του Άγγελου Σακκέτου
Είναι αλήθεια, ότι από πολλούς τίθεται το εύλογο και εξής ερώτημα:
-Τι είναι ιερωσύνη;
Από δογματικής πλευράς, ιερωσύνη είναι το μυστήριον, κατά το οποίον, δια της επιθέσεως των χειρών του επισκόπου και της προσευχής, κατέρχεται επί του χειροτονουμένου η Θεία χάρη, η οποία καθιστά τον χειροτονούμενο άξιο λειτουργό της Εκκλησίας. Το μυστήριο τελείται υπό του Επισκόπου, ως διαδόχου των αποστόλων, οι οποίοι είχαν ως εντολή από τον Χριστό την μετάδοση των μέσων σωτηρίας των ανθρώπων, μεταξύ των οποίων και τα μυστήρια. Ανάλογα με τον βαθμό της ιεροσύνης, μεταδίδεται και μία αντίστοιχη πνευματική εξουσία με σκοπό την επιτέλεση των ιερατικών καθηκόντων, όπου ο μεν Επίσκοπος έχει την εξουσία να κηρύττη τον λόγον του Θεού, να τελή μυστήρια και να ποιμαίνει την Εκκλησία, ο δε Πρεσβύτερος να κηρύττει τον λόγον του Θεού και να τελεί τα μυστήρια (πλην της ιεροσύνης και του αγιασμού του μύρου), να διευθύνει την εκκλησία, υποτασσόμενος εις τον Επίσκοπον, και ο Διάκονος να βοηθά τον Επίσκοπον και τον Πρεσβύτερον στις ιεροτελεστίες.
Η Δυτική (Καθολική) Εκκλησία αναγνωρίζει την ιερωσύνη ως μυστήριον, ενώ η Διαμαρτυρόμενη Εκκλησία αποκρούει τούτο, ισχυριζόμενη ότι εις την Καινή Διαθήκη η χειροτονία επέχει θέσιν όχι μυστηρίου ή άλλης λειτουργικής πράξης, αλλά εκλογής υπό του λαού δι’ υψώσεως των χειρών.
Παρά ταύτα, πολλές είναι οι φωνές, που, δυστυχώς, όσο πάνε και πληθαίνουν, οι οποίες ισχυρίζονται ότι θα πρέπει να «εκμοντερνισθούμε» και –ει δυνατόν- να κάνουμε και γυναίκες Επισκόπους!
Το θέμα αυτό δεν το ανακίνησε, ασφαλώς, η Ελληνική Εκκλησία. Το έθιξε – και το προχώρησε στην υλοποίησή του – η Αγγλικανική Εκκλησία, η οποία τελευταίως όχι μόνον έκανε γυναίκες ιερείς, αλλά έφθασε εις το σημείο να χειροτονήσει και ιερείς ομοφυλόφιλους!
Και να ήταν μόνον αυτό;
Η βλασφημία της Αγγλικανικής Εκκλησίας δεν έμεινε εκεί. Προχώρησε ακόμη περισσότερο!.. Δεν εδίστασε, δηλαδή, να τελέσει και το μυστήριο του γάμου μεταξύ ομοφυλοφίλων ανθρώπων (ανδρών και γυναικών), αιφνιδιάζοντας και προκαλώντας όχι μόνον τους πιστούς χριστιανούς, αλλά και τους αδιάφορους περί τα εκκλησιαστικά ζητήματα ανθρώπους!…
Τι γινόταν στην αρχαιότητα
Ας μην μας παρασύρει, όμως, το συναίσθημα και ας δούμε τα πράγματα αντικειμενικά, έτσι όπως αρμόζει σε ένα νέο σπουδαστή ή σπουδάστρια, σε ένα νέο φοιτητή ή φοιτήτρια ή στον όποιον ενδιαφερόμενο, που θέλει να βλέπει τα πράγματα «με το μάτι του Αδάμ»: Χωρίς, δηλαδή, να επηρεάζεται από κανένα.
Η ιερωσύνη, όπως είδαμε προηγουμένως, δεν είναι μία απλή πράξη. Είναι μία τελετουργία, ένα μυστήριο, το οποίο παρέμεινε αναλλοίωτο μέσα στους αιώνες, για να θυμίζει στους ανθρώπους την διαχρονική αποστολή των ιερωμένων. Των ανθρώπων δηλαδή, που η θέληση της ψυχής και η ανιδιοτελής αγάπη προς τον πλησίον, τους έκανε παντοτινούς υπηρέτες των συνανθρώπων τους! Ο λόγος του Θεού και το μυστήριον σε μία αγαστή συνεργασία διαχρονική και παντοτινά επίκαιρη!
Πόσοι, όμως, γνωρίζουν τι γινόταν στην αρχαιότητα; Υπήρχε, δηλαδή, μία έφεση, μία τάση ή μία κλίση προς το θείον από πλευράς γυναικών;
Ανοίγοντας τα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, θα δούμε ότι οι γυναίκες ιερείς, οι «ιέρειες της αρχαιότητος», επιτελούσαν με τον δικό τους τρόπο έναν παρόμοιο σκοπό, αφού, δια του έργου των, εξυπηρετούσαν τον άνθρωπο. Τι ήσαν όμως οι ιερείς και, κατ’ επέκτασιν, οι ιέρειες;
Διαβάζομεν:
«Ι έ ρ ε ι α ι. Γυναίκες οι οποίες ήσαν αφιερωμένες σε ναούς γυναικείων θεοτήτων η θεαινών.
Ιερείς ήσαν, κυρίως, οι τελεσταί των θρησκευτικών εθίμων, για τις σχέσεις των ανθρώπων προς τούς θεούς, όπου προσήρχοντο πολλοί για να θυσιάσουν η προσευχηθούν. Αυτός και ο λόγος που οι ιερείς εκαλούντο προσέτι και ιεροθύται, ιερονόμοι και αριτήρες.
Προ πάντων, όμως η λειτουργία αυτών ανήκε σε ωρισμένα ιερά, διότι τα εν γένει θρησκευτικά καθήκοντα (προσευχές και θυσίες) ηδύνατο να τελέση, και άνευ ιερέως, κάθε πολίτης για την εαυτόν του, ο οικογενειάρχης δια την οικογένειαν, ο βασιλεύς δια την πόλιν κλπ.
Ο άνθρωπος, όμως, που δεν είχε θρησκευτικές γνώσεις μπορούσε να προσλάβη έναν ιδιαίτερον θύτην (θυοσκόπον) η και μάντιν, δεδομένου ότι οι μάντεις εθεωρούντο μεσάζοντες μεταξύ θεών και ανθρώπων, αφού εξηγούσαν τις βουλές των θεών η θεαινών, μέσα από τα ιερά σπλάχνα των θυσιών καθιστάμενοι ούτω πρόσωπα λίαν ισχυρά.
Ως ιερείς εξελέγοντο ιθαγενείς άρτια κεκτημένοι τα πολιτικά δικαιώματα, και μάλιστα εκ των ανωτάτων τάξεων, άμεμπτοι και αλώβητοι στα ήθη, αξιοπρεπείς και άξιοι «ίνα ώσιν αρεστοί τω θεώ ον υπηρέτουν».
Σε μερικές λατρείες απητείτο παιδική η έφηβος ηλικία, η παρθενία και σ’ άλλες νενυμφευμέναι ιέρειες, με ισόβιον υπηρεσίαν για πολλούς εξ αυτών.
Οι ιερείς απελάμβανον ειδικών προνομίων και ως αντιπρόσωποι του θεού θεωρούμενοι, ήσαν ωρισμένες δια την λατρείαν «και ενίοτε και αυτής της του θεού κατοικίας».
Μάλιστα μέσα στα θέατρα και σ’ άλλες συνελεύσεις είχαν έδρες προνομιακές για να παρακολουθούν τα τεκταινόμενα, με περιβολήν άκρως εντυπωσιακήν (συνήθως λευκή, μερικές φορές πορφυρά η κροκωτή, αν η λέξις ενέφαινε το χρώμα, με κόμην μακράν, την οποίαν περιέδεναν δια στεφάνων και ταινιών).
Μερικές φορές οι ιερείς ενεφανίζοντο στις δημόσιες τελετές υπό το ένδυμα του θεού που υπηρετούσαν «και το όνομα αυτού δανειζόμενοι»!!
Βοηθοί των ιερέων εις την εκτέλεσιν των ιερών καθηκόντων των υπήρχον δύο κατηγορίες: Μερικοί, μη έχοντες ιερατικόν χαρακτήρα, εχρησίμευαν για πρόχειρες εργασίες όπως, για παράδειγμα, μεταφορά ιερών αντικειμένων στις πομπές – κάτι που συνέβαινε για τα εκλεγόμενα παιδιά (αγόρια και κορίτσια). Παρ’ αυτών απητείτο ευγενής καταγωγή, άμεμπτος ηθική, κάλλος, ευπρεπής παράσταση κλπ. Η δεύτερη κατηγορία ήταν των μονίμων ιερών υπηρεσιών, η οποία ελαμβάνετο πιθανώς, κατ’ αρχάς εκ των κατωτέρων κοινωνικών βαθμίδων επί μισθώ, αλλά, αργότερα, ιδίως επί Ρωμαίων, κατέστησαν και οι θέσεις αυτές, ένεκα του ιερού αυτών χαρακτήρος περίβλεπτες και περιζήτητες. Τοιούτοι ήσαν «οι της καθαριότητος και τάξεως εν τοις ναοίς επιμελούμενοι νεωκόροι, οι κήρυκες, οι κατά τας θυσίας και εν τοις χοροίς υμνωδοί».
Όλοι αυτοί έκαναν συνεστιάσεις, αν όχι πάντοτε, τουλάχιστον κατά τις ημέρες των εορτών, μέσα στον ναό μετά των ιερέων.» (5)
Τι λέει η Καινή Διαθήκη
Ανοίγοντας κανείς το Ευαγγέλιο, και δη την Καινή Διαθήκη, θα διαπιστώση ότι αυτός καθ’ εαυτός ο όρος «ιερωσύνη» μνημονεύεται συνολικά τέσσερις (4) φορές.
Πιο συγκεκριμένα, ο Απόστολος Παύλος στην Προς Εβραίους επιστολή του μας θυμίζει τα ακόλουθα:
1. Στο 7ο κεφάλαιο, όπου μιλάει για την αρχιεροσύνη του Χριστού «κατά την τάξιν Μελχισεδέκ» και πώς ο Ιησούς έγινε Αρχιερεύς θυσιάσας εαυτόν, λέει επί λέξει τα εξής: «Ει μεν ουν τελείωσις δια της Λευϊτικής ιερωσύνης ην» (7, 11).
Και πιο κάτω:
2. «μετατιθεμένης γαρ της ιερωσύνης εξ ανάγκης και νόμου μετάθεσις γίνεται» (Διότι όταν μεταβάλλεται και αλλάζει η ιεροσύνη, επί της οποίας εστηρίζετο η Μωσαϊκή νομοθεσία, κατ’ ανάγκην επακολουθεί και αλλαγή του νόμου και αντικαθίσταται λοιπόν η Παλαιά Διαθήκη υπό της Νέας).(7, 12)
3. «πρόδηλον γαρ ότι εξ Ιούδα ανατέταλκεν ο Κύριος ημών, εις ην φυλήν ουδέν περί ιεροσύνης Μωϋσής ελάλησε». (Διότι είναι φανερόν, ότι ο Κύριός μας σαν άλλος ήλιος δικαιοσύνης ανέτειλεν από την φυλήν Ιούδα, δια την φυλήν δε αυτήν δεν είπε τίποτε περί ιεροσύνης ο Μωϋσής) (7, 14).
4. «ο δε δια το μένειν αυτόν εις τον αιώνα απαράβατον έχει την ιεροσύνην». (Ο Χριστός όμως επειδή μένει εις την ζωήν εις τον αιώνα, είχε διηνεκή και αμεταβίβαστη εις άλλους ιεροσύνη) (7, 24).
Οι εντολές του Απ. Παύλου
Ο θείος Παύλος, για να έρθουμε στο θέμα της ιερωσύνης των γυναικών, στην Α΄ προς Τιμόθεον επιστολή, όχι μόνον αρνείται την χειροτονία γυναικών ως επισκόπων, αφού το προνόμιο τούτο παρέχει μόνον εις τους άνδρες (1, 1-7), αλλά, όταν αναφέρεται εις τα προσόντα των διακόνων και των διακονισσών, λέγει επί λέξει τα εξής:
« Διακόνους ωσαύτως σεμνούς, μη διλόγους, μη οίνω πολλώ προσέχοντας, μη αισχροκερδείς, έχοντας το μυστήριον της πίστεως, εν καθαρά συνειδήσει. Και ούτοι δε δοκιμαζέσθωσαν πρώτον, είτα διακονείτωσαν ανέγκλητοι όντες. Γυναίκας ωσαύτως σεμνάς, μη διαβόλους, νηφαλίους, πιστάς εν πάσι…» (Α΄ Τιμ. 3, 8-11).
Ας δούμε τώρα την ερμηνευτικήν απόδοση του αειμνήστου Καθηγητού Παν. Ν. Τρεμπέλα:
«Οι διάκονοι το ίδιο πρέπει να είναι σεμνοί, όχι διπρόσωποι, ώστε να λέγουν άλλα εις τούτον και άλλα εις εκείνον δια την αυτήν υπόθεσιν να μη έχουν τον νουν τους εις το πολύ κρασί, να μη είναι αισχροκερδείς. Να κατέχουν την μυστηριώδη αλήθειαν της πίστεως συντροφευομένην με βίον άμεμπτον και καθαράν συνείδησιν. Και αυτοί δε ας εξετάζονται πρώτον προσεκτικοί και ας δοκιμάζωνται και έπειτα ας αναλαμβάνουν την υπηρεσίαν του διακόνου, εφ’ όσον ευρεθούν, ότι είναι ακατηγόρητοι και άμεμπτοι. Οι γυναίκες διάκονοι πρέπει και αυταί να είναι σεμναί, ελεύθεραι από το αμάρτημα της κακολογίας και διαβολής, εγκρατείς και προσεκτικαί, αξιόπιστοι εις όλα…» (6)
Ο Εθναπόστολος Παύλος, στην Α΄ προς Τιμόθεον επιστολήν του δεν νουθετεί μόνον κατά τον παραπάνω τρόπο, αλλά εξειδικεύει περισσότερο τον ρόλο των γυναικών. Έτσι, όχι μόνον δεν επιτρέπει την ιεροσύνη τους, αλλά διδάσκει στις γυναίκες να αποφεύγουν ακόμη και τις δημόσιες ομιλίες τους, αφού, όπως λέγει:
«Γυνή εν ησυχία μανθανέτω εν πάση υποταγή γυναικί δε διδάσκειν ουκ επιτρέπω, ουδέ αυθεντείν ανδρός, αλλ’ είναι εν ησυχία. Αδάμ γαρ πρώτος επλάσθη, είτα Εύα και Αδάμ ουκ ηπατήθη, η δε γυνή απατηθείσα εν παραβάσει γέγονε σωθήσεται δε δια της τεκνογονίας, εάν μείνωσιν εν πίστει και αγάπη και αγιασμώ μετά σωφροσύνης.» (Α΄ Τιμ. 2, 11-15).
Ας δούμε τώρα πώς ερμηνεύει το παραπάνω χωρίον ο αείμνηστος πανεπιστημιακός δάσκαλος Παν. Ν. Τρεμπέλας:
«Η γυναίκα ας μανθάνη την σωτηριώδη γνώσιν του ευαγγελίου ήσυχα, χωρίς να δημιουργή θόρυβον με την πολυλογίαν ή τις αντιρρήσεις της, αλλά να δεικνύη πάσαν υποταγήν. Δεν επιτρέπω δε εις την γυναίκα να διδάσκη εις τας συνάξεις της λατρείας, ούτε να εξουσιάζη και να γίνεται κυρία του ανδρός της, αλλ’ οφείλει να μένη ήσυχος, χωρίς να αντιλέγη ή να θορυβή. Δεν πρέπει να εξουσιάζη τον άνδρα της η γυνή, διότι ο Αδάμ επλάσθη πρώτος, έπειτα επλάσθη η Εύα δια να είναι βοηθός του ανδρός. Και επί πλέον ο Αδάμ δεν εξηπατήθη από το φίδι, η γυνή όμως εξηπατήθη από την συμβουλήν του φιδιού και έπεσεν εις την παράβασιν. Θα σωθή δε κάθε γυναίκα με την γέννησιν και την ανατροφήν τέκνων, αρκεί να τηρήσουν οι γυναίκες πίστιν εις τους άνδρας των και αγάπην εις αυτούς και να διαφυλάξουν με σωφροσύνην τον αγιασμόν της αγνότητος» (7).
Ποιοι πρέπει να εκλέγονται
Εάν, τώρα, θελήσουμε να εμβαθύνουμε περισσότερο στην σκέψη του Αποστόλου Παύλου και διερευνήσουμε τους λόγους που τον ώθησαν στα διδάγματα που προαναφέραμε, θα αναγκασθούμε να διαβάσουμε την Προς Τίτον επιστολήν του, όπου στο πρώτο κιόλας κεφάλαιο της επιστολής κάμνει λόγο για το ποίοι πρέπει να εκλέγονται επίσκοποι ή πρεσβύτεροι.
Ας διαβάσουμε το σχετικό χωρίο:
«Παύλος, δούλος Θεού, απόστολος δε Ιησού Χριστού κατά πίστιν εκλεκτών Θεού και επίγνωσιν αληθείας της κατ’ ευσέβειαν εν ελπίδι ζωής αιωνίου, ην επηγγείλατο ο αψευδής Θεός προ χρόνων αιωνίων, εφανέρωσε δε καιροίς ιδίοις τον λόγον αυτού εν κηρύγματι ο επιστεύθην εγώ κατ’ επιταγήν του σωτήρος ημών Θεού, Τίτω γνησίω τέκνω κατά κοινήν πίστιν χάρις, έλεος, ειρήνη από Θεού πατρός και Κυρίου Ιησού Χριστού του σωτήρος ημών.
Τούτου χάριν κατέλιπόν σε εν Κρήτη, ίνα τα λείποντα επιδιορθώση, και καταστήσης κατά πόλιν πρεσβυτέρους, ως εγώ σοι διεταξάμην, ει τις εστιν ανέγκλητος, μιας γυναικός ανήρ, τέκνα έχων πιστά, μη εν κατηγορία ασωτίας ή ανυπότακτα.
Δει γαρ τον επίσκοπον ανέγκλητον είναι ως Θεού οικονόμον, μη αυθάδη, μη οργίλον, μη πάροινον, μη πλήκτην, μη αισχροκερδή, αλλά φιλόξενον, φιλάγαθον, σώφρονα, δίκαιον, όσιον, εγκρατή, αντεχόμενον του κατά την διδαχήν πιστού λόγου, ίνα δυνατός η και παρακαλείν εν τη διδασκαλία τη υγιαινούση και τους αντιλέγοντας ελέγχειν» (Προς Τίτον 1, 1-9).
Ας δούμε πώς ερμηνεύει το ως άνω εδάφιον της Καινής Διαθήκης ο Ι. Θ. Κολιτσάρας:
«Εγώ ο Παύλος, δούλος του Θεού, απόστολος δε του Ιησού Χριστού σύμφωνα με την ορθήν πίστιν, την οποίαν ο Θεός απεκάλυψεν εις τους εκλεκτούς του, και την πλήρη γνώσιν της αληθείας, που οδηγεί εις την ευσέβειαν, και μας θεμελιώνει επάνω εις την ελπίδα της αιωνίου ζωής, την οποίαν ο αψευδής και απολύτως αληθής Θεός έχει υποσχεθή προ πολλών αιώνων, την εφανέρωσε δε εις καιρούς που ο ίδιος είχεν ορίσει, με τον λόγον του, δηλαδή με το Ευαγγέλιον, με το ευαγγελικόν κήρυγμα, το οποίον κατά διαταγήν του σωτήρος ημών Θεού είναι εμπιστευμένον ως πολύτιμος θησαυρός εις εμέ, εις τον Τϊτον, γνήσιον κατά την κοινήν μας πίστιν πνευματικόν μου τέκνον, είθε να είναι η χάρις, το έλεος, η ειρήνη από τον Θεόν Πατέρα και τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Σωτήρα μας.
Δια τούτο ακριβώς σε αφήκα, διερχόμενος από την Κρήτην, δια να οργανώσης καλύτερον και συμπληρώσης όσα εγώ βιαζόμενος να φύγω παρέλειψα, και να εγκαταστήσης εις κάθε πόλιν πρεσβυτέρους, όπως εγώ σε διέταξα.
Διότι πρέπει ο επίσκοπος, υπό την ιδιότητά του ως επιστάτου εκ μέρους του Θεού, να είναι άμεμπτος και ακατηγόρητος, όχι αυθάδης ούτε ευερέθιστος και οργίλος, να μη είναι φίλος του κρασιού, να μη φιλοδική, να μη επιδιώκη παράνομα και αισχρά κέρδη. Αλλά να είναι φιλόξενος, φιλάγαθος, συνετός και φρόνιμος, δίκαιος, ευλαβής και σεμνός, εγκρατής, να κρατά καλά και να μένη προσηλωμένος εις τον αξιόπιστον λόγον, τον σύμφωνον με την διδαχήν του Κυρίου και των Αποστόλων, δια να είναι έτσι ικανός και δυνατός να νουθετή, να προτρέπη, σύμφωνα με την ορθήν και αγίαν διδασκαλίαν, ακόμη δε και να αποστομώνη τους αντιλέγοντας, αποδεικνύων ανυπόστατα τα λόγια του» (8) .
Όπως διαπιστώνουμε, ο Απόστολος Παύλος όχι μόνον δεν αναφέρεται στην ιεροσύνη των γυναικών, αλλά είναι ξεκάθαρος όσον αφορά στις αντιλήψεις του περί ιεροσύνης, την οποίαν θεωρεί αποκλειστικό προνόμιον του ανδρός, αφού η γυναίκα έχει άλλον ρόλο να διαδραματίσει σ’ αυτήν την κοινωνία, την στιγμήν που η ίδια είναι δημιουργός κοινωνίας ανθρώπων δια της τεκνοποιήσεως.
Τι λένε οι Πατέρες της Εκκλησίας
Για το θέμα της ιερωσύνης, ο άνθρωπος ο οποίος έγραψε ειδικά συγγράμματα στον χώρο της Εκκλησίας δεν είναι άλλος από τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο (344-407 μ.Χ.) ο οποίος, εις το «Περί Ιεροσύνης λόγοι ς΄» έργο του, αναλύει τα επιχειρήματά του και δίδει οδηγίες για το πώς ακριβώς μπορεί κανείς ν’ ακολουθήσει τον δρόμο αυτό και κάτω από ποιες συνθήκες θα πρέπει να ενεργεί.
Επειδή το έργο είναι ογκώδες, ασφαλώς και δεν μπορούμε να το καταχωρίσουμε στην παρούσα εργασία. Αξίζει, όμως, για τους ιστορικούς να δούμε τα κεφάλαια των λόγων του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ώστε να έχουμε μίαν πλήρη και σαφή εικόνα για όλα όσα έγραψε περί ιεροσύνης ο φλογερός αυτός Πατήρ της Εκκλησίας μας και παράλληλα να διαπιστώσουμε εάν όντως, μέσα απ’ τα κεφάλαια αυτά, ο ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος έλαβε ή όχι θέσιν υπέρ της ιεροσύνης των γυναικών:
«Περί Ιερωσύνης λόγοι ς ΄»
Α΄ Λόγος
Τάδε ένεστιν εν τω πρώτω λόγω.
α΄ Βασίλειος ο πάντας τους του Χρυσοστόμου φίλους υπερβαλλόμενος.
β΄ Η ομόνοια Βασιλείου και Χρυσοστόμου, και συζητήσεις περί πάντων.
γ΄ Ο ζυγός άνισος εν τη του μοναστικού βίου μεταδιώξει.
δ΄ Η πρόθεσις περί κοινής οικήσεως αμφοτέρων.
ε΄ Αι της μητρός επωδαί.
στ΄ Η απάτη Χρυσοστόμου, η εχρήσατο εν τη χειροτονία.
ζ΄ Βασιλείου κατηγορία επιεικής και αφελής.
η΄ Χρυσοστόμου απολογία αντιληπτική.
θ΄ Απάτης ευκαίρου μέγα κέρδος. Θέσις και κοινός τόπος (9)
Β΄ Λόγος.
Τάδε ένεστιν εν τω δευτέρω λόγω.
α΄ Ότι μέγιστον η ιεροσύνη τεκμήριον της εις Χριστόν αγάπης.
β΄ Ότι η ταύτης υπηρεσία μείζων άλλων.
γ΄ Ότι μεγάλη δείται ψυχής και θαυμαστής.
δ΄ Ότι πολλής το πράγμα δυσκολίας γέμει και κινδύνων.
ε΄ Ότι της εις τον Χριστόν αγάπης ένεκεν το πράγμα εφύγομεν.
στ΄ Απόδειξις της αρετής του Βασιλείου, και της αγάπης της σφοδράς.
ζ΄ Ότι ουχ υβρίσαι βουλόμενοι τους ψηφισαμένους εφύγομεν την χειροτονίαν.
η΄ Ότι και μέμψεως αυτούς απηλλάξαμεν δια της φυγής (10).
Γ΄ Λόγος.
Τάδε ένεστιν εν τω τρίτω λόγω.
α΄ Ότι οι υπονοήσαντες δι’ απόνοιαν παρητήσθαι ημάς, την εαυτών έβλαψαν υπόληψιν.
β΄ Ότι ουδέ δια κενοδοξίαν εφύγομεν.
γ΄ Ότι ει δόξης επεθυμούμεν, ελέσθαι μάλλον το πράγμα εχρήν.
δ΄ Ότι φρικτόν η ιεροσύνη, και πολύ της παλαιάς λατρείας η καινή φρικωδεστέρα.
ε΄ Ότι πολλή των ιερέων η εξουσία και τιμή.
στ΄ Ότι των παρά του Θεού μεγίστων δωρεών εισι διάκονοι.
ζ΄ Ότι και Παύλος περιδεής ην, προς το μέγεθος της αρχής ορών.
η΄ Ότι πολλάκις αμαρτάνειν προάγεται, εις το μέσον ελθών, αν μη σφόδρα γενναίος ή.
θ΄ Ότι κενοδοξία και τοις ταύτης αλίσκεται δεινοίς.
ι΄ Ότι ουχ η ιεροσύνη τούτων αιτία, αλλ’ η ημετέρα ραθυμία.
ια΄ Ότι την επιθυμίαν της φιλαρχίας εκβεβλήσθαι δει από της του ιερέως ψυχής (11).
Δ΄ Λόγος
Τάδε ένεστιν εν τω τετάρτω λόγω.
α΄ Ότι ου μόνον οι σπουδάζοντες επί κλήρον ελθείν, αλλά και οι δι’ ανάγκην υπομένοντες, εν οις αν αμάρτωσι, σφόδρα κολάζονται.
β΄ Ότι οι χειροτονούντες αναξίους της αυτής αυτοίς εισιν υπεύθυνοι τιμωρίας, καν αγνοώσιν τους χειροτονισμούς.
γ΄ Ότι πολλής της εν τω λέγειν δυνάμεως χρεία τω ιερεί.
δ΄ Ότι προς τας απάντων μάχας και Ελλήνων και αιρετικών παρασκευάσθαι χρη.
ε΄ Ότι σφόδρα έμπειρον είναι δει της διαλεκτικής.
στ΄ Ότι τω μακαρίω Παύλω μάλιστα τούτο κατώρθωτο.
ζ΄ Ότι ουκ από των σημείων μόνον λαμπρός εγίνετο, αλλά και από του λέγειν.
η΄ Ότι και ημάς τούτο βούλεται κατορθούν.
θ΄ Ότι τούτου μη παρόντος τω ιερεί, πολλήν ανάγκη τους αρχομένους ζημίαν υφίστασθαι.
Ε΄ Λόγος
Τάδε ένεστιν εν τω πέμπτω λόγω.
α΄ Ότι πολλού πόνου και σπουδής αι εν τω κοινώ ομιλίαι δέονται.
β΄ Ότι τον εις τούτο τεταγμένον και εγκωμίων υπεροράν χρη, και δύνασθαι λέγειν.
γ΄ Ότι αν μη αμφότερα έχη, άχρηστος έσται τω πλήθει.
δ΄ Ότι μάλιστα βασκανίας τούτον δει καταφρονείν.
ε΄ Ότι ο λόγους ειδώς πλείονος δείται σπουδής ή ο αμαθής.
στ΄ Ότι προς το τω Θεώ αρέσκον μόνον δει τους λόγους ρυθμίζειν.
η΄ Ότι ο μη καταφρονών επαίνων, πολλά υποστήσεται δεινά (13).
ΣΤ΄ Λόγος.
Τάδε ένεστιν εν τω έκτω λόγω.
α΄ Ότι και εν ταις ευθύναις των ετέροις αμαρτανόντων υπόκεινται οι ιερείς.
β΄ Ότι των μοναζόντων ακριβείας δέονται πλείονος.
γ΄ Ότι πλείονος ευκολίας απολαύει ο μονάζων παρά τον εκκλησίας προεστώτα.
δ΄ Ότι της οικουμένης την προστασίαν εμπεπίστευται ο ιερεύς, και έτερα πράγματα φρικτά.
ε΄ Ότι προς πάντα επιτήδειον είναι χρη τον ιερέα.
στ΄ Ουχ ούτω το μονάζειν, ως το πλήθους προεστάναι καλώς, καρτερίας σημείον.
ζ΄ Ότι ουχ υπέρ των αυτών, τω τε καθ’ εαυτόν όντι, και τω εν μέσω στρεφομένω, η άσκησις εστιν.
η΄ Ότι ευκολώτερον την αρετήν οι καθ’ εαυτούς όντες, ή οι πολλών φροντίζοντες κατορθούσιν.
θ΄ Ότι ου χρη καταφρονείν της των πολλών υπολήψεως, καν ψευδής ούσα τύχη.
Ι΄ Ότι ου μέγα σώσαι εαυτόν.
ια΄ Ότι πολλώ χαλεπωτέρα μένει τιμωρία τα των ιερέων αμαρτήματα, ή τα των ιδιωτών.
ιβ΄ Εκ παραδειγμάτων παράστασις και της οδύνης, της δια την προσδοκίαν της ιεροσύνης γενομένης, και του φόβου.
ιγ΄ Ότι παντός πολέμου χαλεπώτερος ο του διαβόλου προς ημάς. (14)
Όπως διαπιστώνει ο αναγνώστης, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, εις το Περί Ιεροσύνης έργον του, δεν αναφέρεται στην ιερωσύνητων γυναικών, πράγμα που σημαίνει ότι ένα τόσο σοβαρό θέμα τουλάχιστον θα το είχε λάβει υπόψη του ο φλογερός αυτός Ιεράρχης, ο οποίος, ως γνωστόν, διετέλεσε και Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως.
Αλλά και οι άλλοι Πατέρες της Εκκλησίας, πέραν της δεούσης συμπεριφοράς των γυναικών στις Εκκλησίες, τουλάχιστον από την μέχρι τούδε έρευνά μας, δεν φαίνεται να έχουν γράψει κάποιο συγκεκριμένο έργο, ώστε να έχουμε και την άποψή τους για την λεγομένην ιερωσύνη των γυναικών. Ακόμη και τον όρο «διακόνισσα», που μνημονεύει ο Απόστολος Παύλος, και ο οποίος, όρος, σε τελευταία ανάλυση, δεν έχει καμία σχέση με τα ανώτερα αξιώματα των ιερωμένων όπως είναι Ιερείς, οι Πρεσβύτεροι, ή οι Επίσκοποι, αλλά μία προσφορά υπηρεσιών προς την Εκκλησία (15), οι Πατέρες της Εκκλησίας, τον όρο αυτό, τον αποφεύγουν παντελώς, πράγμα που αποδεικνύει ότι δεν πρέπει να έδιδαν και τόση σημασία στην λεγομένη «ιερωσύνη των γυναικών».
Βεβαίως, τόσον ο Μέγας Βασίλειος (329-379 μ.Χ.), όσον και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός (329-389 μ.Χ.), που ήταν και Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, πολλές φορές αναφέρονται εις την ιερωσύνη, αλλά για τους όρους που πρέπει να πληρούν οι άνθρωποι που θέλουν να γίνουν ή που είναι ιερωμένοι. Δεν βλέπουμε, όμως, να κάνουν συγκεκριμένη αναφορά εις την «ιερωσύνην των γυναικών», πράγμα που κι εδώ αποδεικνύεται ότι το θέμα αυτό δεν ήταν καν προς συζήτηση μεταξύ των ανθρώπων της εποχής εκείνης.
Τι αναφέρουν διάφοροι συγγραφείς του Βυζαντίου
Για το θέμα της «ιερωσύνης των γυναικών», απ’ ό,τι τουλάχιστον δεικνύει η μέχρι τούδε έρευνά μας, δεν φαίνεται να υπάρχουν επαρκή στοιχεία μέσα εις την «Ελληνική Πατρολογία», όπου δύνανται οι ερευνητές να αναζητήσουν τα στοιχεία που επιθυμούν προς ικανοποίηση της ερευνητικής προσπάθειάς των.
Βρίσκουμε, όμως, πολλές αναφορές στον ρόλο των διακονισσών (16), μέσα στις Εκκλησίες ή τους διάφορους εκκλησιαστικούς χώρους., όπου ο ρόλος των γυναικών – και δη των διακονισσών- δείχνει να είναι ευρύτερος.
Για παράδειγμα, όποιος διαβάσει το έργο: «Διαταγαί των αγίων αποστόλων δια Κλήμεντος», θα δει ότι υπάρχει σχετική προτροπή για τις γυναίκες:
«Διακόνισσα δε γινέσθω παρθένος αγνή ει δε μήγε, κάν χήρα μονόγαμος, πιστή και τιμία» (17).
Ο ίδιος ο συγγραφεύς του παραπάνω έργου, αναφερόμενος στον ρόλο των Επισκόπων, λέγει πιο κάτω:
« Των τε άλλων κληρικών το του διακόνου έργον ποιήσαι ουδενί εξόν. Διακόνισσα ουκ ευλογεί, αλλ’ ουδέ τι ων ποιούσιν οι πρεσβύτεροι ή οι διάκονοι επιτελεί, αλλ’ ή του φυλάττειν τας θύρας και εξυπηρετείσθαι τοις πρεσβυτέροις εν τω βαπτίζεσθαι τας γυναίκας δια το ευπρεπές. Διάκονος αφορίζει υποδιάκονον, αναγνώστην, ψάλτην, διακόνισσαν, εάν η τι τοιούτον μη παρόντος πρεσβυτέρου Υποδιακόνω ουκ έξεστιν αφορίσαι, ούτε μην αναγνώστη ούτε ψάλτην ούτε διακονίσση, ου κληρικόν, ου λαϊκόν υπηρέται γαρ εισιν διακόνων» (18).
Κοντολογίς, οι όροι που τίθεται για να γίνει κάποια γυναίκα απλώς διακόνισσα και όχι να καταλάβει υψηλό βαθμό ιεροσύνης, για τα σημερινά δεδομένα, αν δεν είναι υπαρκτοί (π.χ. παρθενία γυναικών), είναι άκρως σοβαροί, αφού η εντολή για τον Επίσκοπο είναι σαφής: «Διακόνισσα ουκ ευλογεί».
Παρόμοιες αναφορές θα βρούμε και σε άλλους Βυζαντινούς συγγραφείς, όπως για παράδειγμα, στο έργο του Ιουστινιανού: «Περί εκκλησιαστικών διαφορών κεφαλαίων», θα διαβάσουμε την ακόλουθη ρητή εντολή:
«Διακόνισσαν δε εν αγία εκκλησία μη χειροτονείσθαι ήτις ελάττων εστίν ενιαυτών τεσσαράκοντα ή εις δευτέρους ήλθε γάμους» (19).
Τα ηθικά προβλήματα
Εάν, όμως, σε όλα αυτά προσθέσουμε και έναν άλλον λόγο, που είναι αποτρεπτικός της ιερωσύνης των γυναικών, θα προβληματισθούμε πάρα πολύ με όλα όσα αναφέρει ο Καλλίνικος μέσα στο έργο του: «Βίος του οσίου πατρός ημών Υπατίου του εν Ρουφινιαναις».
Διαβάζομεν:
«Γυνή δε τις πλουσία και πάνυ χριστιανή ευξαμένη εις τους αποστόλους ήκουσεν παριούσα, ότι μονάζων εστίν εν τη μονή, και εάσασα τους παίδας έξω μόνη εισέρχεται, πειράζουσα τον ασκητήν – ην γαρ διακόνισσα ασκητικωτάτη – και προσπίπτουσα αυτώ έλεγεν «Χριστιανέ, ευλόγησόν με και δέξαι με, μετά σου ίνα μείνω.».
Ο δε χολέσας μετά κραυγής λέγει; «Ύπαγε οπίσω μου, σατανά ήλθες ώδε φυγαδεύσαι ημάς; Ακμήν ουκ έχομεν πολλάς ημέρας. Έχε τα ώδε και μένε ως θέλεις».
Και εξήρχετο δρομαίος.
Είτα εκείνη νεύσασα τοις παισίν κατέσχεν αυτόν λέγουσα «Εδοκίμασά σε, ει αληθώς ει μονάζων ύπαγε εν τω κελλίω σου και εύχου υπέρ εμού».
Γνούσα δε ότι τρεις εισι τω αριθμώ, ευθύς αποστέλλει τα προς ζωήν αρκέσοντα αυτοίς ικανώς…» (20)..
Βεβαίως, για τον τρόπο με τον οποίον πρέπει να εκλέγονται ή να συμπεριφέρονται οι διακόνισσες, λόγο κάνουν και άλλοι βυζαντινοί συγγραφείς, όπως διαβάζουμε, για παράδειγμα, στα «Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως» (21), στον Eπιφάνιο (22), στον Κεδρηνό (23), στον Γεώργιο Μοναχό (24), στον Παλλάδιο (25), στον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο (26), στον Ιωάννη Σκυλίτση (27), στον Μιχαήλ τον Ατταλειάτη (28), στον Ζωναρά (29), στον Φώτιο (30), στον Θεοφάνη τον Ομολογητή (31) ή στην Άννα Κομνηνή (32).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:
Ασφαλώς και η παρούσα μελέτη δεν είναι, παρά μονάχα ένα δοκίμιο μη δυνάμενο να αγγίξει όλα εκείνα τα σημεία που άπτονται των θεμάτων όπως είναι το Άβατον του Αγίου Όρους και της ιεροσύνης ή μη των γυναικών, που μπορούμε κάποτε να τα αναλύσουμε σε ένα ειδικό βιβλίο ή μία ολοκληρωμένη διατριβή.
Τίθεται, όμως, το εύλογο ερώτημα: «Η ιεροσύνη των γυναικών είναι επιτρεπτή ή όχι στον αιώνα που ζούμε και κατά πόσον αντιβαίνει στους ηθικούς ή μη νόμους της Εκκλησίας, που θέσπισαν όχι μόνον οι Απόστολοι του Ιησού, αλλά και αυτοί ακόμη οι Πατέρες της Εκκλησίας μας δια των Οικουμενικών Συνόδων;».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, ανά τους αιώνας, η Εκκλησία ουδέποτε είδε το θέμα της ιεροσύνης των γυναικών ως ένα θέμα που αποτελεί αντικείμενο συζητήσεως,όπως το βλέπουν σήμερα διάφορες χριστιανικές εκκλησίες, όπως για παράδειγμα η Αγγλικανική Εκκλησία, που όχι μόνον χειροτόνησε γυναίκα Επίσκοπο, αλλά προχώρησε περισσότερο με την τελετή γάμων μεταξύ ομοφυλοφίλων!
Η γυναίκα, τουλάχιστον στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας, είχε την περίοπτη θέση της μεταξύ των ανθρώπων, αφού ο Απόστολος Παύλος είχε πει ότι εν ουρανοίς «ουκ ένι άρσεν και θήλυ» (33).
Εάν, όμως, όλα αυτά τα χρόνια καθόταν στον λεγόμενο ««γυναικωνίτη», ή «γυναικίτη» που μνημονεύουν διάφοροι ιστορικοί, όπως για παράδειγμα ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος πολλές φορές μέσα στο έργο του (34), δεν ήταν γιατί η Ελληνική Εκκλησία ήθελε να υποβιβάσει ή να υποτιμήσει τον ρόλο των γυναικών μέσα στην ορθόδοξη χριστιανική κοινωνία, αλλά για να προσδώσει ένα ιδιαίτερο χάρισμα στην γυναίκα, που είχε το θεόσταλτο προνόμιο, δια της κοιλίας της Παναγίας Μητρός του Κυρίου μας, να γεννηθεί ο Κύριός μας και Θεός μας, ο Ιησούς Χριστός!
Κακά τα ψέματα!..
Το να θέλουμε την παραβίαση στο άβατο του Αγίου Όρους ή την ιεροσύνη των γυναικών δεν νομίζουμε ότι είναι «ό,τι το καλύτερον» δια την σύγχρονη κοινωνία. Υπάρχουν χώροι που κάποιοι πρέπει να σέβονται, όπως επί εκατοντάδες χρόνια σεβάσθηκαν οι προπάτορές μας τους διάφορους ιερούς και απαράβατους χώρους, όπως τα άσυλα των αρχαίων ιερών, τον ιερό βωμό των χριστιανικών εκκλησιών, το Άβατο του Αγίου Όρους κλπ. Ουδείς, όμως, διαμαρτυρήθηκε μέχρι τώρα γιατί υπήρχαν (και υπάρχουν ακόμη) διάφοροι χώροι που έγιναν σεβαστοί από τους ανθρώπους: Ιερές Μονές Γυναικών, διάφορα Γυναικεία Ησυχαστήρια, Γυναικωνίτες εκκλησιών, σχολές Καλογραιών ή Αδελφών Νοσοκόμων, διάφορα Αρσάκεια και Κολέγια μαθητριών, αλλά και τόσοι άλλοι γυναικείοι χώροι ουδέποτε καταπατήθηκαν από τους άνδρες.
Προς τι, λοιπόν, οι γυναίκες ζητούν να παραβιάσουν τους σεπτούς και ιερούς χώρους των ανδρών, οι οποίοι, συμβολικά και μόνον, προσπαθούν να ιερουργήσουν με την μορφή και το σχήμα που είχε ο Θεάνθρωπος όταν κατέβηκε στη γη;
Προς τι, λοιπόν, αυτή η αγωνία;
Προς τι;
Όλοι οι άνθρωποι συμφωνούν ότι υπάρχουν χώροι άβατοι και ιεροί οι οποίοι δεν πρέπει να παραβιάζονται χάριν και μόνον του «εκμοντερνισμού», ενώ η κοινή λογική και το ηθικό δίκαιο επιβάλλουν να συμβαδίζουμε προς τους ιερούς εκκλησιαστικούς κανόνες, έτσι όπως ακριβώς τους θέσπισαν οι Απόστολοι των Εθνών και οι Πατέρες της Εκκλησίας μας.
Πρέπει κάποτε να καταλάβουμε ότι οι καιροί έρχονται και παρέρχονται, αλλά η Εκκλησία μας, ως ακλόνητος βράχος, παραμένει εις τους αιώνας.
Και τους αιώνες τουλάχιστον πρέπει να τους σεβασθούμε.
Πολλώ δε μάλλον όταν μιλάμε για την Εκκλησία και όλα όσα την αποτελούν και την απαρτίζουν με βάση το Ευαγγέλιο του Κυρίου και Θεού μας του Ιησού Χριστού, που εις τους αιώνας διακηρύττει την αλήθεια και μόνον την αλήθεια.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Λουκ. 10, 41-42.
2. Euripides: Fragmenta papyracea 65 line 87
3. Ίδε ηλεκτρονικό πρόγραμμα αρχαίας ελληνικής και βυζαντινής γραμματείας: «Μουσαίος» του Πανεπιστημίου Καλιφόρνιας
4. Θεοχάρη Μιχ. Προβατάκη: «Το Άγιον Όρος: Η κιβωτός της Ορθοδοξίας», Πρωτοποριακές Τουριστικές Εκδόσεις, Νίκος Σπάλας, Θεσσαλονίκη, 2002.
5. Άγγελος Παν. Σακκέτος: «Οι Ελληνίδες της Αρχαιότητος», Κεφάλαιον: «Η πολιτισμική προσφορά των Αρχαίων Ελληνίδων», Εκδόσεις Λιακόπουλος, Θεσσαλονίκη, 2003.
6. Παν. Ν. Τρεμπέλα: «Η Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας», Εκδόσεις Αδελφότητος Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήναι 1986.
7. ΄Οπως παραπάνω.
8. Ι. Θ. Κολιτσάρα: «Η Καινή Διαθήκη: Κείμενον-ερμηνευτική απόδοσις», Εκδόσεις Αδελφότητος Θεολόγων η «Ζωή», Αθήναι 1987, σελίδες 261-262.
9. «Ελληνική Πατρολογία» υπό Μιγνίου (Μigne) (Εκδόσεις «Ωφείμου Βιβλίου», Έκδοσις τρίτη, Αθήνα 1977): Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Τόμος 48, σελίς 623.
10. Όπως παραπάνω, σελίς 631.
11. «Ελληνική Πατρολογία» υπό Μιγνίου (Μigne) (Εκδόσεις «Ωφείμου Βιβλίου», Έκδοσις τρίτη, Αθήνα 1977): Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Τόμος 48, σελίδα 639.
12. Όπως παραπάνω, σελίδα 659
13. «Ελληνική Πατρολογία» υπό Μιγνίου (Μigne) (Εκδόσεις «Ωφείμου Βιβλίου», Έκδοσις τρίτη, Αθήνα 1977): Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Τόμος 48, σελίδα 671.
14. Όπως παραπάνω, σελίδα 677
15. Αυτό γίνεται και σήμερα, όπου πολλές γυναίκες εις τις Ενορίες επιτελούν ένα έργο βοηθητικό της Εκκλησίας, ως νεωκόροι, ουχί όμως υποτιμητικό για τις γυναίκες, όπου με περισσήν φιλοτιμίαν ασκούν ή επιτελούν το έργον που τους έχει ανατεθεί παρά των Ενοριτών της οικείας Ενορίας
16. Διακόνισσα. «1. Γυνή υπηρετούσα εν εκκλησία ή εν μοναστηρίω, η διάκονος τρόπον τινα, διάκαινα, νεωκόρος 2. η σύζυγος του διακόνου.3. παρά τοις διαμαρτυρομένοις, γυνή εργαζομένη εις φιλανθρωπικόν ίδρυμα (και δη νοσοκομείον). – Αρχ. Διακόνισσα ή νοσοκόμος» (Ι. Σταματάκος, Λεξικόν της Νέας Ελληνικής Γλώσσης, Εκδόσεις Φοίνιξ ΕΠΕ, Αθήναι 1971, Τόμος Α, σελίς 1007, λέξις: «διακόνισσα»).
17. Constitutiones Apostolorum, Book 6 chapter 17 Line 12.
18. Constitutiones Apostolorum, Book 6 chapter 17 Line 15
19. Justinianus : Novellae, rage 604 line 19.
20. Collinicus : Viti sancti Hypatii, Dedi cation – prologue- chapter section 14 line 1.
21. Codinus, Patria Constantinopoleos, Book 3 section 102 line 5.
22. Epiphanius Ranarion, [% 6 Adversus haereses] Volume 3 page 478 line 16.
23. Cedrenus: Comprendioum Historiarum Volume 1 page 570 line 18.
24. Georgius: Chronicon breve [lib. 1-16] [redactio recentior] Volume 110 page 549 line 9.
25. Palladius: Historia Lausiaca [recensio G] Vita 41section 4 line 7.
26. Constantinus VII Porphyrogenitus : De cerimoniis audae Byzantinae [lib. 1.1.92] Volume 1 page 171 line 11.
27. Scylitzes Continuatus : Continuatio Scylitzae, Page 170 line 21.
28. Michael Attaliates : Historia Page 211 line 5.0
29. Zonaras: Epitome Histοriarum [lib. 13 – 18] Page 191 line 10.
30. Photius: Bibliotheca Codex 52 Bekker page 13b line 6.
31. Theophanes Confessor: Chronographia Page 277 line 16.
32. Anna Comnena : Alexias Book 15 chapter 7 section 8 line 6.
33. Γαλ. 3, 28΄.
34. Constantinus VII Porphyrogenitus : De cerimoniis audae Byzantinae [lib. 1.1.92] Volume 1 page 171 line 9 και αλλού.