Χρυσόστομος ιερομόναχος Λαυριώτης: Το φως του ήλιου είδε στη Μάδυτο της Α. Θράκης το 1856. Οι γονείς του ήταν πάμφτωχοι αλλά ευσεβέστατοι.
Μικρός ακολούθησε τον πατέρα του στα Ιεροσόλυμα, που εργαζόταν εκεί ως ξυλουργός, όπου έμαθε τα πρώτα του γράμματα και αγάπησε τον μοναχισμό. Το 1870 ήλθε στο Άγιον Όρος κι έμεινε επί διετία στο Διονυσιάτικο Κελλί του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στις Καρυές, όπου μόναζε ο κατά σάρκα αδελφός του ιερομόναχος Ευγένιος.
Ο Ευγένιος τον παρέδωσε στον σχολάρχη τότε της Αθωνιάδος Κοσμά Λαυριώτη (†1903). Μετά διετή δοκιμασία τον έκειρε μοναχό και το 1877 τον έστειλε να φοιτήσει στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από την οποία αποφοίτησε αριστούχος. Παρά το ότι του προσφέρθηκαν υψηλές θέσεις επέστρεψε στην αγαπητή του Λαύρα, «μη ανταλλάξας, κατά την παράδοσιν των Λαυριωτών, τον καλογερικόν σκούφον με την αρχιερατικήν μίτραν».
Διετέλεσε καθηγητής και σχολάρχης της Αθωνιάδος Σχολής, αρχιγραμματεύς της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους, αρχιγραμματεύς, προϊστάμενος και επίτροπος της μονής του, αντιπρόσωπος στην Ι. Κοινότητα, βιβλιοθηκάριος, συντάκτης του καταλόγου των χειρογράφων και δόκιμος συγγραφέας. Διακρίθηκε για τη σπάνια νοημοσύνη του, την άρτια μόρφωσή του, τη μουσικογνωσία και καλλιφωνία του.
Πρεσβύτερος χειροτονήθηκε από τον στενό του φίλο πατριάρχη Ιωακείμ τον Γ΄ από τότε που ήταν μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Κατευοδώνοντάς τον για την επάνοδό του στον Οικουμενικό Θρόνο του έλεγε στον ιερό ναό του Πρωτάτου: «Ανέρχεσαι εις νέαν τινα Ιερουσαλήμ της Εκκλησίας και του Γένους, του παθείν υπέρ αυτών, μη επιλάθου, Παναγιώτατε Δέσποτα, μη και το Άγιον Όρος, το οποίον εις κατοικίαν ηρετίσω, το οποίον ειλικρινώς ηγάπησας και αγαπάς και του οποίου τα όντως βασιλικά και εκκλησιαστικά δίκαια, είπερ τις και άλλος, Συ οίδας γεραίρειν και κρατύνειν».
Δυστυχώς το έργο του το διέκοψαν βέβηλα χέρια αγνώστων. Πηγαίνοντας με το ζώο από τις Καρυές στη Μ. Λαύρα, για τις εορτές των Χριστουγέννων, στο λιθόστρωτο πλησίον της μονής Ιβήρων φονεύθηκε πυροβολούμενος. Ήταν 23.12.1908. Ο ξαφνικός θάνατός του, και τόσο αποτρόπαιος, λύπησε τους πάντες πολύ. Ο υποτακτικός του μοναχός Κοσμάς Λαυριώτης έγραφε προς την αδελφότητα των Ιωσαφαίων στα Καυσοκαλύβια: «Ως βροντή μοι εφάνη η απαισία είδησις της δολοφονίας του σεβαστού μου Γέροντος, διότι ανεξήγητόν μοι φαίνεται να πέση θύμα κακούργων χειρών τοιούτος άνθρωπος ενάρετος και χρήσιμος εις την Μονήν και εις το Άγιον Όρος, και εις το έθνος και εις την Εκκλησίαν. Κρίμα εις την Λαύραν, κρίμα εις το Άγιον Όρος …».
Σε νεκρολογία της εφημερίδος Εκκλησιαστική Αλήθεια μεταξύ άλλων αναφέρεται ο Προηγούμενος Χρυσόστομος Λαυριώτης ως μετριόφρων, απέριττος, ανεπιτήδευτος, πολύγνωσος, ευθυκρισής, αντιληπτικός, νοήμων, πράος, ήπιος, ατάραχος, αόργητος, δίκαιος, χρηστός: «Απετέλει τω όντι τον κόσμον (κόσμημα) του Αγίου Όρους … είχε κατακτήσει την αγάπην και εκτίμησιν πάντων των μοναχών και λαϊκών του ιερού Άθωνος, μηδ’ αυτών των δι’ ανθρωπίνην έλλειψιν και διάφορον αντίληψιν αντιπάλων αυτού εξαιρουμένων, ειδότων τιμάν και θαυμάζειν την αρετήν του ανδρός». Κατά τον αρχιμανδρίτη Χριστόφορο Δοχειαρίτη: «Ο αείμνηστος Χρυσόστομος καθ’ όλον αυτού τον βίον διεκρίθη επί χρηστότητι βίου, επί σεμνή μοναχική πολιτεία επί μειλιχιότητι, επί ακριβεί εκτελέσει των χριστιανικών και μοναχικών αυτού καθηκόντων, επί ακραδάντω πίστει εις τον Σωτήρα και Θεόν ημών». Κατά τον Γέροντα Παύλο Λαυριώτη, ο Προηγούμενος Χρυσόστομος υπήρξε «μία προσωπικότητα με αρετή, ήθος, χαρίσματα και αξία».
Πήγες – Βιβλιογραφία:
Εφ. Εκκλησιαστική Αλήθεια, έτος κθ’, 1/10.1.1909, σ. 8. Χριστοφόρου Κτενά αρχιμ., Η σύγχρονος Αθωνιάς Σχολή και οι εν αυτή διδάξαντες από του 1845-1916, Αθήναι 1930, σσ. 60-65. Μανουήλ Γεδεών, Αποσημειώματα Χρονογράφου, Αθήναι 1932, σ. 328. Παύλου Λαυριώτου μοναχού. Προηγούμενος Χρυσόστομος Λαυριώτης (1856- 1908), Αθήνα 1994.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α΄1901-1955 , σελ.95-97, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.
Η δολοφονία του προηγουμένου Χρυσοστόμου Λαυριώτη (1908)
Εξ άλλου, πάντοτε μ’ εντυπωσίαζε εκείνη η ειδική και κάθε τόσο επαναλαμβανομένη αναφορά, «οι πνιγέντες αδελφοί», στον ανεκτιμήτου ιστορικής αξίας Κώδικα που έχει όλους τους κεκοιμημένους πατέρας της Μεγίστης Λαύρας, απ’ αυτόν τον Άγιο Αθανάσιο μέχρι και τους τελευταίους των ημερών μας, και τους μνημονεύουμε στην προσκομιδή σε καθωρισμένες περιόδους.
Πολύ παλαιά και όση η ζωή της Λαύρας η συνήθεια να αποστέλλωνται πατέρες με πανιάρμενες τότε «σκαμπαβίες» στα πολλά μετόχια της Μονής –στην Λήμνο, στην Ίμβρο, στο Βόλο, στην Σκύρο, στην Κρήτη- για να φέρουν σιτάρι, το λάδι και τις άλλες πραμάτειες, για να ζήση η αδελφότης και για να βρουν φιλοξενία οι προσκυνηταί και ελεημοσύνη οι φτωχοί. Πολλά τα μίλια, άγριες οι θάλασσες, χωρίς λύπησι οι βραχοακτές.
Έτσι οι ενταλμένοι, σαν περνούσε πολύς καιρός και οι εν «υπακοή και αποστολή» πατέρες γυρισμό δε είχαν και ούτε έδειχναν κανένα σημείο ζωής, καταχώριζαν τα ονόματά τους στον «Κουβαρά» με την σύντομη και λιτή επεξηγηματική, εντός παρενθέσεως, προσθήκη: «(οι πνιγέντες αδελφοί)».
Περνούσε και άλλη σειρά πατέρων απ’ το μυαλό μου που είχαν βίαιο και όλως δυσεξήγητο θάνατο· και ας αναφέρω τον του αειμνήστου λογίου και εναρέτου ιερομονάχου Χρυσοστόμου Λαυριώτου [Ζωγράφος (το μικρό του όνομα δεν αναφέρεται), του Στεφάνου και της Αικατερίνης εκ Μαδύτου Ελλησπόντου, γεν. 1856, προσελ. 1872 (!), κουρά 1874, διάκ. 1877(!), πρεσβυτ. 1895, σπουδές στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης επί οκταετία (1877-1885), καθηγητής και Σχολάρχης Αθωνιάδος 1885-1889), Αρχιγραμ. Ιεράς Κοινότητος 1889-1894, εδολοφονήθη το 1908], που τον πυροβόλησαν οι δολοφόνοι του την 23η Δεκεμβρίου του 1908 μπροστά στην γνωστή πέτρινη γέφυρα και κοντά στη βρύση του δρόμου που οδηγεί απ’ τις Καρυές στην Ιβήρων (εννοώ το παλαιό μονοπάτι-καλντερίμι), κατερχόμενον με προορισμό το Μοναστήρι του για να… γιορτάση τα Χριστούγεννα.
Αφήκε την τελευταία πνοή του στην αγκαλιά του έντρομου υποτακτικού του, που τον συνόδευε, δοκίμου τότε και ιερομονάχου Χρυσοστόμου μετά ταύτα (Καρανικόλας Αλέξανδρος του Ανδρέου εκ Σμύρνης, γεν. 1887, προσελ. 1907, κουρ. 1909, διακ. 1920, πρεσβ. 1923, κοιμ. 1975). Απ’ τον ίδιο είχαμε τις τρομερές περιγραφές.
Που να τις καταστρώνη κανείς καθ’ όλη την έκτασί τους! Τον εθρήνησε όλο το Άγιον Όρος, η δε λύπη του προσωπικού του φίλου Οικουμενικού Πατριάρχου Ιωακείμ του Γ΄, ομοδιαίτου περίπου και στενού συνεργάτου του κατά τα έτη της αυτοεξορίας του στο Όρος, υπήρξε άληκτη και ασυγκράτητη, μέχρι σημείου να εκδώση πράξι αφορισμού των δολοφόνων και των ηθικών αυτουργών των.
Σημείωσις:
Δεν μπορώ να παραμερίσω την παρόρμησι να σημειώσω δυό λόγια ως μνημόσυνο του αειμνήστου ομογαλάκτου μου και προκατόχου μου στην Σχολαρχία της Αθωνιάδος Χρυσοστόμου, αλλά και ως χρέος δικαιώσεως μιάς αδίκως κατηγορηθείσης κατά την άσκησι των καθηκόντων του παρά τη Ιερά Κοινότητι του Αγίου Όρους.
Ήταν τότε που οι Ρώσσοι, και όχι μόνο αυτοί, σε εκτέλεσι σχεδιασμών των προγραμματιστών του Πανσλαυϊσμού, έκαναν το παν για απόκτησι ερεισμάτων και στο Άγιον Όρος. σαφεστάτη απεδείχθη η πρόθεσις να περιέλθουν σε ρωσσική διοίκηση κυρίαρχες μεγάλες Μονές. Θα έπαιρνε σε μήκος η αναφορά στο πως κατεκτήθη η Μονή Αγίου Παντελεήμονος και στα των αποτυχημένων αποπειρών κατακτήσεως και των Ιερών Μονών Κουτλουμουσίου και Εσφιγμένου.
Δεν αμέλησαν όμως και στο να αναδείξουν κτιριακώς και διοικητικώς τα ήδη κεκτημένα απ’ αυτούς εξαρτήματα (Σεράι, Σκήτη Προφήτη Ηλιού, και Τιμίου Προδρόμου από πλευράς Ρουμάνων) και να εξαγοράσουν όσο τους ήταν δυνατό περισσότερα κελλιά και καλύβες. Κατ’ αυτές τις διεργασίες επικράτησε, ως φαίνεται, καθεστώς εκθέσμων συνεννοήσεων και συμφωνιών, διπλωματικών παρεμβατισμών και πιέσεων, προς δε και όργιο φημών για δωροδοκίες και δεκατισμούς.
Δεν ήταν φαίνεται τόσο εύκολο να διακρίνη κανείς τους ενδοτικούς και αργυρωνήτους απ’ τους αδαμαντίνους τον χαρακτήρα και καθαρούς την συνείδησι και την ψυχή. Επί φιλορωσσισμώ κατηγορείτο και ο Πατριάρχης, παρά τις έντονες και συνεχείς διαμαρτυρίες του, και φυσικά ο επιστήθιος φίλος του και εφαρμοστής των ιεροκανονικών δικαιοδοσιών και γραμμών του εν Άθω μακαριστός Χρυσόστομος.
Η στάσις των ήταν καθ’ όλα ενιαία και πεντακάθαρη: Καμμιά υποχώρησις στις κατακτητικές βλέψεις των Ρώσσων, αλλά και καμμιά αντιευαγγελική συμπεριφορά και ενέργεια εις βάρος των, οσάκις, ως εξαρτηματικοί ή με οιαδήποτε άλλη σχέσι, βρίσκονταν διάδικοι με τις τοπικές αρχές.
Όταν δε τούτο το δεύτερο ελάχιστοι εκ των αγιορειτών μπόρεσαν να το διακρίνουν μέσα στον ταραγμένο και θολό εκείνο ρου των γεγονότων, πως θα μπορούσαν να το διακρίνουν οι εκτός, και δη οι εν Αθήναις και της ελευθέρας λεγομένης τότε Ελλάδος κοντόφθαλμοι εθνικισταί; Είχαν τις «πληροφορίες» τους, έβγαλαν τα «συμπεράσματά» τους: Ρωσσόφιλος ο Πατριάρχης, κινδυνεύει το Όρος, γρήγορα πρέπει να βγη απ’ τη μέση ο εφαρμοστής της πολιτικής του, ο δυνατός νους και πολλά επηρεάζων αντιπρόσωπος της Μεγίστης Λαύρας Χρυσόστομος.
Θέλουμε να πιστεύουμε ότι η απόφασις εξοντώσεως του αειμνήστου ελήφθη από ακραίους φανατικούς εθνικιστάς, που προδότη θα χαρακτήριζαν κι αυτόν ακόμη τον Βελεστινλή Ρήγα, επειδή δεν σκεπτόταν και δεν ενεργούσε αποκλειστικώς ελληνικά (βλ. συν άλλοις και «Χάρτα»). Γιατί, αν η εντολή ήταν από ‘ψηλότερα ειλημμένη, τότε αλλοίμονο…!
Εμείς, κατηχημένοι από εναρέτους, αντικειμενικούς και γνώστας προσώπων και καταστάσεων Γεροντάδες, ποτέ δεν αμφιβάλαμε για τον καλώς νοούμενο πατριωτισμό, την αρετή και την ανιδιοτέλεια του Προηγουμένου Χρυσοστόμου. Ο Γέροντάς μας Αμβρόσιος, έκπληκτος και εμβρόντητος από το ότι και αγιορείτης ακόμη (Αρχιμ. Χριστόφορος Κτενάς), και δη γραπτώς, κατηγόρησε τον αείμνηστο επί μεροληψία και φιλορωσσισμώ, μας επεδείκνυε επιστολή Ηγουμένου της Μονής Αγίου Παντελεήμονος Ρωσσικού προς τον διακεκριμένο διδάσκαλο και ομολογημένης αρετής Γέροντα του Χρυσοστόμου Κοσμά, στην οποία παρεπονείτο, γιατί αντετίθετο σφόδρα προς υποθέσεις του παρά τη Ιερά Κοινότητι, και την οποία κατέκλεινε με την χαρακτηριστική φράσι: «Δεν μπορείς να τον συμμαζέψης λίγο;».
[Ο Γέρων Κοσμάς κατονομάζεται από τους συγχρόνους Προϊσταμένους της Λαύρας ως άριστος κατηχητής και διδάσκαλος και χαίρει υπολήψεως αγίου μοναχού: «ο εν διδασκάλοις ελλογιμώτατος Κύριος Κοσμάς». «Εχαροποίησεν ημάς και εύφρανε ψυχή και σώματι ο άγιος και σοφώτατος Διδάσκαλος ημών Κοσμάς». Υπάρχει και μαρτυρία ειδικής καταξιώσεώς του από την Κυρία Θεοτόκο· ήτοι, να την ίδη ιδιοφθάλμως και να ομιλήση μαζί Της. Κατά το δένδρον λοιπόν και ο καρπός… (Βλέπε Κώδικα «Κουβαρά», ι. Βήματος Μ. Λαύρας, σελ. 393-394)].
Τώρα όμως που εκδόθηκαν τύποις οι φυλασσόμενες στα αρχεία του Υπουργείου των Εξωτερικών απόρρητες επιστολές του Πατριάρχου Ιωακείμ, αποδεικνύεται περιτράνως πόσο ρωσσίζων και… προδότης ήταν ο αείμνηστος Παναγιώτατος και πόσο ηδικημένος, εσπιλωμένος και βιαίως στάλθηκε στη άλλη ζωή από κάποιους εγκληματίες, σχεδιαστάς και εκτελεστάς, ο αγαπημένος του Προηγούμενος Χρυσόστομος Λαυριώτης.
Καταχωρίζω, προς δικαίωσι τόσο του μεγάλου εκείνου Πατριάρχου όσο και του πεφιλημένου του ομωνύμου μου, μερικά αποσπάσματα. (ακολουθούν επιστολές προς αξιωματούχους της Ελληνικής Κυβέρνησης)
Από το βιβλίο: Πόθος και Χάρις στον Άθωνα, του Επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου, σελ. 325-332