αυτοί απλά ελπίζουν πως κάποιος, ο Σαμαράς πχ, θα βουλώσει την τρύπα και θα σταματήσουν τα νερά να ανεβαίνουν, όσους πνίξανε πνίξανε, τι να κάνουμε, ας είχανε φροντίσει, ας είχανε κάνει τα κουμάντα τους να σωθούνε.
Πολλοί απ’ τους διασκεδαστές κάνουν και την ετήσια φιλανθρωπία τους (ως ανώτεροι του ανθρώπου, είναι φιλάνθρωποι) πετώντας μια σακούλα φαϊ ή κάνα ρούχο στον σωρό που έστησε ο Καμίνης στο Σύνταγμα για να τον προβάλει το τηλεοπτικό δίκτυο που στηρίζει εδώ και χρόνια την εξαθλίωση.
Πριν μερικές δεκαετίες, όταν είχε πένθος ο γείτονας δεν ανοίγαμε ούτε το ραδιόφωνο γιατί ήτανε ντροπή ο άλλος να πενθεί κι εσύ να να διασκεδάζεις. Σήμερα οι Έλληνες στην πλειονότητά τους είναι πλέον ιδιώτες τελειωμένοι και χωρίς καμία πιθανότητα ανάκαμψης. Κανέναν δεν ενδιαφέρει ο πόνος και το πένθος του άλλου. Σε κάθε τετράγωνο της μεγαλούπολης η δυστυχία είναι παρούσα μαζί με την γελοιότητα της δήθεν ευμάρειας, που είτε αδιαφορεί ξεδιάντροπα για την δυστυχία είτε την ελεεί, μέρες που είναι, για να ξεμπερδεύει μια και καλή με όλα.
Και όλα αυτά βεβαίως προδίδουν ξεκάθαρα για ποιον λόγο είμαστε εδώ που είμαστε, για ποιον λόγο ακολουθούμε αυτές τις πολιτικές ξεπουλήματος των πάντων για να σώσουμε τα τομάρια μας και, το χειρότερο, αποδεικνύουν ότι υπάρχει ακόμα αρκετό ανθρώπινο λίπος, για να ξεσκίσουν οι Αγορές. Δεν έχουμε τελειώσει.
Νύχτα λοιπόν και με στήθος βαρύ κι ασήκωτο έφτασα πίσω στο χωριό. Ο Μάρτης με υποδέχτηκε φιλώντας μου τα χέρια, λες κι είναι άνθρωπος κι εγώ φιλάνθρωπος που του δωσα ελεημοσύνη.