Δαυίδ μοναχός Διονυσιάτης: Ο κατά κόσμον Δήμος Φλώρος, ο μετέπειτα μοναχός Δαυίδ, γεννήθηκε το έτος 1889 στο χωριό Κτιστάδες της ορεινής Άρτας. Είχε άλλα δύο αδέλφια. Οι γονείς τους δίδαξαν με το παράδειγμά τους την ευλάβεια και την αγάπη στο Θεό· τους έμαθαν να πηγαίνουν στην Εκκλησία και να προσεύχονται.
Όταν ο Δήμος ήταν πέντε χρονών, είδε ουράνιο φως, ενώ η μητέρα του, στην οποία το έδειχνε, δεν έβλεπε τίποτε.
Άλλη φορά είδε να ανοίγει ο ουρανός και είδε μέσα σε απερίγραπτη δόξα τάγματα Αγίων και Αγγέλων να δοξολογούν το Θεό που καθόταν πάνω στο θρόνο Του.
Από μικρός έμαθε την τέχνη του κτίστου και εργαζόταν φιλόπονα. Όταν έγινε 16 ετών, εργαζόταν σε κάποιο εξωκκλήσι του χωριού του.
Εκεί είδε κάποια αποκάλυψη, που όταν θέλησε έπειτα να την διηγηθεί, κόπηκε η φωνή του για μισή ώρα. Κατάλαβε ότι δεν πρέπει να πει σε κανέναν αυτό που είδε. Μετά αμέσως επανήλθε η φωνή του.
Κάποτε που περνούσε από ερείπια εξωκκλησίου του παρουσιάστηκε η αγία Παρασκευή και του είπε: «Να μου κτίσεις το ναό μου». «Θα στον κτίσω, Κυρία μου», απάντησε με την αγία του αφελότητα, αφού την προσκύνησε. Τήρησε το λόγο του και ως καλός κτίστης που ήταν, τον έκτισε.
Ο Δήμος με την ευλάβεια που είχε, τη μεγάλη απλότητα και την καθαρότητά του έβλεπε Αγίους από νέος, αλλά και τον διάβολο.
Κάποτε, ενώ εργαζόταν, του είπε ο εργοδότης του να κοιμηθεί στο κρεβάτι του γιού του Κωνσταντίνου που απουσίαζε στην Αμερική. Ο Κωνσταντίνος δυστυχώς είχε γίνει χιλιαστής και επηρέαζε όλη την οικογένειά του. Ο Δήμος είδε τότε ένα διάβολο πάνω στο κρεβάτι, που με δύναμη πέταξε σε απόσταση τριών μέτρων το Δήμο.
Αλλ’ αυτός δε φοβόταν το διάβολο. Είχε συνηθίσει με τα πειράγματά του, γιατί συχνά πάλευαν σώμα με σώμα. Τα όπλα του ήταν το σημείο του Σταυρού και η επίκληση της Παναγίας, τα οποία έκαναν να εξαφανισθεί ο διάβολος. Κάποτε που του παρουσιάστηκε σαν δράκοντας, χωρίς να τον φοβηθεί καθόλου ο Δήμος, τον έπιασε από την ουρά και τον πέταξε μακριά.
Αν και αγαπούσε την μοναχική ζωή και ήθελε από μικρός να γίνει μοναχός, οι γονείς του τον εμπόδισαν. Έτσι νυμφεύθηκε κάποια νέα, ονόματι Σπυριδούλα και απέκτησαν δύο τέκνα. Συνέχισε να εργάζεται και να βοηθά την οικογένειά του αλλά και να αγωνίζεται. Δεν του έλειψαν οι πειρασμοί.
Κάποτε κάθισε ο πειρασμός στον ώμο του και μόλις φώναξε “Παναγία μου”, εις επήκοον της συζύγου του, αμέσως εξαφανίστηκε.
Τον διάβολον αποκαλούσε συνήθως «τρισκατάρατον» και ενίοτε «παρασάνδαλον». Τον έδιωχνε και με την εκφώνηση του ιερέως, «της Παναγίας, αχράντου, υπερευλογημένης, ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου…».
Κάποτε τον αγγάρευσαν οι κομμουνιστές να μεταφέρει όπλα από το χωριό σε ένα άλλο. Καθ’ οδόν τους είπε: «Είπε και ο Χριστός: “Άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι, τι ποιούσιν”». «Α, ξέρεις και τέτοια», του είπαν. «Όταν φθάσουμε στον προορισμό μας, θα σε τακτοποιήσουμε». Μόλις έφθασαν στο χωριό και άφησε τα όπλα, έτρεξε και κρύφτηκε πίσω από ένα σπίτι. Οι κομμουνιστές νόμισαν ότι πήρε το δρόμο για να επιστρέψει και έτρεξαν προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά δεν τον βρήκαν. Έτσι η θεία Πρόνοια τον διεφύλαξε.
Κάποτε του ζήτησε κάποιος ένα αξιόλογο ποσό να του δανείσει και του έδωσε παρά τη φτώχεια του. Εκείνος δεν τα επέστρεψε και, όταν ο Δήμος τα είχε ανάγκη και του υπενθύμισε το χρέος του, τον απείλησε να τον φονεύσει. Τότε του είπε με απλότητα: «Ας το βρεις απ’ άλλον». Και δυστυχώς συνέβη το πολύ δυσάρεστον. Ο άδικος αυτός άνθρωπος ζήτησε δανεικά και από κάποιον άλλο και, όταν δεν τα επέστρεψε, πάνω στην αψιμαχία τους ο άλλος φόνευσε τον άδικο που δανειζόταν χωρίς να τα επιστρέφει και μάλιστα απειλώντας με φόνο.
Έφεραν κάποτε μια γυναίκα δαιμονισμένη σε Μοναστήρι της περιοχής. Όλο το εκκλησίασμα φώναζε στο διάβολο «έβγα». Τότε μόνο ο Δήμος που ήταν παρών, τον είδε να εξέρχεται από το στόμα της σαν πετεινό σκουροκόκκινο.
Τα χρόνια περνούσαν, τα παιδιά του Δήμου μεγάλωσαν, έκαναν οικογένεια και απέκτησε και εγγόνια. Αλλά ο ίδιος όλα αυτά τα χρόνια είχε ασίγαστη την επιθυμία να γίνει μοναχός. Έλεγε: «Μ’ έτρωγε μέσα μου ο θείος πόθος. Ο πόθος για το Χριστό, για τη μοναχική ζωή. Έτσι άφησα γυναίκα, παιδιά, περιουσίες, νυφάδες και εγγόνια, και ήρθα να προσφέρω στον Κύριο τα γεράματά μου, αφού δεν μπόρεσα να δώσω τα νιάτα μου».
Έτσι το έτος 1955 σε ηλικία 66 ετών ήρθε στη Μονή Γρηγορίου. Εκεί έμεινε για οκτώ μήνες και σ’ αυτό το διάστημα που ήταν δόκιμος, είδε σε όραμα τους δύο κτίτορες της Μονής.
Για άγνωστο λόγο ανεχώρησε και κοινοβίασε στη γειτονική μονή του Διονυσίου. Μετά τη νόμιμη δοκιμασία εκάρη μοναχός με το όνομα Δαυίδ.
Ενθουσιασμένος από τη μοναχική ζωή και λατρεία, την οποία στερήθηκε τόσα χρόνια, χαιρόταν, έκανε ακούραστα τα διακονήματά του και ήταν πολύ υπάκουος. Έτρεχε σαν μικρό παιδί και διακονούσε παντού.
Είχε μάθει καλά το «ευλόγησον» και το «να’ ναι ευλογημένο». Ήταν φιλήσυχος, ειρηνικός με όλους. Δεν πείραζε κανένα, δεν κατέκρινε κανένα. Ήταν νηστευτής. Κατά καιρούς νήστευε περισσότερο. Δεν παρακαθόταν στην τράπεζα. Έτρωγε τα τελευταία χρόνια μόνο ό, τι του πήγαινε ο πατήρ Θεόκτιστος στο κελί του. Ήταν ρακενδύτης.
Φορούσε παλαιά και μπαλωμένα ζωστικά, και για κάλτσες έραβε κομμάτια από υφάσματα που έβρισκε. Δεν τον ενδιέφερε η εξωτερική του εμφάνιση.
Δεν του άρεσε η αργολογία και έλεγε συμβουλευτικά σε νέο συγκοινοβιάτη του: «Κουβεντούλα – κουβεντούλα, τρώει ο λύκος τη βετούλα». (Χρονιάρα γίδα). Δηλαδή με την αργολογία ζημιώνεται η ψυχή μας.
Στις λοιδορίες δεν απαντούσε· έκανε ότι δεν άκουγε. Την ημέρα που έγινε Μεγαλόσχημος κάποιος παλαιότερος τον ελοιδώρησε λέγοντας ένα δηκτικόν λόγον, αλλά αυτός ήταν «ωσεί άνθρωπος ουκ ακούων και ουκ έχων εν τω στόματι αυτού ελεγμούς». Όταν εκοιμήθη ο λοίδορος μοναχός, ο γερω-Δαυίδ τον είδε εντός λίμνης και μόλις φαινόταν λίγο το κεφάλι του.
Το κελί του ήταν πολύ ατημέλητο και λερωμένο γι’ αυτό είχε πολλούς ψύλλους και κοριούς. Όταν ήρθε η συνοδεία του παπα-Χαράλαμπου από το Μπουραζέρι, θέλησαν να το καθαρίσουν και πέταξαν στη θάλασσα πολλά άχρηστα πράγματα. Ο γερω-Δαυίδ δεν αντέδρασε, μόνο έλεγε: “Δόξα τω Θεώ που ήρθαν οι πατέρες και μας καθαρίζουν”.
Στο ταπεινό, μικρό, μισοσκότεινο, απεριποίητο κελάκι του καταγινόταν στην ευχή. Έκανε αγρυπνίες και για να μην τον πιάνει ο ύπνος, όταν κουραζόταν, καθόταν σ’ ένα σκαμνάκι κουτσό με τρία πόδια. Μόλις αποκοιμόταν έχανε την ισορροπία πέφτοντας ξυπνούσε και συνέχιζε την αγρυπνία του.
Είχε πραγματική ταπείνωση, ήταν ένας ταπεινός Κοινοβιάτης. Τον εαυτό του, όπως έλεγε, δεν τον λογάριαζε ούτε για σκνίπα. Αυτή η ταπείνωσή του ήταν η ασπίδα του στις πολλές επιθέσεις του διαβόλου που του εμφανιζόταν συχνά.
Κάποτε στο παρεκκλήσι του Ακαθίστου, ενώ προσευχόταν, είδε πλήθος δαιμόνων να περνούν από μπροστά του, χωρίς όμως να μπορέσουν να τον βλάψουν.
Άλλες φορές ανέβαινε τις σκάλες του Μοναστηριού και του παρουσιάστηκε δήθεν ο παπα-Θόδωρος, αδελφός της Μονής. Του πρότεινε το χέρι για να το φιλήσει. Ο γερω-Δαυίδ τραβήχτηκε πίσω παραξενεμένος. Σκεφτόταν: «Τι συμβαίνει; Γιατί μου δίνει το χέρι;», και σκύβοντας πέρασε κάτω από το χέρι του και πήγε στην ακολουθία.
Άλλη φορά προσπαθούσε να τον ρίξει στον γκρεμό, ενώ βρισκόταν στο Μετόχι του Μονοξυλίτη. Τότε παρουσιάστηκε ο Κύριος με την Παναγία και τον Πρόδρομο, όπως είναι στο τρίμορφο, στην εικόνα που είναι στο Μοναστήρι απέναντι από τη θύρα της τραπέζης. Ο Τίμιος Πρόδρομος βγήκε από την εικόνα, πήρε ενσώματη ζωντανή μορφή και τον έσωσε. Θυμόταν σε όλη του τη ζωή καθαρά το γεγονός αυτό της σωτηρίας του και έλεγε: «Οικτίρμων και ελεήμων ο Κύριος».
Στο Μονοξυλίτη την ημέρα έκτιζε πεζούλια, καλυβόσπιτα, το οπωροφυλάκιο, και τη νύχτα έκανε αγρυπνία που την άρχιζε με την ανατολή του αποσπερίτη, μέχρι που κημέρωνε.
Άλλοτε προσευχόμενος εκεί είδε μπροστά του ένα λαμπρό νέο. Ήταν άγγελος. Όταν εξαφανίστηκε, είδε πλήθος αγγέλων να δοξολογούν το Θεό.
«Κάποτε», διηγήθηκε, «την ώρα της προσευχής ήρθε να με ταράξει ο διάβολος. Αμέσως τον πιάνω και ‘γώ και τού ‘σπασα το κεφάλι με τις γροθιές. Φοβήθηκε και έφυγε. Έλεγα, βλέπεις, και το “κύριε Ιησού Χριστέ…».
Έβλεπε πολλές φορές τους δαίμονες μέσα στην Εκκλησία και οι πατέρες το καταλάβαιναν από τις αντιδράσεις του. Κάποτε γέλασε και όταν ζήτησαν να μάθουν το λόγο, απάντησε: “Δεν είδες που μου έδινε ο διάβολος λουκουμάκι για να μην κοιμηθώ;”.
Αλλά και στο κελί του δεν έβρισκε ησυχία από το διάβολο. Το απλό γεροντάκι τον πολεμούσε και αυτό με τον τρόπο του. Από όπου ερχόταν ο πειρασμός, έβαζε ένα Σταυρό και μετά δεν τολμούσε να ξαναμπεί από το ίδιο σημείο. Έτσι είχε γεμίσει το κελί του με Σταυρούς. Στην πόρτα, στο παράθυρο, στους τοίχους, ακόμη και στο ταβάνι κρέμασε Σταυρούς με κλωστή. Οι Σταυροί που έφτιαχνε ήταν απλοί και αυτοσχέδιοι. Έδενε δύο ξυλαράκια με κλωστή ή δύο λωρίδες από χαρτί ή από ύφασμα ή λαμαρίνα σε σχήμα Σταυρού. Ήταν μεν απλοί αλλά τη δουλειά τους την έκαναν, γιατί εμπόδιζαν την είσοδο του πειρασμού. Έλεγε με απλότητα: «Σε όλους τους ανθρώπους παρουσιάζεται ο διάβολος, αλλά δεν τον βλέπουν όλοι. Άμα ο άνθρωπος έχει πάθη, κακίες, αμαρτίες, έχει μέσα στην καρδιά του και στο μυαλό του το διάβολο. Τους πράους και ταπεινούς τους φοβάται, αλλά δεν μπορεί να τους κάνει τίποτε, διότι είναι με το Χριστό».
Τον ρωτούσε συγκοινοβιάτης του:
– Γερω-Δαυίδ, βλέπεις τίποτε; Βλέπεις κανέναν Άγιο;
– Ε, τι σκαλίζεις εκεί πέρα; Άσε με, απαντούσε. Μετά όμως από επίμονες ερωτήσεις έλεγε με τη χαριτωμένη του απλότητα σα να διηγείτο ένα πολύ φυσικό γεγονός: «Να, χθες πήγα να ψάλλω το Απολυτίκιο του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και εμφανίστηκε μπροστά μου όλο φως. Τον χαιρέτησα με υπόκλιση και εκείνος εξαφανίστηκε».
Όταν επισκέφτηκε τη Μονή Διονυσίου ο γερω-Παΐσιος, πήγε να δει και το γερω-Δαυίδ στο κελί του. Τον βρήκε τυλιγμένον με τα κουρέλια του, με τραβηγμένες τις κουρτίνες για να είναι σκοτεινό το κελί του. Τον ρώτησε τι κάνει, και ο γερω-Δαυίδ απάντησε με απλότητα, «τί κάνουν οι καλόγεροι;» δείχνοντας το κομποσχοίνι του. Και όταν τον ρώτησε για τα μυστικά βιώματά του, απάντησε: «Δε λέγονται, δε λέγονται».
Ο απλός και ολιγογράμματος Γέρων σαν τον προφήτη Ιεζεκιήλ είχε πολλές οράσεις από την παιδική του ηλικία. Ως μοναχός αγωνίστηκε φιλότιμα. Έλεγε συνεχώς την ευχή και είχε προσοχή πολλή. Έλεγε ότι το κουκούλι μας φυλάγει να μην περιεργαζόμαστε και μετά κατακρίνουμε τους αδελφούς την ώρα της τραπέζης. Συμβούλευε, οι μοναχοί να κάνουν υπακοή και να έχουν αγάπη μεταξύ τους. Ως μεγαλύτερη αμαρτία θεωρούσε την υπερηφάνεια. Όποιος θέλει να βρει το Χριστό, θα τον βρει μέσα στην καρδιά του, όπως και ο ίδιος τον βρήκε φυσικά, αφού «η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστιν».
Όταν πλέον ο γερω-Δαυίδ διήνυε το 94ο έτος της ηλικίας του, το χειμώνα, ασθένησε για λίγες μέρες. Προαισθανόμενος ότι εγγίζει το τέλος του προετοιμάσθηκε και στις 5 Φεβρουαρίου 1983 παρέδωσε την καθαρή ψυχή του στα χέρια του Θεού. Όλοι τον συγχωρούσαν και κανείς δεν είχε παράπονο από το γερω-Δαυίδ. Επικρατούσε μια κατάνυξη και πίστευαν ότι βρήκε η ψυχή του τόπον αναπαύσεως.
Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.
Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορείτικη παράδοση
Εκδόσεις
Ιερόν Ησυχαστήριον
«Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος»
σελ. 174-183
Ἀναβάσεις
Μοναχός Δαυίδ Διονυσιάτης (1890 – 5 Φεβρουαρίου 1983)
Το ασκητικό μοναστήρι του Διονυσίου στα μικρά κελλιά του έκρυψε και φύλαξε μεγάλους αγωνιστές, καλούς φίλους του Θεού, διαδόχους αγίων. Μια τέτοια οσιακή μορφή, με αγγελική ψυχή, είναι του ταπεινού και πράου, απλού και άκακου, χαριτωμένου και χαρούμενου π. Δαυίδ.
Ο κατά κόσμον Δήμος Φλώρος του Βασιλείου και της Μαρίας γεννήθηκε στο χωριό Κτιστάδες της Άρτας το 1890. «Το πιο σπουδαίο, έλεγε, που του έμαθαν οι γονείς του ήταν ν’ αγαπά πολύ τον Θεό».
Πεντάχρονος είδε τον ουρανό ν’ ανοίγει και ν’ αντικρίζει τ’ αγγελικά τάγματα και τους αγίους του Θεού. Πάλι κάτι είδε όταν ήταν έφηβος.
Άφοβος υπόμενε τις δαιμονικές παγίδες. Με το σημείο του σταυρού και την επίκληση της Παναγίας πάντοτε ελευθερωνόταν. Οι γονείς του όμως δεν τον άφηναν να μονάσει. Έτσι τον νύμφευσαν.
Από τον γάμο του απέκτησε δύο παιδιά και περιουσία. Τ’ άφησε όλα και το 1952 ήλθε στο Περιβόλι της αγαπημένης του Παναγίας να γίνει μοναχός, καθώς έλεγε: «Ήρθα να προσφέρω στον Κύριο τα γεράματά μου, αφού δεν μπόρεσα να δώσω τα νιάτα μου». Έμεινε λίγους μήνες στη μονή Γρηγορίου και μετά κοινοβίασε στη μονή Διονυσίου. Εκάρη μοναχός το 1955.
Παρότι ήλθε μεγάλος στη μονή, είχε νεανικό πόθο για αγώνες ασκητικούς. Συνέχεια ήταν με το «ευλόγησον» και το «να είναι ευλογημένο». Έλεγε ο ίδιος: «Ένοιωθα χαρά και ευχαρίστηση να κάνω το καλό για τους άλλους». Έλεγε με απλότητα συνεχώς το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Είχε αγγελοφάνειες και δαιμονοφάνειες. Ο τίμιος σταυρός, η Παναγία και ο Τίμιος Πρόδρομος τον προστάτευαν. Είχε γεμίσει με σταυρούς το κελλί του. Ήξερε ότι «όπλον κατά του διαβόλου τον σταυρόν σου ημίν δέδωκας». Η μακάρια απλότητά του τον έσωζε. Όταν τον ρώτησαν, γιατί δεν τον βλέπουν όλοι τον δαίμονα, απάντησε: «Και σε σας παρουσιάζεται, αλλά δεν τον βλέπετε. Άμα έχει ο άνθρωπος πάθη, κακίες, αμαρτίες, έχει μέσα στην καρδιά και στο μυαλό του τον διάβολο.
Γιατί αυτός κάνει όλα αυτά τα πράγματα και η κακή προαίρεσις του ανθρώπου. Αυτός, μωρέ παιδί μου, παρουσιάζεται μόνο στους πράους και ταπεινούς. Ξέρεις, αυτούς τους φοβάται, αλλά δεν μπορεί να τους κάνει τίποτε, διότι είναι με τον Χριστό».
Άλλοτε πάλι έλεγε σ’ ένα μοναχό, που επίμονα τον ρωτούσε: «Η υπακοή σού χαρίζει ειρήνη, χαρά και πόθο για τον Χριστό και η ελεημοσύνη είναι μεγάλο πράγμα. Μ’ αυτή πας όρθιος στον παράδεισο. Σου συγχωράει όλα τα αμαρτήματα. Στα συγχωράει ο Θεός. Κατάλαβες; Κακό μεγάλο είναι η υπερηφάνεια. Πω, πω πόσο την αποστρέφεται ο Θεός! Όχι σαν τον Φαρισαίο, που έλεγε εγώ δίνω και δίνω …, γιατί το βραβείο το πήρε εκείνος που κτύπαγε τα στήθια …».
Αφιλόδοξος, ακενόδοξος, ακατήγορος, ειρηνικός, νηφάλιος, ησύχιος. Ένα μεγάλο, άκακο, απλό παιδί. Στις 5.2.1983, μέσα στην παγωνιά του χειμώνα, ύστερα από μία επιδημία γρίππης, πέταξε η ψυχή του ψηλά σαν πουλάκι.
Ο ηγούμενος παπα-Χαράλαμπος (†2000) είπε: «Πολλά καλογέρια, που εδιάβαζαν δίπλα στο σκήνωμά του το Ψαλτήρι, παρηγορούντο με δάκρυα κατανύξεως, πράγμα που μαρτυρεί ότι η ψυχή του βρήκε τόπο στην δόξα του Θεού. Αιωνία του η μνήμη».
Πηγές – Βιβλιογραφία
Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Διονυσίου. Δ.Μ.Γ., Γέρων Δαυίδ ο Διονυσιάτης, Ο Όσιος Γρηγόριος 8/1983, σσ. 89-97 (απ’ όπου και η φωτογραφία).
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Β΄, εκδ. Μυγδονία σ. 1051-105
Γέρων Δαυΐδ Διονυσιάτης (†5 Φεβρουαρίου 1983)
Πρόλογος
Στο διάστημα της πενηντάχρονης περίπου διαδρομής μου στο καταφύγιο της μετανοίας και της προσευχής, το ωραίο περιβόλι της Κυρίας μας Θεοτόκου, της προστάτιδος και Εφόρου του ωραίου αυτού επιγείου παραδείσου που λέγεται Άγιον Όρος, δεν έπαψε να είναι άμα και Αγιοτόκος, ούτε θα πάψει έως της συντελείας του αιώνος. Ελάχιστο δείγμα της εποχής μας οι Άγιοι Σιλουανός ο Αθωνίτης, Σάββας ο μετέπειτα Καλύμνου, Ιωσήφ ο Ησυχαστής, Παΐσιος Αγιορείτης και πλήθος γνωστοί και άγνωστοι άγιοι, εν οις και ο προσφάτως επισήμως ανακηρυχθείς Άγιος, Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης.
Ως προς την ταπεινότητά μου, έτυχε ο κλήρος να συγγράψω κατά πλάτος τον βίο για τρεις μεγάλες σύγχρονες μορφές, τους μακαριστούς πνευματικούς μου πατέρες, παπα-Χαράλαμπο Διονυσιάτη και Αρσένιο Σπηλαιώτη ως και μόλις πρόσφατα για ένα γνωστό μου Σέρβο ασκητή, π. Γεώργιο Βίτκοβιτς (γνωστό ως Μπράνκο).
Κατ’ επιτομή δε, συνέγραψα για τις μεγάλες μορφές των Γερόντων Γαβριήλ και Θεοκλήτου των Διονυσιατών, καθώς και περί του μεγάλου Γέροντος και νέου ανακαινιστού της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, Γέροντος Ιωσήφ. Εις το ανά χείρας, ο αγαπητός εν Χριστώ αδελφός, Ν.Β. με προτρέπει να συγγράψω ολίγα ακόμη για εναρέτους Διονυσιάτες πατέρες με τους οποίους έζησα και συνασκήθηκα. Δυστυχώς όταν είχαμε τους θησαυρούς, ούτε που διανοήθηκα να κρατήσω σημειώσεις για κάτι τέτοιο. Τώρα εξαιτούμενος την επιοίκεια των αναγνωστών, αναμηρυκάζω έστω ολίγα από ό,τι θυμάμαι. Πρώτον κατά σειρά παραθέτω τον αείμνηστο μοναχό π. Δαυίδ Διονυσιάτη.
Μοναχός Δαυίδ Διονυσιάτης (1890-1983)
Ο Μοναχός Δαυίδ κατά κόσμον Δήμος Φλώρος δεν έγινε από τη νεαρά ηλικία μοναχός, αν και πολύ το επιθυμούσε. Δυστυχώς όμως, η άγνοια των γονέων του, τον υποχρέωσε, και μη θέλοντα να νυμφευθεί μία σεμνή συγχωριανή του κοπέλα. Έτσι, άκων ακολούθησε τον έγγαμο βίο, και μάλιστα απέκτησε και δυο παιδιά.
Ένας λόγος που δεν αντιστάθηκε στους γονείς του είναι ότι, ενώ είχαν άγνοια από μοναχισμό, ήσαν πολύ πιστοί Χριστιανοί και ό,τι καλό είχε στον εαυτό του, το χρωστούσε στους γονείς του: τίμιοι, ευσεβείς, τηρούσαν αμέμπτως όλας τας εντολάς του Κυρίου, εκκλησιάζοντο πάντοτε, εξομολογούντο, κοινωνούσαν, νήστευαν, έδιναν ελεημοσύνες και καθώς μου έλεγε ο ίδιος, αργύρια ποτέ δεν έδωσαν σε κανένα επί τόκω. Κυρίως όμως είχαν την εν Χριστώ αγάπη, την οποία εύκολα μετέδωκαν και στα τέκνα τους. Έμαθε να προσεύχεται αδιαλείπτως, και μάλιστα ήδη από πολύ μικρός αξιώθηκε ουρανίων οπτασιών αγγελικών ταγμάτων, να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν δοξολογώντας τον Ύψιστο.
Από την πολλή ζέση της προσευχής δεν μπορούσε να μείνει απαρατήρητος από τα πονηρά πνεύματα, τα οποία εκαίοντο με το πυρ της προσευχής, πολλάκις του ενεφανίζοντο για τον εκφοβίσουν, για να πάψει να τους καίει. Τουναντίον, με τη φυσική του απλότητα, πιο πολύ αντιστεκόταν με την ευχή στο όνομα του Χριστού, αλλά και της Παναγίας μας, αλλά και με τη δύναμη του Σταυρού, που όπως έλεγε «Ε, ρε να δεις πώς τρέμουν και γίνονται καπνός οι καταραμένοι μόλις βάλεις Σταυρό και μόλις ακούσουν το όνομα της Παναγίας».
Η σύζυγός του, κατά θεία οικονομία, έτυχε να είναι μια τίμια ταπεινή κοπελίτσα. Ο νέος τότε (κατά κόσμο Δήμος), δεν έχασε την ευκαιρία να της κάνει μία καλή εξήγηση, δηλαδή ότι αναγκάστηκε να παντρευτεί, και ότι ο πόθος του, έστω και αργότερα, είναι να γίνει μοναχός. Ευτυχώς η κοπέλα συμφώνησε. Έτσι λοιπόν, μόλις πάντρεψαν τα δύο παιδιά τους, υπενθύμισε στη γυναίκα του την υπόσχεση. Αυτή, ως αγαθή γη, σεβάστηκε τον πόθο του και του έδωσε ευχαρίστως άδεια.
Έτσι λοιπόν, ο αγωνιστής δε χάνει καιρό. Αμέσως φεύγει με προορισμό τη Ιερά Μονή Διονυσίου, αφού στάθμευσε πρώτα λίγο διάστημα (δεν ξέρω γιατί), στη Μονή Γρηγορίου. Μεταβαίνει δρομαίος στον φημιστόν εκείνο και έμπειρο Ηγούμενο Γαβριήλ, εις τον οποίο και εκθέτει τον πόθο του. Ο σοφός τότε εκείνος Ηγούμενος, τον κράτησε λίγο διάστημα για να δει αν είναι εύκολο να προσαρμοστεί σε μεγάλη ηλικία, ύστερα και από έγγαμο βίο, με τη σκληρή μοναχική ζωή και μάλιστα στο πιο αυστηρό κοινόβιο του Αγίου Όρους. Αφού διαπίστωσε ότι ως άλλος Άγιος Παύλος Απλούς έδωσε όλο τον εαυτό του, τότε του λέει: «Δημοσθένη, παιδί μου, βλέπω ότι κάμνεις για μοναχός, όμως είναι απαραίτητη ακόμη μία προϋπόθεση. Θα πας στο χωριό σου και θα φέρεις γραπτή συγκατάθεση της γυναίκας σου». «Μα Γέροντα συμφωνήσαμε. Δεν θέλω να ξαναβγώ ποτέ πια έξω». «Αν θέλεις να μείνεις εδώ, οπωσδήποτε θα φέρεις γραπτή συγκατάθεση». Εξ ανάγκης, δεν χάνει καιρό. Τρέχει στο χωριό, για μόνο μια μέρα, λαμβάνει γραπτή συγκατάθεση της συζύγου του και έτσι ως διψώσα έλαφος, επιστρέφει με απόφαση ό,τι κι αν συμβεί, στον κόσμο να μη ξαναβγεί.
Όχι μόνο αυτό, αλλά αφού τα πρώτα χρόνια, επειδή έπιανε το χέρι του παντού, τον έστελνε ο Γέροντας και στο μετόχι Μονοξυλίτης, στον Άγιο Ονούφριο, στο Μύλο, στον Αρσανά, παντού, μέσα, έξω. Παντού έτρεχε με ακρίβεια στην υπακοή και με αδιάλειπτη ευχή. Ως προς το μοναχικό κανόνα είχε μεγάλη ακρίβεια. Ποτέ δεν παρέλειψε το παραμικρό, και στις μακροσκελείς εκείνες ακολουθίες και αγρυπνίες της Μονής, πρώτος έμπαινε, τελευταίος έβγαινε. Όταν όμως κόντεψε τα 80 χρόνια της ηλικίας του, ο Ηγούμενος τον απάλλαξε τότε από τα διακονήματα. Έκτοτε επεδόθη εξ ολοκλήρου στην άσκηση και αδιάλειπτο ευχή. Το φαγητό του ήταν πολύ λίγο, όσο να ζει. Και συγχρόνως επενόησε και μία άλλη άσκηση: «Αφού τώρα δεν διακονώ πουθενά, δε χρειάζεται να πηγαίνω πουθενά, εκτός από εκκλησία και κελί». Έκτοτε λοιπόν, τον όρο αυτό, τον κράτησε μέχρι τέλους. Μία φορά μόνο από την εκκλησία βγήκε στην πόρτα, όταν το ιερό του σκήνωμα το οδήγησαν στην τελευταία του κατοικία.
Ως προς την μόρφωση, ήταν σχεδόν αναλφάβητος. Εν τούτοις, τα λίγα χρόνια που ζήσαμε μαζί, τρέχαμε στο κελί του γερο-Δαυίδ να ακούσουμε τις σοφές συμβουλές του. Όχι μόνο εμείς, αλλά και από άλλα μοναστήρια. Και Ηγούμενοι, όπως ο αξιόλογος Ηγούμενος της Μονής Γρηγορίου Αρχιμ. Γεώργιος, που αν και είναι κινητή βιβλιοθήκη από γνώσεις, εν τούτοις κατέβαζε τη γνώση του σε ένα απλοϊκό, αγράμματο καλόγηρο, που όμως ήταν δάσκαλος με τη σοφία του Αγίου Πνεύματος.
Είχε τόση αυταπάρνηση, που τόσο πολύ δεν πρόσεχε τον εαυτό του, ώστε μερικοί να παρεξηγούν. Το κελί του, απεριποίητο, ασκούπιστο και δεν ήθελε ούτε να του σκουπίζουν, ούτε να του πλένουν τα ρούχα. Μάλιστα στο κελί του, εκτός άλλων, είχε και πολλούς κοριούς. Κάποτε ήθελαν μερικοί να τον επισκεφτούν, όμως φοβόντουσαν κατά το ανθρώπινο να μη γεμίσουν κοριούς. Κι όμως είδα τότε το εξής θαυμαστό, ιδίοις όμμασιν. Του λέμε «Γερο-Δαυίδ, φοβόμαστε τους κοριούς». Κι εκείνος «Όχι, όχι, μη φοβάστε. Παρακάλεσα την Παναγία και τους μάζεψε όλους σ’ εκείνη τη γωνιά». Κοιτάμε. Τι να δούμε; Όπως ακριβώς είναι ένα μελίσσι, έτσι οι κοριοί όλοι μαζεύτηκαν ο ένας πάνω στον άλλο, σ’ έναν σημείο. «Μη φοβάστε» λέγει, «εδώ δεν έχει». Όμως όταν ήταν μόνος, φεύγαν, κυκλοφορούσαν μάλιστα και σ’ όλο το σώμα του. Ποτέ όμως κοριό δεν έφερε στην εκκλησία.
Κατά το 1982 άρχισε να βαραίνει και με προτροπή του Γέροντος παπα-Χαραλάμπους, τον μεταφέραμε στο γηροκομείο. Αν και κατάβαρος, δεν μπορούσε να σηκωθεί, με μελίρρυτα λόγια στήριζε τους αδελφούς που τον επισκέπτονταν.
Την καλή συνήθεια του κανόνος του, δεν την άφησε ως την τελευταία του στιγμή. Τι έκανε; Όπως ήταν κλινήρης, για ένα διάστημα 2-3 ώρες δε μιλούσε σε κανένα, αλλά με το ένα χέρι το κομποσχοίνι και με το άλλο σταυρό κάθε ευχή έτσι ξαπλωτός, μέχρι να τελειώσει, έκανε τα κομποσχοίνια του κανόνος.
Αφότου πήγαμε η νέα συνοδεία από το Μπουραζέρι με τον αείμνηστο Γέροντά μου παπα-Χαράλαμπο, είχε τόσο μεγάλη χαρά, προπάντων που ο νέος Ηγούμενος επέτρεπε τη συχνή Θεία Κοινωνία. Και μας έλεγε με την απλότητά του συχνά «Ο καλόγερος που κάνει υπακοή και κοινωνά συχνά, δε φοβάται το διάβολο. Από το θέλημα και την αμέλεια στη συχνή Θεία Κοινωνία, ο καταραμένος έριξε πολλούς στα σαρκικά».
Με τις απλές αλλά σοφές συμβουλές που μας έδινε, ήρθε η ώρα να μεταβεί στον ποθούμενο. Ήταν ένας βαρύς χειμώνας, του 1983. Η γρίπη όταν κολλήσει στο κοινόβιο σε ένα άτομο, μεταδίδεται σε όλους. Είδα πολλά γεροντάκια που δεν είχαν την δύναμη να τη σηκώσουν. Έτσι μετά από μία γενική επιδημία γρίπης στο μοναστήρι, επισκέφτηκε και στο γηροκομείο το γερο-Δαυίδ και κατ’ αυτό τον τρόπο, ειρηνικός, πλήρης ημερών, απήλθε προς τον ποθούμενο, κατά την 5.2.1983.
Να ‘χουμε την ευχή του.
Ιωσήφ Μ.Δ.