Μία ρουτίνα η ζωή για τους πολλούς που διαρκώς συνήθειες πράξεων αλλά και σκέψεων έρχονται να καταστήσουν τον άνθρωπο ως άτομο το οποίο διαρκώς βιώνει μια γνώριμη γι’ αυτόν κατάσταση. Ο καθένας από εμάς έχει βιώσει ένα γεγονός ή ακόμη μία σκέψη ή ένα συναίσθημα αναρίθμητες φορές. Κάθε φορά μοναδική αλλά και ίδια αφού φαίνεται πως η διαρκής επανάληψη εγκλωβίζει τον ανθρώπινο νου.
Του Παναγιώτη Σιαχάμη, θεολόγου
Ένα από τα ζητήματα του σύγχρονου ανθρώπου είναι αναντίρρητα το άγχος για εκπλήρωση των βιοτικών του αναγκών αλλά και των πνευματικών (;) κατ’επέκταση, εάν ο ίδιος φυσικά επιζητά την καλλιέργεια των πνευματικών του αναγκών. Βέβαια στην σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία οι πνευματικές ανάγκες θεωρούνται ως πολυτέλεια και προϋπόθεση έχουν την κάλυψη των πρώτων. Συνεπώς οι λεγόμενες πνευματικές έρχονται ως επέκταση των βιοτικών εάν φυσικά οι συνθήκες το επιτρέπουν.
Μέσα σ’ αυτήν λοιπόν την κατάσταση ο άνθρωπος περικυκλωμένος από έννοιες, λογισμούς, ανασφάλειες, και πολλά ακόμη τα οποία ο κάθε νους δύναται να αναλογιστεί, αδυνατεί δυστυχώς να βρει μια ελπίδα αμέτοχη των παραπάνω εσωτερικών του ζητημάτων και αναζητήσεων. Ελπίζει ή μάλλον προσπαθεί να ελπίσει και να βρει επιστηριγμό πέρα από την οικογένειά του, σε πρόσωπα προσφιλή για εκείνον. Όμως οι ανθρώπινες σχέσεις αποτελούν ίσως μια από τις πιο «πονεμένες» ιστορίες αφού η ιδιοτέλεια τις χαρακτηρίζει[1] και η υπέρβαση της αγάπης που αποτελεί το «αντίδοτο» είναι ένα άθλημα επίπονο και θυσιαστικό πολλές φορές. Ως εκ τούτου η ελπίδα για εκείνον ομοιάζει ρευστή.
Μία άλλη ανακούφιση για τον κουρασμένο άνθρωπο θεωρείται από πολλούς η δυνατότητα της διασκέδασης κάθε είδους. Όμως επί το πλείστων δια τους πολλούς αυτή η λέξη συνδέεται άμεσα με κάθε είδος απόλαυσης σωματικής και πνευματικής (ή ψυχολογικής αφού η λέξη πνευματική τείνει προς λήθη). Όταν όμως αυτή η διασκέδαση προϋποθέτει κόστος, τότε έρχεται εν τέλει να του επαυξήσει το πρότερο άγχος για την αύξηση κέρδους αφού η διασκέδαση θεωρείται δαπάνη.
Πολλοί άνθρωποι ακόμα μακριά απ’ όλα αυτά επαναπαύονται στην υιοθέτηση κάποιου ιδεολογικού ρεύματος ως ερμηνεία της κοινωνίας και της ζωής γενικότερα. Άλλοι πάλι προασπίζονται θεσμούς και ιδανικά τα οποία δίνουν μια άλλη νότα για εκείνους στην άρρυθμη ζωή τους.
Η έξαρση πάλι εθνικιστικών φρονημάτων ενδεδυμένη πολλές φορές δυστυχώς με θρησκευτική ταυτότητα έρχεται να δώσει έναν άλλο αέρα, ελπίδας για εκείνους, τρόμου, οργής ή και χλευασμού από άλλους που τελικά μόνο τον απεγκλωβισμό δεν φέρνει. Από την άλλη βέβαια ο καταρριπτικός «προοδευτισμός» δημιουργεί και εκείνος ανάλογα αισθήματα.
Θα μπορούσαμε να κάνουμε μνεία πολλών ακόμα τάσεων και πραγματικοτήτων που μέσω αυτών ο άνθρωπος νοιώθει πως γεμίζει τα κενά, πνευματικά-ψυχολογικά, ακόμα και αυτά που καλούνται ως υπαρξιακά. Όμως θα αρκεστούμε στα παραπάνω.
Η προκατάληψη πολλές φορές μας δημιουργείται όταν διαπιστώνουμε συγκεκριμένα γνωρίσματα καταστάσεων, φαινομένων ή πραγματικοτήτων που νομίζουμε πως αρκούν για να έχουμε άποψη. Ίσως αυτό να είναι ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια της προόδου του σύγχρονου ανθρώπου.
Αυτός ο εγκλωβισμός-ρουτίνα προσεγγίζεται από τον Χριστιανισμό ως δεδομένο της ζωής του ανθρώπου το οποίο όμως διαρκώς ανανεώνεται. Το Ευαγγέλιο μιλάει για τον κοπιώντα και πεφορτισμένο άνθρωπο του μόχθου και της αγωνίας[2]. Για τον άνθρωπο που ελευθερώνεται και εισέρχεται σε μια διαδικασία πνευματικής παλιγγενεσίας εάν ο ίδιος το αποφασίσει. Για μια ανάπαυση που δεν πηγάζει από ανθρώπους που θλίβουν και κυκλοθυμούν αλλά για ανάπαυση αμέτοχη στην φθορά και στην θλίψη των παθών αλλά συγχρόνως πολύ γνώριμη με το ανθρώπινο βάσανο κάθε είδους.
Η Εκκλησία ως γεγονός υπερβαίνει τα ανθρώπινα και τα μεταμορφώνει, μεταποιεί πνευματικά και ξεκουράζει. Το γεγονός αυτό που είναι συνυφασμένο με την ελπίδα και το θάρρος, απευθύνεται σε όντα λογικά, σε πρόσωπα μοναδικά και ανεπανάληπτα που διαφοροποιούνται της άβουλης μάζας και αποκτούν λόγο ύπαρξης εν ελευθερία. Τότε το άτομο γίνεται πρόσωπο το οποίο επι-κοινωνεί συνδιαλέγεται, αγαπά και σέβεται. Άλλωστε στην Ορθόδοξη παράδοση ο κάθε πιστός είναι μέλος συγκεκριμένης χειροπιαστής κοινότητας, όπου ο ένας μπορεί όχι μόνο να ασπαστεί τις ιδέες του άλλου, αλλά να ασπαστεί και τον άλλον[3].
Φυσικά η ιστορία έχει καταγράψει φαινόμενα φθοράς και στην Εκκλησία. Άλλωστε κανείς δεν διαβεβαιώνει κανέναν για τίποτα. Ο καθένας ως ελεύθερο πρόσωπο φέρει την ευθύνη των επιλογών του. Η Εκκλησία καλεί τον άνθρωπο κάθε εποχής να μάθει και να έρθει σε σχέση με τον Χριστό και το Ευαγγέλιο. Αυτό μόνο υπερβαίνει τα ανθρώπινα και δίνει άλλη προοπτική στην ζωή του ανθρώπου. Κάθε άλλο δεν μπορεί να αποδώσει το περιεχόμενο του Ευαγγελίου, παρά η εμπειρία και το βίωμα. Έρχου λοιπόν και ίδε[4].
[1] Μητρ. Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου Ιεροθέου, Το πρόσωπο στην Ορθόδοξη Παράδοση, Δ’ εκδ., σελ. 307
[2] Ματθ. 11, 28
[3] Παπαθανασίου Θ., Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται, β΄Εκδ. Εν πλώ, σ.176
[4] Ιωάν. 1, 47