Χριστούγεννα: Χριστούγεννα στη φυλακή. Ανήμερα τα Χριστούγεννα ευχήθηκε τα «Χρόνια Πολλά» και πέσαν πάνω του να τον φάνε θεωρώντας βρισιά και κατάρα τα «Χρόνια Πολλά» στην φυλακή.
Θα μάθαινε, λοιπόν, ότι κομμένα τα «Χρόνια Πολλά», και μόνο «Χρόνια Καλά» εύχονται στην φυλακή.
Χριστούγεννα στη φυλακή (Διήγημα)
Όχι. Τα Χριστούγεννα εκείνα δεν ήταν τα χειρότερά του. Ο Κωστάκης είχε ζήσει πολλά και πολύ δυσκολότερα Χριστούγεννα, πριν την είσοδό του στο «κολλέγιο», όπως ονομάζεται η φυλακή στη γλώσσα των κρατουμένων. Ενώ η πολιτεία την ονομάζει σωφρονιστικό κατάστημα, για να απαλύνει λίγο λες τον κοινωνικό στιγματισμό όσων εγκλείονται σε αυτές. Μα, μήπως και έξω από το «κολλέγιο» δεν είναι ο κόσμος γεμάτος φυλακές; Σαν αυτές, που πολλές φορές οι ίδιοι οι άνθρωποι χτίζουν, μη αντέχοντας κείνη την ελευθερία, που ονόμασε ο Φιόντορ στον Μέγα Ιεροεξεταστή βάσανο και φριχτή. Και είναι προθυμότατοι να την καταθέσουν, γιατί την φοβούνται και την σκιάζονται και την θεωρούν αφόρητη. Δεν θα μπορούσε, άλλωστε, με κάποιο μέτρο να μετρηθεί η ελευθερία του ανθρώπου. Μονάχα ίσως ο ίδιος και σίγουρα ο Θεός γνωρίζουν πόσο ελεύθερη είναι του ανθρώπου η καρδιά.
Ο Κωστάκης εκείνη την χρονιά, ενώ έκλεινε ήδη την πέμπτη μέσα στην φυλακή, ένοιωθε ελεύθερος. Ένοιωθε χαρούμενος. Και μόνο η σύγκριση με τα παλιά τα χρόνια τον ανακούφιζε. Θυμόταν τα Χριστούγεννα στο σπίτι. Μαύρα Χριστούγεννα. Με δώρα ακριβά, ψευδαίσθηση εκπλήρωσης γονεϊκών καθηκόντων, αλλά με πλήρη απουσία αγάπης. Με καβγάδες και θυμούς. Το χειρότερο όλων με μοναξιά αφόρητη. Τί; Οικογενειακή γιορτή τα Χριστούγεννα; Ούτε καν. Κάτι ρεβεγιόν σε νυχτερινά κέντρα με μουσική στη διαπασών και επικοινωνία στο μηδέν. Σε ένα τέτοιο ρεβεγιόν έγινε το μοιραίο. Ένας εργαζόμενος κάλεσε τον Κωστάκη να τον βοηθήσει σε μια δουλειά, οι γονείς του τον επέτρεψαν, και σε ένα κλειστό δωμάτιο εκείνος ο «άνθρωπος» με ταξίματα και δώρα προσπάθησε να αποπλανήσει το δεκάχρονο αγόρι. Ο Κωστάκης γλίτωσε την τελευταία στιγμή, καθώς βρήκε την δύναμη και έβαλε τις φωνές, αλλά το τραύμα έμεινε. Ένοιωθε ένοχος. Ένοιωθε άχρηστος και αδύναμος. Δεν είχε διάθεση ούτε στο σχολείο να γυρίσει ούτε να διαβάσει ούτε να παίξει. Βυθίστηκε σε κατάθλιψη. Και οι γονείς με τα δικά τους. Εγωϊσμούς, τσακωμούς, απουσία και αδιαφορία.
Ήταν μόλις έντεκα ο Κωστάκης όταν στην προσπάθειά του για αποδοχή από μια ομάδα μεγαλύτερων φίλων του, «έκανε χόρτο». Ήταν μόλις δεκατεσσάρων, όταν διακινούσε μικροποσότητες μέσα στο σχολείο και έκανε χρήση και ο ίδιος. Δεν ένοιωθε όμορφα αλλά δεν μπορούσε να κάνει και πολλά. Η ασφυκτική παρακολούθηση της παρέας δεν του άφηνε πολλά περιθώρια διαφυγής. Και κάπου εκεί τον τσάκωσαν πρώτη φορά. Ο εισαγγελέας πρότεινε να αφεθεί ελεύθερος δίνοντάς του την ευκαιρία να προσπαθήσει. Και προσπάθησε στα αλήθεια, παρόλο που το οικογενειακό περιβάλλον όχι μόνο δεν ήταν υποστηρικτικό αλλά μάλλον τον έσπρωχνε βαθύτερα στον πόνο. Μία καθηγήτρια και ένας καθηγητής στο σχολείο του συμπαραστάθηκαν πολύ, σαν μάνα και πατέρας. Οι συμμαθητές, όμως, παρά την λεκτική και ιδεολογική ευκολία καταδίκης των ποικίλων ρατσισμών τον απομόνωσαν. Ένοιωσε πιο μόνος και από μόνος. Σκέφτηκε πολλά. Σκέφτηκε να φύγει στο εξωτερικό ή να πάει σε κανένα μοναστήρι στο Άγιο Όρος. Τελικά, αποφάσισε να πάει στην Αθήνα. Είχε κάτι άκρες για δουλειά. Αυτές οι «άκρες», όμως, ήταν και η καταδίκη του. Λίγο με καλοπιάσματα λίγο με εκβιασμούς τον έβαλαν πάλι στο παιχνίδι με υπόσχεση για εύκολα και χοντρά λεφτά. Και δεν του είχε απομείνει πια ικμάδα αντίστασης. Μπήκε στον κόσμο αυτό, τον μαύρο κόσμο της διακίνησης ουσιών.
Επειδή ήταν ήπιος και μετρημένος στην χρήση αλλά και καλός στην εμφάνιση, του ανέθεσαν μια καλή περιοχή φραγκάτων. Έγινε γρήγορα γνωστός στα στέκια και κέρδισε την εμπιστοσύνη των ανωτέρων. Σε ένα τέτοιο στέκι προμήθευε ένα βράδυ κοπέλες και νέους, όταν κάποιος του ψιθύρισε «γκάμπορ, φύγε». Δεν κατάλαβε ούτε γνώριζε ότι αυτό σημαίνει πως τον παρακολουθούσε κάποιος αστυνομικός και έτσι, προσποιούμενος τον ενδιαφερόμενο, τον συνέλαβε με αυτόφωρη διαδικασία για τις ποσότητες, που είχε μαζί του.
Αυτή την φορά η εισαγγελέας στην πρωτεύουσα δεν ήταν καθόλου επιεικής. Μελέτησε τον φάκελο και εισηγήθηκε βαρειά ποινή. Και ο Κωστάκης ήταν μόλις εικοσιενώ.
Όταν πήγε φυλακή τον υποδέχτηκαν περίεργα οι υπόλοιποι. Ρε, σεις «αυτός μυρίζει κοινωνία», λέγανε. Αλλά «τον τσιμεντώσανε», έφαγε πολλά χρονάκια. Και ήταν Παραμονές των Χριστουγέννων. Η προσαρμογή δύσκολη και βαρειά. Η ατμόσφαιρα αποπνικτική. Ο φόβος μεγάλος. Τί θα έτρωγε; Ποιός γιατρός θα τον εξέταζε, αν αρρώσταινε; Μήπως του έκαναν κακό οι συγκρατούμενοί του; Σιγά σιγά, όμως, προσαρμόστηκε. Και κάθε μέρα μάθαινε καινούρια πράγματα. Όπως, για παράδειγμα, όταν ανήμερα τα Χριστούγεννα ευχήθηκε τα «Χρόνια Πολλά» και πέσαν πάνω του να τον φάνε θεωρώντας βρισιά και κατάρα τα «Χρόνια Πολλά» στη φυλακή. Θα μάθαινε, λοιπόν, ότι κομμένα τα «Χρόνια Πολλά», και μόνο «Χρόνια Καλά» εύχονται στην φυλακή.
Καλά δεν ήταν στην αρχή. Τα τέσσερα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα από κάθε άποψη. Αυτό, που ίσως τον πονούσε περισσότερο, ήταν η εγκατάλειψη της οικογένειάς του. Όχι ότι είχε αισθανθεί ποτέ ιδιαίτερα το ενδιαφέρον της αλλά εκεί ήταν ακόμα πιο έντονη η απουσία της συμπαράστασής τους. Σε αντίθεση με σχεδόν όλους τους υπόλοιπους, που ένοιωθαν αδικημένοι από το δικαστικό σύστημα, ο Κωστάκης ένοιωθε μια περίεργη δικαίωση. Ήθελε να πληρώσει στην κοινωνία για τα λάθη του. Πρώτη φορά σκέφτηκε στην φυλακή το κακό, που έκανε με την διακίνηση ουσιών. Έβλεπε πολλούς «αδερφούς» πια εκεί μέσα να αργοσβήνουν από τα ναρκωτικά. Έβλεπε τους «δεκατριάρηδες» να κάνουν τα πάντα για «ζαπρέ». Και τύψεις πλημμύριζαν τον νου και την καρδιά του.
Μετά τα πέμπτα Χριστούγεννα «μέσα», άλλαξε ο ιερέας – εφημέριος των φυλακών. Νέος εφημέριος ήρθε ο πατήρ Ανανίας και κάθε Σάββατο λειτουργούσε ανελιππώς στον ναό του Αγίου Ελευθερίου. Μα δεν ήταν μόνο κάθε Σάββατο. Ήταν κάθε βδομάδα τουλάχιστον δύο μέρες ολόκληρες εκεί κάνοντας ποιμαντική. Των απολωλότων προβάτων ο καλός ποιμένας. Ακατάκριτα σαν τον Ιησού. Με αγάπη πατρική και αδελφική. Με χρόνο για τον καθένα και την καθεμία. Προσφέροντας αστείρευτα υλική και πνευματική ελεημοσύνη. Το νέο διαδόθηκε και πολλοί ήθελαν να τον δουν, να τον γνωρίσουν, να του μιλήσουν. Όχι πάντα ανιδιοτελώς ή με αγνά κίνητρα. Και αυτός τους υποδεχόταν και δεχόταν όλους ανεξαίρετα. Έτσι, τον επισκέφτηκε και ο Κωστάκης.
Στον σολέα του ναού του Αγίου Ελευθερίου, εκεί που επρόκειτο να ελευθερωθεί από τα δεσμά, που τον βαραίναν. Τα αμαρτήματα και τον πόνο. Την πρώτη φορά δεν είπε σχεδόν καθόλου λόγια. Άφησε να μιλήσει η καρδιά με τον δικό της τρόπο. Με κλάμμα παιδικό, παραπονεμένο αλλά και συντριβή μετάνοιας. Ψέλλισε μόνο μετά από πολύ ώρα˙ «υπάρχει άραγε, πάτερ, για μένα σωτηρία»; «Τί, είναι αυτά, που λες, παιδί μου»; Η προσφώνηση αυτή, «παιδί μου», ήταν βάλσαμο παρηγοριάς για τον Κωνσταντίνο, που ανδρώθηκε πνευματικά την ώρα εκείνη. Δεν ήταν πια ο Κωστάκης. Ο Κωστάκης πέθανε μαζί με τον παλαιό άνθρωπο. Και αναγεννήθηκε με το μυστήριο της μετανοίας. Το βάρος το ασήκωτο το σήκωσε τώρα ο Χριστός και έγινε ζυγός χρηστός και φορτίον ελαφρύ. Τραγική ειρωνία θα έλεγε κάποιος αλλά για αυτόν ήταν βίωμα συγκλονιστικό. Ένοιωσε πραγματικά ελεύθερος πρώτη φορά στην ζωή του εκεί, στον ναό του Αγίου Ελευθερίου, στην περίκλειστη και σιδερόφρακτη αυλή της φυλακής. «Η σωτηρία προσφέρεται σε όλους τους ανθρώπους», συνέχισε ο πατήρ Ανανίας. Και με λόγους παρακλητικούς από το ευαγγέλιο του είπε ότι ο Χριστός αγαπά και συγχωρεί κάθε άνθρωπο, που μετανοεί για τις αμαρτίες του. Του είπε ιστορίες αμαρτωλών ανθρώπων, που αγίασαν, και πολλά άλλα λόγια σοφά και φωτισμένα, που του έδωσαν δύναμη με την Χάρη του Θεού να κάνει ένα delete στο παρελθόν και ένα restart στην ζωή του.
Ο Κωστάκης, που έγινε Κωνσταντίνος, ήταν άλλος άνθρωπος. Η ζωή του βρήκε νόημα και άρχισε έναν αγώνα πνευματικό δύσκολο αλλά όμορφο. Οι πειρασμοί στην φυλακή πολλοί αλλά τώρα ήξερε ότι «στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν». Με τον αγώνα αυτό συνεχή, τους κλυδωνισμούς και τις πτώσεις να αλληλοδιαδέχονται συνεχώς την προκοπή και τις αναστάσεις, πέρασε άλλος ένας χρόνος στη φυλακή και ξαναήρθαν τα Χριστούγεννα. Θα ήταν τα τελευταία στην φυλακή, καθώς ένας νέος ευεργετικός για αυτόν νόμος μείωνε κατά πολύ την ποινή του. Και, όμως! Δεν είχε τόσο αγωνία για την απελευθέρωσή του, γιατί ήδη ένοιωθε ελεύθερος. Από τα πνευματικά δεσμά της αμαρτίας και του τραυματικού παρελθόντος. Τον είχε επισκεφτεί πλούσια και τον είχε πλημμυρίσει η θεία ευλογία. Αυτό δεν μπορούσε να το κρύψει. Και έγινε ιδιαίτερα αγαπητός σε όλους. Οι ίδιοι οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι και οι αρχιφύλακες σαν να λυπούνταν, που θα έφευγε από κοντά τους. Όπως και ο ίδιος, που θεωρούσε οικονομία του Θεού την φυλάκισή του, για να μπορέσει να γνωρίσει την Αλήθεια. Να δει το αληθινό Φως και να πλημμυρίσει από την θεία Αγάπη.
Έτσι, είχε μάλλον περισσότερη αγωνία για την θρησκευτική γιορτή παρά για την αποφυλάκισή του λίγες εβδομάδες αργότερα. Φέτος, θα έψελνε αυτός τις Καταβασίες, όπως του τις έμαθε ένας συγκρατούμενος αγιορείτης μοναχός. Και θα έψελνε όχι με το στόμα και την φωνή αλλά «τῷ πνεύματι καὶ τῷ νοΐ» το «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε. Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν ἀπαντήσατε. Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε, ᾌσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ, καὶ ἐν εὐφροσύνῃ, ἀνυμνήσατε λαοί, ὅτι δεδόξασται». Όπως και τις θαυμάσιες ιαμβικές, ποίημα Ιωάννου του μοναχού˙ «Ἔσωσε λαόν, θαυματουργῶν Δεσπότης, Ὑγρὸν θαλάσσης κῦμα χερσώσας πάλαι· Ἑκὼν δὲ τεχθεὶς ἐκ Κόρης, τρίβον βατήν, Πόλου τίθησιν ἡμῖν· ὃν κατ οὐσίαν, Ἶσόν τε Πατρί, καὶ βροτοῖς δοξάζομεν».
Ήταν το δίχως άλλο η ομορφότερη μέρα της ζωής του. Η ωραιότερη λειτουργία. Το συγκλονιστικότερο βίωμα. Με αποκορύφωση την Θεία Κοινωνία, την μετάληψη του Τιμίου Σώματος και Αίματος του Σωτήρος. Τόση ήταν η χαρά του, που προσευχήθηκε και είπε παραφράζοντας τα λόγια του ύμνου˙ «Τοῦ Δείπνου σου τοῦ μυστικοῦ σήμερον, Υἱὲ Θεοῦ, κοινωνόν με παράλαβε», είπε λοιπόν ο Κωνσταντίνος και προσευχήθηκε θερμά, «πάρε με κοντά Σου σήμερα, Χριστέ μου».
Και, όντως, ο Κύριος άκουσε την προσευχή του δούλου Του. Καρδιακή ανακοπή αποφάνθηκε ο ιατροδικαστής. Καρδιακή προσευχή αποφάνθηκε ο πατήρ Ανανίας, που είδε «δι’ ἐσόπτρου» στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου φωτισμένη και λαμπρή την εικόνα του Χριστού, τον Ίδιο τον Κύριο. Και Τον ευχαρίστησε μπρούμυτα πεσμένος μπρος στο φριχτό Θυσιαστήριο, για την σωτηρία του δούλου Του Κωνσταντίνου και προσευχόμενος θερμά για την σωτηρία του κόσμου όλου.
π. Γεώργιος Οικονόμου