Δώδεκα ήσαν οι Μαθηταί του Κυρίου, και άκουσον τι λέγει ο Χριστός προς αυτούς μήπως θέλετε και σεις να υπάγετε, διότι εάν διόλου, και πάντοτε σάς καλολογούμεν, πότε να διορθωθήτε; πότε να σάς ωφελήσωμεν;
Αλλά θέλει ειπή τις ότι πολλαίς αιρέσεις είναι, και θέλουν μετατεθή εις εκείναις. Ψυχρός είναι ο λόγος ούτος και ανωφέλευτος˙ διότι καλλίτερα είναι ένας, όπου να κάμνη το θέλημα του Θεού, παρά μύριοι παράνομοι, και άπιστοι.
Είπε μου συ, ποιον σου φαίνεται καλόν, να έχης πολλούς κλέπτας ανθρώπους, και ανδροφόνους δουλευτάς, ή παρά να έχης ένα δούλον καλόν; Όποιος θέλει από τους τοιούτους, ας φύγη, ουδένα θέλω απ’ αυτούς διότι αυτοί όλα τα καλά τα εχάλασαν, με το να λέγουν, πως να υπάγουν εις αίρεσιν, και πίστιν άλλην να μετατεθούν, ότι είναι ασθενείς. Και πάλιν λέγει Συγκατάβηθι και συ παραμικρόν.
Και έως πότε να συγκαταβαίνω ; και διο ποίαν αφορμήν,άπαξ, και δις, και τρίς, και μη διαπαντός ;
…Ώστε λοιπόν δάκνεσθε, και λυπείσθε, ότι της πικρότητος των λόγων μη υποφέροντες, δια την πρόσκαιρον εντροπήν ελευθέρωσητε από τας κολάσεις, και τούτο γνωρίζω καλά, ότι όλοι είμεθα υπό κανόνα, και ότι ουδένας ημπορεί να καυχηθή, πως έχει καρδίαν καθαράν, και παρθένον.
Αλλά τούτο είναι το κακόν, ότι όχι μόνον πως δεν είμεθα καθαροί εις την ψυχήν, αλλά δεν προσερχόμεθα τω δυνάμενω Σωτήρι Χριστώ ποιήσαι αυτήν καθαράν, και αμόλυντον. Γνώριζω πάλιν, ότι σάς εγγίζουν τα λόγια, αλλά τι να κάμω; εάν δεν ήναι πικρά τα φάρμακα, αι πληγαί δεν ιατρεύονται˙ και πάλιν, εάν θέλω βάλει πικρότερα τα ποτά, δεν θέλετε υπομείνει.
… Όμως εκείνος όπου κάμνει μίαν και μόνην εντολήν του Θεού, αρχίζει και κάμνει και τας λοιπάς, και δεν θέλει σταθή, έως ου να φθάση εις το τέλος της αρετής, καθώς ο φιλοχρήματος, όσον συναθροίζει πολλά χρήματα, τόσον περισσότερον επιθυμεί να αποκτήση…