Αν πη έναν καλό λογισμό του ο άνθρωπος κάπου, μπορεί ο διάβολος να τον ακούση και να τον πειράξη μετά;
– Πώς να τον ακούση, αφού δεν έχει “διάβολο”;
Άμα όμως τον πη, για να υπερηφανευθή, θα μπη στην μέση ο πειρασμός. Αν δηλαδή υπάρχη μια προδιάθεση υπερηφανείας και λέη υπερήφανα κανείς: “Θα πάω να τον σώσω αυτόν”, μπαίνει ο διάβολος ενδιάμεσος και τότε αυτό το ξέρει.
Ενώ, αν κινήται ταπεινά, από αγάπη, δεν το ξέρει. Χρειάζεται προσοχή.
Είναι πολύ λεπτά τα πράματα. Γι’ αυτό λένε οι Πατέρες ότι η πνευματική ζωή είναι “επιστήμη επιστημών”.
– Πώς συμβαίνει όμως, Γέροντα, ένας μάγος να πη για τρεις κοπέλες ότι η μια θα αποκατασταθή, η άλλη θα ατυχήση και η άλλη θα μείνη ανύπανδρη, και να γίνη έτσι;
– Ο διάβολος έχει πείρα. Όπως π.χ. ένας μηχανικός, όταν δη ένα σπίτι που κινδυνεύει να πέση, είναι σε θέση να πη πόσο θα κρατήση κ.λπ., έτσι και αυτός βλέπει κάποιον πώς βαδίζει και με την πείρα που έχει, λέει πώς θα καταλήξη.
Ο διάβολος δεν έχει εξυπνάδα, είναι πολύ κουτός. Είναι όλος ένα μπέρδεμα, άκρη δεν του βρίσκεις. Κάνει και εξυπνάδες και χαζομάρες.
Τα τερτίπια του είναι χοντρά. Ο Θεός οικονόμησε έτσι, για να τον καταλαβαίνουμε.
Πρεπει να είναι κανείς πολύ σκοτισμένος από υπερηφάνεια, για να μην τον καταλαβαίνη. Όταν έχουμε ταπείνωση, φωτίζεται ο άνθρωπος και συγγενεύει με τον Θεό.
Η ταπείνωση είναι που σακατεύει τον διάβολο.
Αββάς Μακάριος