Αγάπη: Μερικές φορές φοβούμαστε ν ακούσουμε προσεκτικά κάποιο πρόσωπο, διότι τό ν ακούσεις σημαίνει ν ανταποκριθείς κι όχι μόνο γιά ένα λεπτό όσο η καρδιά είναι συγκινημένη καί μέ μιά περαστική σκέψη αλλά γιά πάντα.
Μέ τόν τρόπο πού ο Χριστός ανταποκρίθηκε στήν ανθρώπινη θλίψη καί τή φρίκη τής στέρησης τού Θεού κι έγινε γιά πάντα άνθρωπος.
Δέ σωζόμαστε από τό γεγονός ότι αγωνιζόμαστε καί πετυχαίνουμε κάποιου είδους αποτέλεσμα, σωζόμαστε από τής ψυχής μας τόν πόθο πού μάς τραβά στό ζωντανό Θεό, από τήν αγάπη πού μάς τραβά στό Χριστό. Καί όταν ακόμα αποτυγχάνουμε καί αυτό ισχύει καί στίς ανθρώπινες σχέσεις -δέν πρέπει νά ξεχνούμε ότι ακριβώς, όπως καί ο Άπ. Πέτρος αφού είχε αρνηθεί τό Χριστό ήταν ικανός νά απαντήσει τήν τριπλή ερώτησή του, μπορούμε νά πούμε: «Κύριε, εσύ γνωρίζεις τά πάντα, γνωρίζεις τήν ασθένειά μου, τίς εκτροπές, τήν αβεβαιότητα, τήν αστάθειά μου, γνωρίζεις όμως καί ότι σέ αγαπώ, ότι αυτό είναι τό τελευταίο, τό βαθύτατο πράγμα μέσα μου».
Κανείς δέν μπορεί ν αγαπά έναν αόρατο Θεό άν πρώτα δέ μάθει ν αγαπά τό συγκεκριμένο, ζωντανό, πραγματικό πρόσωπο τό οποίο έχει απέναντί του. Πρίν λοιπόν θέσουμε τό ερώτημά τού πώς θά φτάσουμε στό Θεό, άς ρωτήσουμε τούς εαυτούς μας ποιά είναι η στάση μας απέναντι στόν πλησίον μας άν η καρδιά μας είναι κρύα, επιφυλακτική καί κλεισμένη, άν μάς τρομοκρατεί ακόμη καί η ιδέα ότι ο πλησίον μας μπορεί νά απαιτήσει τήν καρδιά καί τή ζωή μας δέν υπάρχει κανένας λόγος νά επιζητούμε συνάφεια μέ τό Θεό. Θά πρέπει πρώτα νά μάθουμε τό πώς ν αποκτήσουμε μιά καρδιά ζεστή, μιά καρδιά ζωντανή, μιά καρδιά πού νά ανταποκρίνεται στόν πλησίον μας καί η καρδιά εκείνη τότε, ανοιγμένη, μέ τήν καθαρότητά της θά δεί τό Θεό.
Η αγάπη δέ γνωρίζει όρια. Δέν είναι ποτέ δυνατό νά πούμε ότι έχουμε αγαπήσει, ότι έχουμε κάνει πράξη τήν κάθε παρακίνηση τής καρδιάς μας, ότι έχουμε αγαπήσει μέ τρόπο τέλειο γιατί τέλεια αγάπη ήταν εκείνη μέ τήν οποία ο Χριστός αγάπησε τούς μαθητές Του. Μέ τά λόγια τού Αγίου Ιωάννη τού Ευαγγελιστή (Ιω. 15.13): «μείζονα ταύτης άγαπην ουδείς έχει, ίνα τις τήν ψυχήν αυτού θή υπέρ τών φίλων αυτού».
Πρίν δοκιμάσουμε νά ζήσουμε μέ μόνη βάση τήν αγάπη άς κάνουμε μιά προσπάθεια, άς δοκιμάσουμε νά ζήσουμε σύμφωνα μέ τό νόμο, νά μήν παραβλέπουμε δηλαδή τίς απαιτήσεις τού νόμου: τή δικαιοσύνη καί τήν ειλικρίνεια, όλες τίς απαιτήσεις τής φύσης όσον αφορά τόν τομέα τών σχέσεων ανάμεσα στούς ανθρώπους. Τότε μόνο θά είναι δυνατό νά φτάσουμε σ ένα τέτοιο ανάστημα, πού έχοντας προχωρήσει πέρα από τό νόμο θ αγαπάμε μέ όλη μας τήν καρδιά, μέ όλη μας τήν ψυχή, όλη τή δύναμη καί τό είναι μας, μέ τή ζωή καί τό θάνατό μας.
Η αγάπη τού Θεού είναι απέραντη καί βαθειά καί αγκαλιάζει τούς πάντες. Αυτό τό οποίο μπορεί νά αλλάξει στήν αγάπη αυτή είναι μία κάποια εσωτερική ιδιότητά της: ο Θεός μπορεί αγαπώντας νά χαίρεται ή αλλοιώτικα νά πληρώνει τό τίμημα τής αγάπης Του πάνω στό σταυρό.
Πρέπει νά πάρουμε φωτιά μέ ολόκληρο τό είναι μας, μέ μυαλό καί καρδιά καί θέληση καί σώμα καί νά γίνουμε η καιόμενη βάτος τήν οποία είδε ο Μωυσής νά καίγεται ολόκληρη χωρίς νά αναλίσκεται.
Μόνο άν η ανθρώπινη αγάπη φωτιστεί μέ τό θεϊκό μυστήριο θά πάψει νά καταναλίσκει τό υλικό τό οποίο τήν τρέφει. Η θεϊκή αγάπη καίει, κάνει τό κάθε τι μιά ζωντανή φλόγα, δέν τρέφεται όμως μέ τό υλικό της: καταστρέφει αυτό πού δέν μπορεί νά ζήσει στήν αιωνιότητα αυτό πού μένει είναι μία καθαρή φλόγα η οποία μεταμορφώνει τόν άνθρωπο σέ Θεό.
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003)