Αγάπη: Μήνες σκέφτομαι αυτά τα λόγια, μα δεν τολμούσα. Γιατί είναι δύσκολο να μιλήσουμε για κάτι που δεν ξέρουμε.
Είναι δύσκολο να μιλήσουμε για την αγάπη ενόσω παλεύουμε να μάθουμε τι στην πράξη σημαίνει. Είναι τόσο δύσκολο να μιλήσουμε για την αγάπη χωρίς να έχουμε λειώσει θυσιαζόμενοι από αυτήν…
Δύσκολο, γιατί αν είχαμε μέσα μας αγάπη δεν θα ακούγονταν μακρινά και ξένα τα λόγια του Κυρίου μας: «Αγαπᾶτε ἀλλήλους καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς.»( Κατά Ιωάννην ιε’ 12) Θ’ αντιλαμβανόμασταν καλύτερα το μέγεθος της Αγάπης Του, πως από τα δυσθεώρητα ύψη εκούσια επέλεξε και έγινε άνθρωπος, δέχτηκε να διωχθεί και να ατιμωθεί, φόρεσε χλευαστική χλαμύδα και ακάνθινο στέφανο. Ραπίστηκε, σταυρώθηκε, απέθανε. Έγινε θυσία στον σταυρό για να μας σώσει.
Αν είχαμε μέσα μας αληθινή αγάπη θα κάναμε πόνο δικό μας τον πόνο του άλλου. Θα ενδιαφερόμασταν να βρούμε τρόπους να τον απαλύνουμε, έστω κι αν δεν είχε τίποτε να μας αντιπροσφέρει. Θα ξέραμε, μάλιστα, πως δεν αρκεί ν’ αγαπάμε μόνο όσους μας αγαπούν. Θα κοινωνούσε η καρδιά μας το ξεχύλισμα της Δικής Του αγάπης όταν προσευχόταν στον σταυρό του μαρτυρίου για τους διώκτες Του: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι!» (Λουκ. κγ’ 34) Θα αγαπούσαμε ακόμη κι όταν δεν ξέραμε ούτ’ εμείς γιατί τα ποιούσι. Με συγκλονισμό και δάκρυα θα φλεγόταν η καρδιά μας προσευχόμενη: «Κύριε, ἐλέησον τοὺς μισοῦντας ἡμᾶς», τους μισούντας Κύριε, ναι όσους μας μισούν, αυτοί περισσότερο σ’ έχουν ανάγκη!
Αν μπορούσαμε να αγαπήσουμε αληθινά θα μπορούσαμε να τσαλακώσουμε την εικόνα μας, θα ταπεινωνόμασταν παραδεχόμενοι την αδυναμία μας, θα ανοιγόμασταν μ’ αγάπη στον δίπλα ξεφλουδίζοντας το αδιάπεραστο κέλυφος του εγωισμού μας.
Αν αγαπούσαμε πραγματικά θα προτιμούσαμε να σιωπήσουμε, παρά να καταλαλήσουμε το σφάλμα του συνανθρώπου μας. Θα σβήναμε την οργή μας μέσα μας και δεν θα επιτρέπαμε λόγο κατακρίσεως να εκφέρει το στόμα μας.
Αν μπορούσαμε, έστω ακροθιγώς, ν’ αγγίξουμε την Αγάπη, θ’ αδιαφορούσαμε για το μίσος των ανθρώπων. Δεν θα ζητούσαμε –ναι από εγωισμό! – να είμαστε σ’ όλους αγαπητοί και αρεστοί. Θα γνωρίζαμε ν’ αγαπάμε τους εχθρούς μας, ακόμη κι όταν με λύσσα κι αδίκως μας πολεμούν, θα βρίσκαμε πάντα τη δύναμη να παραγράψουμε τα σφάλματά τους και να τους συγ-χωρήσουμε στην καρδιά μας. Θα κατανοούσαμε καλύτερα την ανθρώπινη αδυναμία και θα ήμασταν πιο δεχτικοί με τους ανθρώπους, θα τηρούσαμε την αποστολική σωτήρια εντολή «ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ» (Εφ. δ’ 2).
Θα μετρούσαμε τα σκαλοπάτια που απέχουμε απ’ τον Ουρανό και δεν θα ασχολούμασταν με την κατάσταση των άλλων. Θα γνωρίζαμε καλύτερα πως ο πιο ύπουλος εχθρός της ψυχής είναι ο εγωισμός που κρύβεται πίσω από τ’ αγαθά μας έργα και θα παρακαλούσαμε τον Κύριο να μας τυφλώνει να μην τα βλέπουμε.
Δυστυχώς, εμείς οι «χριστιανοί» με τη λειψή καρδιά κλείνουμε τα μάτια και τ’ αφτιά μας στο θαύμα της Αγάπης Του. Πιστεύουμε πως δεν μας αφορούν όλ’ αυτά, πως δεν έχουν να κάνουν άμεσα με τη ζωή μας ή τα θεωρούμε «συντηρητικές» νοοτροπίες στερούμενες «οράματος» «προόδου». Φοβόμαστε, ακόμη, μήπως και μας κάνει «ευάλωτους» η Αγάπη κι έτσι σφαλίζουμε την καρδιά μας να μη «μαλακώσει» επικίνδυνα. Θέτουμε περιορισμούς στην προσφερόμενη αγάπη. Λέμε «έως εδώ!» και χαράζουμε τα όρια. Ύστερα αναζητούμε την ευτυχία σε λανθασμένα μονοπάτια ματώνοντας τα πόδια μας στ’ αγκάθια της αμαρτίας.
Όμως, εκεί στο περιθώριο της ζωής μας, ο Κύριος στέκει και καρτερικά προσμένει σαν σπαχνικός πατέρας. Μας χαρίζει χιλιάδες ευκαιρίες για αλλαγή, καθημερινά, κάθε στιγμή. Είναι έτοιμος να μας δει να πέφτουμε και να ξανασηκωνόμαστε αμέτρητες φορές και να μας συγχωρήσει ξανά και ξανά και ξανά, έως το τέρμα της ζωή μας… Δεν βιάζεται, ούτε μας εκβιάζει, «αργά βαδίζει». Ξέρει να περιμένει μέχρι τη στιγμή που ελεύθερα θα «έλθουμε εις εαυτόν» και συντετριμμένοι θα τον αναζητήσουμε λέγοντας: «ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου!» Περιμένει καρτερικά μέχρι τη στιγμή που ελεύθερα, ατόφυια και χωρίς ανταλλάγματα θα Τον ποθήσουμε. Είναι τόση η Αγάπη Του που μπορεί να συγχωρήσει τα πάντα. Δεν κλείνει την πόρτα σε κανέναν, δεν αρνείται την Αγάπη Του ούτε στον πιο αμαρτωλό!
Πολύ παραστατικά μιλά ο Άγιος Σιλουανός:
«Ο Κύριος αγαπά πολύ τον αμαρτωλό που μετανοεί και τον σφίγγει με αγάπη στην αγκαλιά Του: “Πού ήσουν, παιδί μου; Σε περιμένω από καιρό.” Ο Κύριος καλεί όλους κοντά Του με τον ευαγγελικό λόγο και η φωνή Του ακούγεται σε όλη την οικουμένη: “Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς.” Ελάτε να πιείτε το ζωντανό νερό. Ελάτε να δείτε ότι σας αγαπώ και δεν υποφέρω να χαθεί ούτε ένα από τα πρόβατά μου. Και για το ένα ακόμη ο Ποιμένας παίρνει τα όρη να το βρει.