Γράμματα πολλά δεν έμαθε, με δυσκολίες τελείωσε το σχολαρχείο της εποχής εκείνης, βαδίζοντας καθημερινώς δύο και πλέον ώρες -για την πλησιέστερη κωμόπολη, ο Ευθύμιος. “Από μικρός αγαπούσε την Εκκλησία βοηθώντας σαν παπαδάκι τον ευλαβή πάππου του στην ψαλτική.
Έτσι έμαθε την τάξη της Εκκλησίας και συγχρόνως να ψάλλει. Κι όταν έφυγε για την άλλη ζωή ο παππούς, έμεινε μοναδικός ψάλτης της Εκκλησίας ό Ευθύμιος. Έτσι τον συνάντησε σε μία περιοδεία του ό Επίσκοπος της περιοχής. “Πρίμος τπλεον ό Ευθύμιος, καλός οικογενειάρχης με τρία παιδιά έως τότε, και επειδή ό ιερεύς του χωρίου λόγω γήρατος και ασθένειας άπεχώρησε, οι χωρικοί ζητούν ιερέα από τον Επίσκοπο.
Καί -ποιόν προτείνετε για παπά εσείς: Ρωτά ό Δεσπότης και όλοι σχεδόν με ένα στόμα λέγουν: «τον ψάλτη μας». Έτσι με τις πιέσεις των χωρικών και την εμμονή του Έπισκόπου και παρά τις διαμαρτυρίες του Ευθυμίου, ότι θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο και ακατάλληλο για ένα τόσο μεγάλο Ύπούργημα. χειροτονήθηκε Ιερεύς του χωρίου προς χαράν όλου του χωρίου.
Τώρα, πλέον εκτελούσε τα ιερατικά του καθήκοντα. Κάθε πρωϊ και βράδυ, με φόβο Θεού κτυπούσε την καμπάνα κάνοντας τον Όρθρο και τον Εσπερινό. Πράος, καλοσυνάτος, αγαπητός προς όλους, άφιλοχρήματος άρκεϊτο στον μικρό μισθό του και στα λίγα έσοδα πού άπεκόμιζε, όταν καλλιεργούσε τα χωράφια του. Ως και για μεροκάματο πήγαινε,για να θρέψει την πολυμελή οικογένεια του,έξι παιδιά τώρα. Ό Επίσκοπος, εκτιμώντας την σύνεση του και την καλή του φήμη τον έκανε και πνευματικό.
Ένα πλήθος κόσμου από το χωριό και τα γύρω χωριά πήγαιναν για εξομολόγηση στον πατέρα Ευθύμιο. Και το κήρυγμα δεν παρέλειπε κάθε Κυριακή διαβάζοντας από κάποιο ορθόδοξο περιοδικό μια σύντομη ομιλία. Άλλα και τα παιδιά, για να τα συγκεντρώνει στο κατηχητικό, είχε ένα δικό του τρόπο, με τραγούδια και ψαλμωδίες, με καραμέλες και λουκούμια και είκονίτσες.
Να και ένα γεγονός, οπού φάνηκε το μεγαλείο της ψυχής του. Γείτονα στο χωράφι του είχε έναν πλεονέκτη και καταπατητή, τον κυρ Γιάννη, ό όποιος δεν δίστασε να μεταθέσει τον πρόχειρο φράχτη πού χώριζε τα σύνορα και να του πάρει μια λωρίδα από το χωράφι του, το ίδιο έκανε και τον δεύτερο χρόνο. Τι να κάνει τώρα, σκέφτηκε ό πατήρ Ευθύμιος. Αν του πεί κάτι, θα αρχίσει τις βλαστήμιες και τις βρισιές, δεν έπαιρνε από λόγια, όπως το έκανε και με άλλους γείτονες. Τα αφήνω στα χέρια του Θεού,είπε στην πρεσβυτέρα του και στον μεγάλο γιο του πού διαμαρτύρονταν. Και να, ένα πρωΐ λέγει στον μεγαλύτερο γιο του: Πάμε στο χωράφι μας να τακτοποιήσουμε το φράκτη στο σύνορο. Άφού έφτασαν στο χωράφι, λέγει στον γιο του: Πάρε τον συρμάτινο φράχτη και να τον μεταθέσείς ακόμη ένα περίπου μέτρο, αφήνοντας στον γείτονα μια λωρίδα από το χέρσο χωράφι του.
“Εκπληκτος ό γιος του άρχισε να διαμαρτύρεται: Πατέρα, εσύ θα χαρίσεις. όπως πάς.όλο το χωράφι στον γείτονα. Κάνε όπως σου είπα, παιδί μου.έχω τον λόγο μου εγώ, μην στεναχωρείσαι. Καί επέστρεψαν πάλι στο σπίτι τους. Την άλλη μέρα το πρωί να σου ό κυρ Γιάννης στο σπίτι του παπά.
– Καλημέρα παπαδιά. Έτσι ανήσυχος και ταραγμένος ρωτά την πρεσβυτέρα: Πούναι ό παπα-Θύμιος; τον θέλω.
– Καθίστε κυρ Γιάννη, να σας κάνω καφέ ως να έρθει ό παπα-Θύμιος, πού τον ζήτησαν σε ένα σπίτι, δεν θ’αργήσει να επιστρέψει.
Εν τω μεταξύ ή παπαδιά ετοίμασε και του πρόσφερε τον καφέ. Αυτός πήρε μια ρουφηξιά, σαν να έκάθετο στα κάρβουνα. Νάσου και προβάλλει ό παπάς χαρούμενος και λέει: Δόξα τω Θεώ. ελευθερώθηκε ή κυρία Ελένη πού υπέφερε στον τοκετό, με τις ευχές της Εκκλησίας και μάλιστα απέκτησε αγοράκι.
– Καλώς τον κυρ Γιάννη, καλημέρα. Η οικογένεια είναι καλά: Τα ζωντανά επίσης;
Χωρίς άλλη απάντηση: Τί είναι αυτό πού μου έκανες παπα-Θύμιο; Ρωτά πικραμένος ό κυρ Γιάννης.
– Τί αγαπητέ μου Γιάννη; Να το διορθώσουμε.
Εγώ παπα-Θύμιο, δύο χρόνια τώρα σου κλέβω το χωράφι κι εσύ ούτε να διαμαρτυρηθείς, ούτε να φωνάξεις, αλλά μου αφήνεις μία λωρίδα. Πάμε τώρα γρήγορα να διορθώσω αυτή την αδικία, δεν την αντέχω.
– Καλά κυρ Γιάννη μου. κάνε μόνος σου ό.τι νομίζεις σωστό. “Αλλωστε χώμα είναι ή γη. και όλα εδώ μένουν. Μόνον, αγαπητέ μου, μια χάρη σου ζητώ, να σε βλέπω πιο τακτικά κι εσένα και την οικογένεια σου στην Εκκλησία.
Ασπάστηκαν έτσι αδελφικά στο μέτωπο, δεν τον άφησε να ασπαστεί το χέρι του ό παπά-Ευθύμιος. Του είπε: Έχε την ευλογία του Θεού Καί τον κατευύδωσε ό καλός ιερέας. Καί όλα άλλαξαν από την ώρα εκείνη. Ό κυρ Γιάννης έβαλε μόνος του τον φράκτη στα παλαιά του σύνορα, άλλα και είναι τακτικός στην εκκλησία με την οικογένεια του. Καί διαλαλεί παντού, σε γνωστούς και άγνωστους: Στό χωριό μας έχουμε έναν άνθρωπο του Θεού, έναν “Αγιο, τον παπα-Θύμιο!
Δ.Γ.Α.