Θεός: Στο μοναστήρι υπήρχε κάποιος μοναχός αρκετά αμελής. Σπάνια πήγαινε στις ακολουθίες. Έμπαινε μέσα, προσκυνούσε τις εικόνες και εξαφανιζόταν. Σαν να μην τον χωρούσε ο τόπος.
Κανείς δεν ήξερε που πήγαινε. Κανείς δεν γνώριζε τι έκανε. Είχε κι ένα ακόμα ελάττωμα. Κανέναν δεν ενοχλούσε. Κακό λόγο ποτέ δεν έβγαζε. Σε τίποτε όμως δεν θύμιζε η ζωή του μοναχό.
Πέρασε καιρός και ο μοναχός εκοιμήθη. Η αδελφότητα βυθίστηκε σε αγωνία. Αγωνία για την ψυχή του. Έφυγε απροετοίμαστος, ακοινώνητος για χρόνια, τουλάχιστον απ’ ο,τι οι πατέρες έβλεπαν. Τον ξενύχτησαν με δάκρυα στα μάτια, με αναστεναγμούς θερμής προσευχής.
Έφθασε η στιγμή της ταφής.
Οι πατέρες γύρω από το σκήνωμά του δεν θρηνούν τον χωρισμό όσο πάσχουν για τον θάνατο, τον αληθινό θάνατο του κοιμηθέντος αδελφού. Την στιγμή που τον κατέβαζαν στον τάφο, αντί να αντικρύσουν τον μοναχό για τελευταία φορά, διασταύρωσαν όλοι με απορία τα βλέμματά τους για πρώτη φορά.
Ο πιο απλός από τους πατέρες σπάει την αμηχανία:
– Γέροντα, ευωδιάζει, λέει εκφράζοντας ο,τι όλοι αισθάνονταν και κανείς δεν τολμούσε να ομολογήσει.
Πράγματι, ευωδίαζε ο τόπος. Ο τάφος του για μέρες πιστοποιούσε κάποιο κρυμμένο μεγαλείο και επιβεβαίωνε το μυστήριο του Θεού. Ο άνθρωπος που σ’ αυτό τον κόσμο μύριζε κρασί, αιώνια αναδύει το άρωμα της θεικής χάριτος και ευαρέσκειας. Πίσω από τα φαινόμενα των αδυναμιών του κρυβόταν ο θησαυρός μίας αγίας ζωής και μίας μοναχικής ψυχής που σήμερα μεν αναπαύει τους αδελφούς της για πάντα, όμως ανέπαυε το πνεύμα του Θεού.
Του Μητροπολίτου Μεσογαίας Νικολάου