Ζούσε ολόκληρη η οικογένεια, κάπου 30 ψυχές από τον 80χρονο παππού μέχρι και τα δισέγγονα στον περιφραγμένο με ψηλή μάντρα χώρο όπου κατέβαινε για τον χειμώνα.
– Παππού, ρώτησε ένα βράδυ ο δεκαοχτάχρονος εγγονός, γιατί ο Θεός μάς τιμωρεί αν ξεφύγουμε από τον νόμο του;
– Πήγαινε παιδί μου, φέρε ξύλα για την φωτιά και θα τα πούμε μετά.
Το παιδί τυλίχτηκε στη χοντρή κάπα του και βγήκε για να φέρει ξύλα. Όμως ξαφνικά άκουσε ένα γρύλλισμα, και πράγματι κατάλαβε κάποιο αγρίμι κοντά στη μάντρα. Χωρίς να το σκεφτεί άρπαξε από την αποθήκη ένα όπλο και όρμησενα σκοτώσει το αγρίμι.
Ήδη είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και κυνηγώντας το ζώο ήταν σίγουρος ότι θα το έπιανε. Όμως το αγρίμι ξεμάκραινε, η νύχτα έπεφτε πια για καλά και είχε ήδη μπει πια στο μεγάλο χιονισμένο δάσος. Άρχισε να φοβάται. Τι έπρεπε να κάνει; Μέχρι τότε δεν τον έπαιρναν οι μεγάλοι κοντά τους και ήξερε ότι το κυνήγι στο δάσος γινόταν μόνο την ημέρα.
Ξαφνικά άκουσε πάλι το γρύλισμα, όμως άκουσε και άλλα και κατάλαβε. Το ζώο τον είχε παρασύρει και τώρα ολόκληρη η αγέλη τον είχε κυκλώσει. Το άλογο αφηνίασε και τον έριξε κάτω και αρπάζοντας το όπλο του εκπυρσοκρότησε μέσα στη νύχτα, όμως τα θηρία παρόλο που για λίγο σάστισαν όρμησαν πάλι πάνω του.
Τότε άρπαξε ένα κλαδί και ανέβηκε σε ένα δέντρο. Η νύχτα προχωρούσε παγερή και αυτός σκεφτόταν πια τον σίγουρο θάνατο ξυλιασμένος πάνω στο δέντρο.
Κι όμως ξαφνικά μακριά στην κοιλάδα άκουσε τον ήχο κυνηγετικού βούκινου. Τον έψαχναν! Όμως δεν μπορούσε νααπαντήσει γιατί δεν είχε πάρει μαζί του το δικό του βούκινο. Τελικά μετά από πολλή ώρα τον βρήκαν και τον μετέφεραν στο σπίτι. Όταν πια συνήλθε, ρώτησε τον παππού:
– Ποια θα είναι η τιμωρία μου που παρέβηκα τους νόμους της οικογένειας;
Ο παππούς χαμογέλασε και είπε:
– Τιμωρία είναι όλη αυτή η ταλαιπωρία που πέρασες. Το ίδιο κάνει και ο Θεός. Ρίχνει τις ακτίνες της αγάπης Του σε όλη την γη αδιάκοπα. Δεν είναι κρίμα να καταδικάσουμε τον εαυτό μας διαλέγοντας εμείς με πείσμα την σκιά;