Διακονία: Η έννοια της διακονίας κατέχει κεντρική θέση στην χριστιανική ζωή και διδασκαλία. Η διακονία είναι πράξη ανιδιοτελούς αγάπης και θυσίας.
Πρότυπό της είναι ο ίδιος ο Χριστός, που ήρθε στον κόσμο για να διακονήσει και να δώσει την ζωή του για να λυτρώσει πολλούς (Μάρκ. 10:45). Το έργο της Εκκλησίας είναι έργο διακονίας. Και όλα τα μέλη της Εκκλησίας, κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί, εντάσσονται αυτοδικαίως στο έργο αυτό.
Η αυθεντική διακονία είναι πράξη εθελοντική· είναι πράξη ελεύθερης επιλογής. Ο Χριστός πραγματοποίησε το έργο της σωτηρίας του ανθρώπου ως εθελοντής. Και όποιος επιλέγει την οδό του Χριστού, συνεπιλέγει και την οδό της διακονίας. Η οδός αυτή παρουσιάζεται από τον Χριστό ως οδός μεγαλείου και τελειώσεως: «Ος εάν θέλη γενέσθαι μέγας εν υμίν, έσται υμών διάκονος, και ος αν θέλη υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος» (Μάρκ. 10:43-44). Έτσι η ταπεινή και δουλική για τον προχριστιανικό και τον εξωχριστιανικό κόσμο διακονία βιώνεται ως αξίωμα που χαρακτηρίζει τους Αποστόλους του Χριστού, όπως και όλους τους αληθινούς Χριστιανούς.
Η διακονία ασκείται γενικά σε δύο επίπεδα· στο υλικό και το πνευματικό. Ούτε όμως στο υλικό επίπεδο στερείται αυτή πνευματικού στοιχείου ούτε στο πνευματικό επίπεδο στερείται υλικού στοιχείου. Ο άνθρωπος ως ενιαία ψυχοσωματική ύπαρξη μπορεί να διακονεί συγχρόνως και στα δύο επίπεδα. Σύμφωνα όμως με τις υπάρχουσες εκάστοτε ανάγκες και τις προσφερόμενες δυνατότητες είναι φυσικό να προτάσσει το υλικό ή το πνευματικό επίπεδο.
Η ανάγκη ασκήσεως ειδικότερου διακονικού έργου προέκυψε ήδη στην πρώτη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων. Εκεί εξελέγησαν επτά ευϋπόληπτοι άνδρες, προκειμένου να φροντίζουν για την διανομή των υλικών αγαθών και να παραμείνουν οι Απόστολοι απερίσπαστοι στην διακονία του λόγου του Θεού. Η διακονία του λόγου, όπως και των υλικών αγαθών, δεν γίνεται για την απολαβή υλικής ή ηθικής αμοιβής ούτε πραγματοποιείται αναγκαστικά, αλλά ελεύθερα και εθελοντικά. Όταν η διακονία συνυφαίνεται με την ιδιοτέλεια και την σκοπιμότητα, χάνει την ευγένεια και την καθαρότητά της.
Όπως η διακονία είναι πράξη εθελοντική, έτσι και ο εθελοντισμός είναι έργο διακονικό. Ενώ όμως η διακονία έχει πάντοτε κενωτικό χαρακτήρα και εκκλησιολογική βάση, ο εθελοντισμός έχει συνήθως ανθρωπιστικό χαρακτήρα· περιορίζεται στο κοινωνικό επίπεδο και προβάλλεται συχνά ως ακτιβισμός. Στον Χριστιανισμό όμως ο εθελοντισμός τοποθετείται σε εκκλησιολογική βάση και προσλαμβάνει θεολογικές διαστάσεις. Δεν εκλαμβάνεται ως απλή πράξη ευποιίας αλλά ως έργο διακονίας. Είναι τήρηση της εντολής του Θεού, που ασκείται ως μίμηση και μετοχή στο έργο του Χριστού και αποπνέει θεία ενέργεια.
Ο εθελοντισμός δεν επιβάλλεται, αλλά εμπνέεται από εκείνους που δραστηριοποιούνται και θυσιάζονται για τους άλλους. Ο χριστιανικός εθελοντισμός θεμελιώνεται στην αγάπη προς τους άλλους και οικοδομείται με το πνεύμα της προσφοράς προς αυτούς. Ο κατεξοχήν άλλος είναι ο Χριστός. Και η διακονία που ασκείται για τον Χριστό περνάει μέσα από τα πρόσωπα του κάθε άλλου: «Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. 25:40).
Όταν ο εθελοντισμός κατευθύνεται από ιδιοτελείς σκοπούς, αλλοιώνεται ή και ευτελίζεται. Βέβαια παρουσιάζει και αντικειμενικώς αξιόλογα έργα. Καλύπτει ίσως σημαντικές προσωπικές ή κοινωνικές ανάγκες και εγκαινιάζει χρήσιμους προνοιακούς θεσμούς. Τέτοιες μορφές εθελοντισμού είναι γνωστές στην ιστορία και το παρόν. Το φαινόμενο όμως αυτό δεν πρέπει να συγχέεται με την ιδιαίτερη ηθική, κοινωνική και πολιτιστική σπουδαιότητα του ανιδιοτελούς εθελοντισμού, στον οποίο προτρέπονταν πάντοτε οι πιστοί. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Απόστολος Παύλος απευθυνόμενος προς τον μαθητή του Τίτο και υπογραμμίζοντας την σπουδαιότητα της εθελοντικής αγαθοεργίας γράφει ότι οι Χριστιανοί πρέπει να φροντίζουν να πρωτοστατούν σε καλά έργα (Τίτ. 3:8).
Οι κρατικοί θεσμοί κοινωνικής πρόνοιας όχι μόνο δεν καθιστούν περιττό το εθελοντικό έργο, αλλά σε πολλές περιπτώσεις αναδεικνύουν περισσότερο την αναγκαιότητά του. Πέρα δηλαδή από τις θεσμικές προβλέψεις, που και αυτές περιορίστηκαν δραστικά με την υποστολή του κοινωνικού κράτους, παραμένει τεράστιος χώρος για προσωπική βοήθεια και στήριξη. Στην περιοχή αυτήν εργάζονται πολλοί, που ανήκουν ή προετοιμάζονται στους κόλπους της Εκκλησίας. Η πείρα άλλωστε έχει αποδείξει ότι η ανιδιοτελής εθελοντική προσφορά, ιδιαίτερα στην περιοχή αυτήν, είναι η ουσιαστικότερη.
Τώρα ο εθελοντισμός των πιστών εκδηλώνεται κυρίως με βάσεις τις ενορίες και τις μητροπόλεις. Κάθε εκκλησιαστική ενορία περιλαμβάνει συνήθως στο πρόγραμμά της και κάποια εθελοντική δραστηριότητα. Σημαντικότερο έργο γίνεται σε επίπεδο μητροπόλεων, όπου κάποιο φιλανθρωπικό γραφείο ή κάποια προνοιακά προγράμματα λειτουργούν συνήθως με εθελοντές. Το εθελοντικό όμως έργο που ασκείται στον χώρο της Εκκλησίας παραμένει κατά το πλείστον άγνωστο στο κοινό, και αυτό δεν οφείλεται μόνο στην ταπεινοφροσύνη των μελών της.
Στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία μας ενδημούν μεγάλες κοινωνικές ανάγκες και συμφορές. Το κοινωνικό κράτος περιορίζεται μέχρις αφανισμού. Τα ανθρώπινα δικαιώματα παραβιάζονται. Οι ηθικές και κοινωνικές αξίες συντρίβονται. Τα φαινόμενα αυτά αφύπνισαν πολλές ανθρώπινες συνειδήσεις και προκάλεσαν αξιόλογες εθελοντικές κινητοποιήσεις με σκοπό την κάλυψη των βασικών αναγκών, την ανάσχεση των συμφορών και την στήριξη εκείνων που φτάνουν στα όρια της απογνώσεως και της καταστροφής. Έτσι το έργο της διακονίας και του εθελοντισμού έγινε πάλι επίκαιρο και επιτακτικό.
Από το βιβλίο: Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική. Δεύτερος τόμος. Ι. Μ. Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2015, σελ. 449.