Ο πιο σίγουρος τρόπος να αρρωστήσει κανείς είναι να κατακρίνει και να απωθεί.
Αυτός που κατακρίνει και απωθεί δεν έχει εμπιστοσύνη στην αγαθότητα του Θεού και δεν επικαλείται το Θεό.
Απώθηση είναι να αποστρέφουμε το βλέμμα μας από βιώματα, συναισθήματα ή τάσεις οι οποίες δεν είναι αποδεκτές από εμάς ή από το περιβάλλον.
Ο Άγιος Μάρκος ο ασκητής γράφει επάνω σ΄ αυτό τα εξής:
“Έχε παράμονον δέησιν εν παντί πράγματι, ως μηδέν επιτελείν εκτός βοηθείας Θεού”.
Να επικαλείσαι το Θεό σε κάθε πράγμα, για να μην κάνεις τίποτα χωρίς τη βοήθεια του Θεού.
Έτσι ότι κάνουμε είναι έργο Θεού, έργο ευλογημένο από το Θεό.
Δεν θα λυπούμαστε πολύ για κάτι που δε γίνεται και δεν χαιρόμαστε πολύ για κάτι που γίνεται.
Μένουμε ήρεμοι στη χαρά και στη λύπη.
Η ζωή μας είναι του Θεού.
Στο έργο του “Χειμερινή συμφωνία” ο Ίγκμαρ Μπέργκμαν βάζει την άρρωστη από την απώθηση ηρωίδα του να λέει τα εξής:
“Αν μ΄ αγαπήσει κάποιος όπως είμαι, ίσως τολμήσω κι εγώ να δω τον εαυτό μου όπως είμαι”.
Κατακρίνουμε και απωθούμε επειδή δεν έχουμε εμπιστοσύνη στην αγαθότητα του Θεού.
Αυτό μας εκμυστηρεύεται το αψευδές στόμα του Κυρίου Ιησού, στην παραβολή των εργατών του αμπελώνος.
Ένας οικοδεσπότης προσέλαβε εργάτες για τον αμπελώνα του άλλους το πρωί, άλλους αργότερα κι άλλους την τελευταία ώρα και πλήρωσε σε όλους την αμοιβή που υποσχέθηκε στους πρώτους, ένα δηνάριο.
Αλλά οι πρώτοι εγόγγυσαν επειδή νόμισαν ότι θα λάβουν περισσότερα δηνάρια.
Ας ακούσουμε τι λέει η παραβολή, επί λέξει:
Ελθόντες δε οι πρώτοι ενόμισαν ότι πλείονα λήψονται και έλαβον και αυτοί ανά δηνάριον.
Λαβόντες δε εγόγγυζον κατά του οικοδεσπότου λέγοντες ότι ούτοι οι έσχατοι μίαν ώραν εποίησαν και ίσους ημίν αυτούς εποίησας τοις βαστάσασι το βάρος της ημέρας και τον καύσωνα.
Ο δε αποκριθείς είπεν ενί αυτών. εταίρε, ουκ αδικώ σε ουχι δηναρίου συνεφώνησάς μοι; άρον το σον και ύπαγε.
Θέλω δε τούτω τω εσχάτω δούναι ως και σοι. ή ουκ έξεστί μοι ποιήσαι ο θέλω εν τοις εμοίς, ει ο οφθαλμός σου πονηρός εστιν ότι αγαθός ειμί;
Ούτως έσονται οι έσχατοι πρώτοι και οι πρώτοι έσχατοι. πολλοί γαρ οι κλητοί, ,ολίγοι δε εκλεκτοί.