Ιερομόναχος Σάββας Αγιορείτης
«Αρκετοί πιστοί ανταποκρίνονται θετικά στην πρόσκληση του Πανάγαθου Θεού για μετάνοια, εξομολογούνται ειλικρινά και με αισθήματα πραγματικής αγάπης προς τον Κύριο εναποθέτουν όλα τα αμαρτήματά τους ενώπιον του Πνευματικού. Παρουσιάζονται σ’ αυτόν ως μια «επιστολή… γινωσκομένη και αναγινωσκομένη» (Β΄ Κορ. 3, 2).
Εχουν την ορθή πεποίθηση και βαθιά πίστη πως όσα πούν θα συγχωρηθούν, θα σβησθούν, θα εξαφανισθούν, ωσάν να μην συνέβησαν ποτέ στη ζωή τους…..
Γι’ αυτό μέσα στο Εξομολογητήριο ομολογούν με ταπείνωση και συντριβή την ενοχή τους και εξομολογούνται πλήρως και τελείως όλα τα σφάλματά τους. Τοιουτοτρόπως λαμβάνουν την άφεση όλων των μετά το Άγιο Βάπτισμα αμαρτιών τους και επανέρχονται στην κατάσταση της Χάριτος πλησίον του Θεού ειρηνικοί και αναπαυμένοι.
Η δύναμη του Μυστηρίου της Εξομολογήσεως χαρίζει στον καθένα που ευσυνείδητα εξομολογείται, την εσωτερική πληροφορία ότι είναι φίλος του Θεού και αγαπητός αδελφός των Αγίων. Αποκτά δε την παρρησία προς τον Θεό, το βασικό γνώρισμα των Αγίων.
Βέβαια υπάρχουν και αρκετές περιπτώσεις, όπου οι πιστοί αντιμετωπίζουν επιπόλαια το Μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως. Επιδιώκουν γνωστά ονόματα Πνευματικών, όχι γιατί είναι έμπειροι και διακριτικοί και θα τους βοηθήσουν στη σωτηρία των ψυχών τους, αλλά για να καυχώνται μετά πως είναι πνευματικά τέκνα γνωστών εκκλησιαστικών Πατέρων, μιμούμενοι τοιουτοτρόπως τους ακάρπους Εβραίους, οι οποίοι περιορίζονταν να λένε ότι είναι τέκνα Αβραάμ.
Φεύγουν από το Εξομολογητήριο περισσότερο λυπημένοι, δύσθυμοι και στενοχωρημένοι παρά αναπαυμένοι. Δεν φταίει όμως γι’ αυτό το Μυστήριο, αλλά οι ίδιοι οι οποίοι προσέρχονται τυπικά και κατ’ έθιμο μόνο στις μεγάλες εορτές της Εκκλησίας, χωρίς την απαραίτητη προετοιμασία και έμπρακτη εκδήλωση μετανοίας»
Αυτά είναι τα σημεία πού πρέπει να προσέξουμε.
1) Ένα σημαντικό πού πρέπει νά προσέξουμε είναι νά μήν αναβάλλουμε τήν εξομολόγηση. Εφ’ όσον υπάρχει κάποια σημαντική πτώση θά πρέπει αμέσως νά τρέξουμε νά τήν πούμε στόν Πνευματικό.
«Όσο κρατάς ένα χαλασμένο πράγμα», έλεγε ο π. Παΐσιος «τόσο χαλάει. Γιατί νά αφήσει νά περάσουν ένας-δύο μήνες γιά νά πάει στόν πνευματικό νά τό εξομολογηθεί; Νά πάει τό συντομότερο. Άν έχει μία πληγή ανοιχτή, θά αφήσει νά περάσει ένας μήνας, γιά νά τή θεραπεύσει; Ούτε νά περιμένει νά πάει, όταν θά έχει πολύ χρόνο ο πνευματικός, γιά νά έχει πιό πολλή άνεση. Αυτό τό ένα σφάλμα, τάκ-τάκ νά τό λέει αμέσως καί μετά, όταν ο πνευματικός θά έχει χρόνο, νά πηγαίνει γιά πιό πολύ, γιά μία συζήτηση κ.λπ.»
2) Επίσης στήν εξομολόγηση θά πρέπει νά λέμε τά δικά μας σφάλματα καί μόνο αυτά χωρίς νά καθυστερούμε.
«Προσοχή λοιπόν!», επισημαίνει ο π. Παύλος, «᾽Εξομολογούμαστε τίς δικές μας αμαρτίες καί όχι τίς αμαρτίες άλλων. Καί ομολογούμε τίς αμαρτίες χωρίς περιστροφές, δικαιολογίες καί ιστορίες.
Η προσπάθεια νά δικαιολογήσουμε τίς αμαρτίες μας δείχνει ότι στήν πραγματικότητα δέν έχουμε μετανοήσει γι᾽ αυτές. Στήν περίπτωση αυτή καί ο εξομολογούμενος δέν αναπαύεται ψυχικά, αλλά καί ο ιερέας καταπονείται. Διότι ακριβώς δέν γίνεται σωστή εξομολόγηση.
Δέν είναι σωστό λοιπόν νά μακρηγορεί κανείς στήν εξομολόγηση. Ομολογούμε σύντομα τίς αμαρτίες μας, μέ μετάνοια καί συναίσθηση, καί δεχόμαστε μέ εμπιστοσύνη τίς όποιες συμβουλές τού εξομολόγου. ᾽Ιδιαιτέρως, δέν χρειάζεται ανάλυση στίς σαρκικές λεγόμενες αμαρτίες. Τίς ομολογούμε μέ λιτό καί επιγραμματικό τρόπο. Γι᾽ αυτό καί δέν είναι επιτρεπτό νά καθυστερεί κανείς στό εξομολογητήριο.
Αν υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα πρός συζήτηση, θά πρέπει νά αντιμετωπιστεί κάποια άλλη ώρα πέραν τής εξομολογήσεως, καί οπωσδήποτε όχι πρό τών μεγάλων εορτών τών Χριστουγέννων καί τού Πάσχα. Τό πρόγραμμα τού ιερέα τότε είναι αρκετά βεβαρυμένο»
Έλεγε καί ο πατήρ Παΐσιος σχετικά μ’ αυτό: «Δέν χρειάζεται ώρα πολλή γιά νά δώσω εικόνα τού εαυτού μου. Όταν η συνείδηση δουλεύει σωστά, δίνει ο άνθρωπος μέ δύο λόγια εικόνα τής καταστάσεώς του. Όταν όμως υπάρχει μέσα του σύγχυση, μπορεί νά λέει πολλά καί νά μή δίνει εικόνα. Νά, βλέπω, μερικοί μου γράφουν ολόκληρα τετράδια, είκοσι-τριάντα σελίδες αναφοράς μέ μικρά γράμματα, καί μερικές σελίδες υστερόγραφο…
Όλα αυτά πού γράφουν, μπορούσαν νά τά βάλουν σέ μία σελίδα»
3) Προσοχή μεγάλη επίσης καί σέ κάτι άλλο πολύ σημαντικό: στό συναίσθημα τής αυταρέσκειας καί στήν ιδέα ότι είμαστε καλοί ή ότι πάμε καλά.
«Συχνάκις τό Πνεύμα τό Άγιον αποχωρεί αφ’ ημών», παρατηρεί ο π. Σωφρόνιος, «δι’ εκείνας ή τάς άλλας κινήσεις τής καρδίας ή τής σκέψεως ημών. Είναι όμως δυνατή η εγκατάλειψις καί διά τόν λόγον ότι τό Πνεύμα βλέπει ημάς αναπεπαυμένους καί ικανοποιημένους μετά τών ήδη ληφθέντων ή επιτευχθέντων, καί αποχωρεί, ίνα αποδείξη εις ημάς ότι είμεθα εισέτι μακράν εκείνου, όπερ οφείλομεν νά είμεθα.»
Η εν ταπεινώσει καί υπακοή πορεία είναι η μόνη ασφαλής. Τότε καί η εξομολόγηση μάς ωφελεί.
4) Όταν νομίζουμε ότι δέν έχουμε νά πούμε τίποτε υπάρχει τό ενδεχόμενο νά μήν παρακολουθούμε σωστά τόν εαυτό μας.
Ακριβώς αυτό (τήν μή σωστή παρακολούθηση τού εαυτού μας) θεωρούσε ο π. Παΐσιος ως αιτία τού νά νομίζει ο άνθρωπος ότι δέν χρειάζεται νά εξομολογηθεί. Καί συνέχιζε: «Η εξομολόγηση είναι μυστήριο. Νά πηγαίνεις καί απλά νά λές τίς αμαρτίες σου. Γιατί, τί νομίζεις; Πείσμα δέν έχεις; Εγωισμό δέν έχεις; Δέν πληγώνεις τήν αδελφή; Δέν κατακρίνεις; Μήπως εγώ τί πηγαίνω καί λέω; Θύμωσα, κατέκρινα… καί μού διαβάζει ο πνευματικός τήν συγχωρητική ευχή»
5) Προσοχή στά «μικρά».
Επίσης ο άνθρωπος θά πρέπει νά μήν υποχωρεί καί στίς λεγόμενες «μικρές» αμαρτίες. «Καί οι μικρές αμαρτίες», δίδασκε ο Γέρων Παΐσιος, «έχουν καί αυτές βάρος. Όταν πήγαινα στόν πάπα-Τύχωνα νά εξομολογηθώ, δέν είχα τίποτε σοβαρό νά πώ καί μού έλεγε: Αμμούδα, παιδάκι μου, αμμούδα! Οι μικρές αμαρτίες μαζεύονται καί κάνουν έναν σωρό αμμούδα, πού είναι όμως βαρύτερη από μία μεγάλη πέτρα. Ο άλλος πού έχει κάνει ένα αμάρτημα μεγάλο, τό σκέφτεται συνέχεια, μετανοεί καί ταπεινώνεται. Εσύ έχεις πολλά μικρά. Εάν όμως εξετάσεις τίς συνθήκες μέ τίς οποίες εσύ μεγάλωσες καί τίς συνθήκες μέ τίς οποίες μεγάλωσε ο άλλος, θά δείς ότι είσαι χειρότερη από εκείνον»
Τά «μικρά» γιά αυτούς πού έχουν γνώση τής Πνευματικής ζωής δέν είναι μικρά.
6) Όχι γενικολογίες ή αοριστολογίες.
Ένα άλλο σημείο προσοχής είναι ότι θά πρέπει η εξομολόγηση νά μήν είναι γενικόλογη τού τύπου: «Πάτερ έχω κάνει όλες τίς αμαρτίες» ή γεμάτη αοριστολογίες. «Νά προσπαθείς», συμβούλευε ο Γέρων Παΐσιος πνευματικό του παιδί, «νά είσαι συγκεκριμένη στήν εξομολόγησή σου.
Δέν φθάνει νά πεί κανείς λ.χ. ζηλεύω, θυμώνω κ.λπ., αλλά πρέπει νά πεί τίς συγκεκριμένες πτώσεις του, γιά νά βοηθηθεί. Καί όταν πρόκειται γιά κάτι βαρύ, όπως η πονηριά, πρέπει νά πεί καί πώς σκέφθηκε καί πώς ενήργησε αλλιώς κοροϊδεύει τόν Χριστό.
Άν ο άνθρωπος δέν ομολογεί τήν αλήθεια στόν πνευματικό, δέν τού αποκαλύπτει τό σφάλμα του, γιά νά μπορέσει νά τόν βοηθήσει, παθαίνει ζημιά, όπως καί ο άρρωστος κάνει μεγάλο κακό στήν υγεία του, όταν κρύβει τήν πάθησή του από τόν γιατρό. Ενώ, όταν εκθέτει τόν εαυτό του όπως ακριβώς είναι, τότε ο πνευματικός μπορεί νά τόν γνωρίσει καλύτερα καί νά τόν βοηθήσει πιό θετικά»
7) Όχι «εξαπάτηση» τού Πνευματικού.
«Η δύναμη τού Μυστηρίου τής Ιεράς Εξομολογήσεως είναι ανυπολόγιστη», σημειώνει ο π. Παύλος καί συνεχίζει: «Δέν επενεργεί όμως πάνω μας χωρίς τήν δική μας ελεύθερη συνεργασία. Νά έχουμε συναίσθηση τής ιερότητας τού Μυστηρίου καί νά προσερχόμαστε σ’ αυτό μέ βαθιά ταπείνωση, ειλικρίνεια καί συντετριμμένη καρδιά. Μόνο όσοι βιώνουν τήν μετάνοια καί εξομολογούνται πλήρως καί τελείως τίς αμαρτίες τους φεύγουν αναπαυμένοι, χαρούμενοι καί ειρηνικοί, μέ τό Άγιο Πνεύμα νά τούς επισκιάζει.
Όσοι νομίζουν ότι ξεγελούν τόν Πνευματικό, γελιούνται οι ίδιοι, παίζοντας θέατρο καί εξοργίζοντας τόν Θεό. Άν συνεχίσουν μέ αυτή τήν λανθασμένη τακτική φεύγουν δυστυχώς από τήν παρούσα ζωή αμετανόητοι πρός αιωνία απώλεια»
8) Εκζήτηση συγγνώμης καί αγάπη μέ όλους.
Αναγκαία βέβαια προϋπόθεση γιά νά συγχωρηθούμε καί νά είναι έγκυρη η εξομολόγησή μας είναι τό νά συγχωρήσουμε καί νά ζητήσουμε συγχώρηση από όλους. «Όταν κανείς αδικήσει ή πληγώσει μέ τήν συμπεριφορά του έναν άνθρωπο», παρατηρεί ο Γέρων Παΐσιος,«πρέπει πρώτα νά πάει νά τού ζητήσει ταπεινά συγχώρηση, νά συμφιλιωθεί μαζί του, καί έπειτα νά εξομολογηθεί τήν πτώση του στόν πνευματικό, γιά νά λάβει τήν άφεση. Έτσι έρχεται η Χάρις τού Θεού.
Άν πεί τό σφάλμα του στόν πνευματικό, χωρίς προηγουμένως νά ζητήσει συγχώρηση από τόν άνθρωπο πού πλήγωσε, δέν είναι δυνατόν νά ειρηνεύσει η ψυχή του, γιατί δέν ταπεινώνεται. Εκτός άν ο άνθρωπος πού πλήγωσε έχει πεθάνει ή δέν μπορεί νά τόν βρεί, γιατί άλλαξε κατοικία καί δέν έχει τήν διεύθυνσή του, γιά νά τού ζητήσει, έστω καί γραπτώς, συγγνώμη, αλλά έχει διάθεση νά τό κάνει, τότε ο Θεός τόν συγχωρεί, γιατί βλέπει τήν διάθεσή του»
Άν ο άνθρωπος ζητήσει συγννώμη καί ο άλλος δέν τόν συγχωρήσει τότε, δίδασκε ο π. Παΐσιος, πρέπει «νά κάνουμε προσευχή νά μαλακώσει ο Θεός τήν καρδιά του. Υπάρχει όμως περίπτωση νά μή βοηθάει ο Θεός νά μαλακώσει η καρδιά του, γιατί, άν μάς συγχωρήσει, μπορεί νά ξαναπέσουμε στό ίδιο σφάλμα»
9) Όχι δικαιολόγηση τού εαυτού μας
Στήν εξομολόγηση πηγαίνουμε γιά νά αυτοκατηγορηθούμε καί όχι νά δικαιολογηθούμε ή νά παρουσιάσουμε τίς «αρετές» μας. Καλλίτερα νά είμαστε άτεγκτοι καί αυστηροί μέ τόν εαυτό μας παρά νά αναζητούμε ελαφρυντικά.
«Αυτό πού πρέπει νά προσέξη» έλεγε ο π. Παΐσιος αναφερόμενος σ’ αυτόν πού εξομολογείται,«είναι νά μή δικαιολογή τόν εαυτό του κατά τήν εξομολόγηση. Εγώ, όταν πάω νά εξομολογηθώ καί πώ λ.χ. «θύμωσα» – άσχετα άν χρειαζόταν νά δώσω καί σκαμπίλι-, δέν αναφέρω τό θέμα, γιά νά μή μού δώση ελαφρυντικό ο πνευματικός.
Όποιος εξομολογείται καί δικαιολογεί τόν εαυτό του, δέν έχει ανάπαυση εσωτερική, όσο ασυνείδητος καί άν είναι. Τά ελαφρυντικά πού χρησιμοποιεί στήν εξομολόγησή του γίνονται επιβαρυντικά γιά τήν συνείδησή του. Ενώ, όποιος υπερβάλλει τά σφάλματά του, γιατί έχει λεπτή συνείδηση, καί δέχεται καί μεγάλο κανόνα από τόν πνευματικό, αυτός νιώθει ανέκφραστη αγαλλίαση.
Υπάρχουν άνθρωποι πού, άν κλέψουν λ.χ. μία ρώγα, νιώθουν σάν νά πήραν πολλά καλάθια σταφύλια καί σκέφτονται συνέχεια τό σφάλμα τους. Δέν κοιμούνται όλη τήν νύχτα, μέχρι νά τό εξομολογηθούν. Καί άλλοι, ενώ έχουν κλέψει ολόκληρα καλάθια σταφύλια, δικαιολογούν τόν εαυτό τους καί λένε πώς πήραν ένα τσαμπί. Αυτοί όμως πού όχι μόνο δέν δικαιολογούν τόν εαυτό τους, αλλά μεγαλοποιούν τό παραμικρό σφάλμα τους καί στενοχωριούνται καί υποφέρουν πολύ γιά μία μικρή τους αταξία, ξέρετε τί θεία παρηγοριά νιώθουν; Εδώ βλέπεις τήν θεία δικαιοσύνη, πώς ο Καλός Θεός ανταμείβει.
Έχω παρατηρήσει ότι όσοι εκθέτουν τά σφάλματά τους ταπεινά στόν πνευματικό καί εξευτελίζονται, λάμπουν, γιατί δέχονται τήν Χάρη τού Θεού. Ένας απόστρατος μέ πόση συντριβή μού διηγήθηκε ό,τι είχε κάνει από οκτώ χρονών παιδάκι. Ένα τόπι είχε πάρει από ένα παιδάκι γιά μία μόνο νύχτα –τήν άλλη μέρα τού τό έδωσε– καί έκλαιγε, γιατί τό στενοχώρησε.
Όταν αποστρατεύθηκε, έψαξε καί βρήκε όσους είχε λυπήσει, όταν υπηρετούσε –άσχετα άν εκτελούσε καθήκον τής υπηρεσίας του-, καί τούς ζήτησε συγγνώμη! Μού έκανε εντύπωση! Όλα τά έπαιρνε επάνω του.
Μένει τώρα σέ ένα χωριό καί τά χρήματά του τά δίνει ελεημοσύνη. Υπηρετεί καί τήν ηλικιωμένη μάνα του, ενενήντα πέντε χρόνων, κατάκοιτη μέ ημιπληγία καί, επειδή βλέπει τό σώμα της, όταν τήν φροντίζη, τόν πειράζει ο λογισμός. «Άν ο Χάμ πού είδε τήν γύμνωση τού πατέρα του τιμωρήθηκε, λέει, τότε εγώ…». Συνέχεια έκλαιγε. Τό πρόσωπό του ήταν αλλοιωμένο. Πόσο διδάχθηκα από τήν συντριβή του!»
10) Όχι αποχή από τήν εξομολόγηση μέ τήν δικαιολογία ότι «αφού θά ξαναπέσω τί νά πάω;».
Όπως κανείς δέν λέει: «Αφού θά ξαναπεινάσω, γιατί νά φάω;» ή «αφού θά ξαναλερωθώ γιατί νά πλυθώ;», έτσι κανείς δέν πρέπει νά αναβάλλει τήν εξομολόγηση μέ τήν σκέψη: «Αφού θά ξαναπέσω γιατί νά πάω νά εξομολογηθώ;».
Κάποτε ρώτησαν τόν π. Παΐσιο: «Γέροντα, μερικοί από φιλότιμο δέν πάνε νά εξομολογηθούν. «Αφού μπορεί νά ξανακάνω τό ίδιο σφάλμα, λένε, γιά ποιό λόγο νά πάω νά τό εξομολογηθώ; γιά νά κοροϊδεύω τόν παπά;». Εκείνος τότε απάντησε:
– Αυτό δέν είναι σωστό! Είναι σάν νά λέει ένας στρατιώτης, όταν τραυματίζεται: «Αφού ο πόλεμος δέν τελείωσε καί μπορεί πάλι νά τραυματισθώ, γιατί νά δέσω τό τραύμα μου;». Αλλά, άν δέν τό δέσει, θά πάθει αιμορραγία καί θά πεθάνει. Μπορεί από φιλότιμο νά μήν πηγαίνουν νά εξομολογηθούν, τελικά όμως αχρηστεύονται.
Ο διάβολος, βλέπεις, εκμεταλλεύεται καί τά χαρίσματα (π.χ. τό φιλότιμο). Άν δέν καθαρίζουμε μέ τήν εξομολόγηση τήν ψυχή μας, όταν πέφτουμε καί λερωνόμαστε, σκεπτόμενοι ότι πάλι θά πέσουμε καί θά λερωθούμε, προσθέτουμε λάσπες πάνω στίς παλιές λάσπες καί είναι δύσκολο μετά νά καθαρίσουν»
11) Όχι απόκρυψη κάποιων αμαρτιών – Απομάκρυνση τής δαιμονικής ντροπής.
Δυστυχώς συμβαίνει καί αυτό: Λόγω δαιμονικής εντροπής ο εξομολογούμενος μπορεί νά αποκρύψει κάποιες σοβαρότατες αμαρτίες. Τότε βέβαια δέν συγχωρείται καί δέν θεραπεύεται, διότι είναι ανειλικρινής ενώπιον τού Θεού. Ο διάβολος παίρνει από τόν άνθρωπο τήν ντροπή, όταν τόν σπρώχνει στήν αμαρτία (γιά νά τήν κάνει άνετα καί εύκολα) καί τού τήν ξαναδίνει, όταν πρόκειται νά τήν εξομολογηθεί (γιά νά μήν τήν εξομολογηθεί καί θεραπευθεί).
«Γνωρίζοντας, ο διάβολος», παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος, «πώς η αμαρτία μέσα της έχει τήν ντροπή κι αυτό μπορεί, τόν άνθρωπο πού έλκεται από τήν αμαρτία, νά τόν κρατήσει μακριά της- γνωρίζοντας από τήν άλλη πώς η μετάνοια έχει τήν παρρησία καί τό θάρρος μέσα της καί πώς αυτό μπορεί νά προσελκύσει στήν μετάνοια αυτόν πού θέλει νά μετανοήσει, αντέστρεψε τήν τάξη τών πραγμάτων κι έδωσε στήν μετάνοια ντροπή, ενώ στήν αμαρτία έδωσε τό θάρρος καί τήν παρρησία. Κι από πού φαίνεται αυτό; Θά σού τό εξηγήσω. Καταλαμβάνεται ένας άνθρωπος από μία επιθυμία πονηρή καί δυνατή- καί τήν ακολουθεί, όπως ένας αιχμάλωτος- δέν ντρέπεται- δέν κοκκινίζει. Πράττει τήν αμαρτία- ίχνος ντροπής πουθενά- δέν κοκκινίζει καθόλου.
Όμως, γιά νά μετανοήσει, ντρέπεται. Μά, άνθρωπέ μου, όταν έπραττες τήν αμαρτία δέν ντρεπόσουν καί τώρα πού ήρθες νά μετανοήσεις, τώρα ντρέπεσαι; Νιώθει ντροπή ο άνθρωπος. Ναί, τό καταλαβαίνω. Μά, γιά πές μου, γιατί τότε πού έπραττε τήν αμαρτία δέν ντρεπόταν; Πράττει τήν αμαρτία καί δέν ντρέπεται, καί ντρέπεται νά πεί τά λόγια της μετανοίας;
Δέν είναι παρά έργο τής κακίας τού διαβόλου αυτό. Αυτός είναι πού τήν στιγμή τής αμαρτίας εμποδίζει τόν άνθρωπο νά αισθανθεί ντροπή, καί τόν αφήνει έτσι εκτεθειμένο απέναντι στήν αμαρτία- γιατί γνωρίζει ότι, άν νιώσει ο άνθρωπος ντροπή, θά φύγει μακριά από τήν αμαρτία. Τήν στιγμή πάλι τής μετανοίας κάνει τόν άνθρωπο νά αισθάνεται ντροπή- γιατί γνωρίζει ότι αυτός πού αισθάνεται ντροπή, δέν φθάνει στήν μετάνοια.
Διπλό είναι τό κακό πού κάνει: Έλκει στήν αμαρτία, από τή μιά, καί απομακρύνει από τή μετάνοια, απ’ τήν άλλη. Γιατί νά ντρέπεσαι λοιπόν; Δέν ένιωθες ντροπή τότε πού έπραττες τήν αμαρτία καί νιώθεις τώρα πού έρχεσαι νά βάλεις φάρμακο επάνω στήν πληγή. Τώρα πού απαλλάσσεσαι από τήν αμαρτία, τώρα ντρέπεσαι;
Όφειλες τότε νά αισθάνεσαι ντροπή- έπρεπε τότε νά ντρεπόσουν- τότε, όταν έπραττες τήν αμαρτία. Αμαρτωλός γινόσουν καί δέν ένιωθες ντροπή, γίνεσαι δίκαιος καί ντρέπεσαι; “Λέγε τίς αμαρτίες σου σύ πρώτος, γιά νά γίνεις δίκαιος”. Ώ μέγεθος φιλανθρωπίας τού Κυρίου! Δέν είπε “Λέγε τίς ανομίες σου σύ πρώτος, γιά νά μήν τιμωρηθείς”, αλλά “Λέγε τίς ανομίες σου σύ πρώτος, γιά νά γίνεις δίκαιος”. Δέν έφθανε πού δέν τόν τιμωρείς, τόν κάνεις δίκαιο κι από πάνω; Ναί, καί πολύ δίκαιο μάλιστα. Πρόσεξε ακριβώς αυτά τά λόγια!
Λέει: Τόν κάνω δίκαιο αυτόν πού θά μετανοήσει. Θέλεις νά μάθεις καί σέ ποιά περίπτωση τό έκανε αυτό; Τότε μέ τόν ληστή. Μέ τό νά πεί ο ληστής στόν σύντροφό του απλώς καί μόνο εκείνα τά γνωστά μας λόγια! “Μά ούτε τόν Θεό δέν φοβάσαι εσύ; Κι εμείς δίκαια βέβαια- έχουμε μία τιμωρία όπως μάς αξίζει, γιά όλα όσα κάναμε”- τήν ίδια εκείνη τή στιγμή τού λέει ο Σωτήρας: “Σήμερα κιόλας μαζί μου θά είσαι στόν παράδεισο”. Δέν τού είπε: “σέ απαλλάσσω από τήν κόλαση κι από τήν τιμωρία”, αλλά τόν βάζει στόν παράδεισο, αφού τόν κάνει δίκαιο»
Επομένως καμμιά ντροπή δέν δικαιολογείται. Μέ θάρρος καί εμπιστοσύνη στήν φιλανθρωπία τού Θεού θά πρέπει νά ομολογούμε όλες τίς αμαρτίες μας.
«Η εξομολόγηση τών αμαρτιών», παρατηρεί ο Στάρετς Σάββας ο Παρηγορητής, «πρέπει νά γίνεται εκ βάθους καρδίας, χωρίς τήν παραμικρή απόκρυψη ή δικαιολογία τού εαυτού μας. Καί όποιος καλύπτει κάτι στήν εξομολόγηση, εκείνος ιδιαίτερη διπλή αμαρτία παίρνει στήν ψυχή του. Άν, έχοντας ανάγκη τό γιατρό γιά τήν ανημπόρια σου, κρύβεις τήν ασθένειά σου, τότε δέν σώζεσαι από τήν αθεράπευτη σήψη. Δέν πρέπει νά ντρέπεσαι νά αποκαλύπτεις στόν πνευματικό σου πατέρα τίς αμαρτίες σου, όσο μεγάλες κι άν είναι»
12) Διόρθωση τής ζωής μας, παύση τής αμαρτίας, αληθινή μετάνοια.
Δέν είναι αρκετό νά απαριθμήσει κανείς τίς αμαρτίες του μπροστά στόν Πνευματικό γιά νά επιτύχει καί τήν διόρθωσή του. Θά πρέπει νά ζεί τήν μετάνοια, τήν συντριβή καί νά τήν εκφράζει, τό κατά δύναμιν μέ μυστικούς στεναγμούς καί κρυφά δάκρυα στό «ταμιείον του», στήν προσευχή του. Χωρίς εξομολόγηση πράγματι δέν μπορεί νά σωθεί ο άνθρωπος. Θά πρέπει όμως η εξομολόγηση νά συνοδεύεται από αληθινή μετάνοια, δηλαδή παύση τών κακών καί πράξη τών καλών.
«Όποιος δέν προστρέξει στό σωτήριο (μυστήριο) τής μετανοίας», διδάσκει ο Στάρετς Σάββας, « θά ακούσει αυτή τήν φοβερή απόφαση τού Κυρίου: «Εάν μή μετανοήτε, πάντες ωσαύτως απολείσθε» (Λουκ.ιγ´3) Αλλά καί όσοι προστρέχουν στό μυστήριο τής μετανοίας δέν καθαρίζονται όλοι, επειδή όλοι δέν προσέχουν εκείνους τούς όρους πού είναι απαραίτητοι γιά τήν αληθινή μετάνοια. Αρχή τής μετάνοιας είναι η συναίσθηση τών αμαρτιών μας καί η συντριβή γι’ αυτές. «Όταν αποστραφείς στενάξης, τότε σωθήση» (Ησ. λ´15)
Μερικοί από άγνοια ή από απροσεξία στό έργο τής μετανοίας, εναποθέτουν τό μυστήριο τής μετανοίας σέ μιά μόνο εξομολόγηση. Νομίζουν ότι μέ τήν προφορική εξομολόγηση τών αμαρτιών στόν πνευματικό πατέρα τελείως καθαρίζονται απ’ αυτές. Αλλά είναι μάταιη η ελπίδα τους. Δέν περιμένει τέτοια είδους μετάνοια από μάς ο Κύριος. Θέλει εμείς νά αισθανθούμε όλο τό βάρος τών αμαρτιών μας, νά πονέσουμε γι’ αυτές, νά τίς πλύνουμε μέ καρδιακά δάκρυα συντριβής καί νά δώσουμε στήν καρδιά μας σταθερή υπόσχεση ότι θά διορθώσουμε τή ζωή μας. Τότε μόνο η μετάνοιά μας είναι πραγματικά ευάρεστη στόν Θεό.
Παραδείγματα τέτοιας μετανοίας χρησιμεύουν σέ μάς, ο άσωτος υιός, ο τελώνης, η Μαρία η Αιγυπτία, ο απόστολος Παύλος, ο ιερομάρτυρας Κυπριανός καί άλλοι. Μέ βαθειά λύπη πρέπει νά πούμε ότι μεγάλο μέρος τών σημερινών χριστιανών δέν προσφέρει τήν πρέπουσα μετάνοια καί εξ αιτίας αυτού δέν διορθώνεται η ζωή τους, η αμαρτία τούς κυριεύει, τά πάθη τους δέν τιθασσεύονται κι αυτοί, αφού δέν καθαρίζονται από τίς εσωτερικές πληγές δέν αφήνουν τίς κακές τους συνήθειες καί δέν φέρουν καρπούς αξίους τής μετανοίας»
13) Όχι απελπισία, αλλά ούτε καί αδιαφορία
Ο διάβολος προσπαθεί είτε νά απελπίσει τόν άνθρωπο γιά τήν σωτηρία του είτε νά τόν ρίξει στήν αμέλεια μέ τήν σκέψη ότι ο Θεός είναι φιλάνθρωπος καί θά τόν συγχωρήσει• οπότε δέν χρειάζεται μετάνοια καί εξομολόγηση. Ο χριστιανός θά πρέπει νά πολεμά εναντίον καί τών δύο. «Υπάρχουν δύο είδη ασθένειας», εύστοχα σημειώνει ο Στάρετς Σάββας,« τά οποία χρησιμεύουν σέ κάποιους σάν αιτία τής αμετανοησίας, τής μή εγκαταλείψεως τών αμαρτιών τους. Η πρώτη αρρώστια είναι η πλήρης απελπισία γιά τήν σωτηρία τους καί η δεύτερη η υπερβολική ελπίδα στήν φιλανθρωπία τού Θεού.
Η απελπισία συνίσταται στό ότι ο άνθρωπος, συναισθανόμενος τό πλήθος τών αμαρτιών του δέν ελπίζει πλέον νά λάβει γι’ αυτές συγχώρηση από τόν Θεό, βυθιζόμενος ακόμη περισσότερο στήν άβυσσο τής ανομίας. Τά κακά πνεύματα χρησιμοποιούν τήν απελπισία καί οδηγούν τόν άνθρωπο στόν τέλειο όλεθρο.
Μέχρι νά πέσουμε, οι δαίμονες μάς παρουσιάζουν τόν Θεό ως φιλάνθρωπο, αλλά μετά τήν πτώση μας ως αδυσώπητο. Μή πιστεύεις τόν ψεύτη διάβολο, μή χάνεις τήν ελπίδα σου στήν φιλανθρωπία τού Θεού, έχοντας στό νού σου τόν προφητικό λόγο: «μή επίχαιρέ μοι, η εχθρά μου, ότι πέπτωκα• καί αναστήσομαι, διότι εάν καθίσω εν τώ σκότει, Κύριος φωτιεί μοι» (Μιχ. ζ´8).
Καμμιά αμαρτία δέν είναι ασυγχώρητη πλήν τής αμετανόητης. Ο Ιούδας ο προδότης θά συνεχωρείτο, άν μετανοούσε. Τίποτε δέν συγκρίνεται μέ τήν γενναιοδωρία τού Θεού, τίποτε δέν τήν ξεπερνά. Γι’ αυτό, όποιος απελπίζεται, είναι αυτόχειρας. Όποιος ειλικρινά προσέρχεται στόν Θεό, εκείνον δέν τόν αφήνει νά πέσει τελείως, αλλά βλέποντας τήν αδυναμία του, συνεργεί καί τόν βοηθεί φανερά ή μυστικά, δίνοντάς του άνωθεν χείρα βοηθείας. Όμως δέν πρέπει νά χρησιμοποιούμε στό κακό, στήν επιείκεια γιά τίς αμαρτίες μας, τήν απέραντη φιλανθρωπία τού Θεού πρός τόν αμαρτωλό. Ο Θεός όσο είναι φιλάνθρωπος, τόσο είναι καί δικαιοκρίτης. Γι’ αυτό σέ όλους καί στόν καθένα χωριστά είναι απαραίτητη η αληθινή μετάνοια. Τούς μή μετανοούντας ο Θεός δέν τούς συγχωρεί»
14) Προσοχή στήν διόγκωση τών σφαλμάτων πού κάνει ο πονηρός.
Ο διάβολος προσπαθεί πάντα νά οδηγήσει τόν άνθρωπο στήν απόγνωση καί τήν απελπισία. Γι’ αυτό καί διογκώνει τά σφάλματά μας- πού μπορεί νά είναι καί πάρα πολύ μικρά- μέ σκοπό νά μάς γεμίσει μέ μελαγχολία.
Ρώτησαν κάποτε τόν Γέροντα Παΐσιο: « Γέροντα, πού οφείλεται η μελαγχολία πού έρχεται πολλές φορές στήν ψυχή;». Καί απάντησε: «Η μελαγχολία καί τό πλάκωμα τής ψυχής οφείλονται συνήθως σέ τύψεις από ευαισθησία, καί τότε ο άνθρωπος χρειάζεται νά εξομολογηθή, γιά νά μπόρεση νά βοηθηθή από τόν πνευματικό. Γιατί, άν είναι ευαίσθητος, μπορεί τό σφάλμα πού έκανε νά είναι πολύ μικρό, αλλά ο εχθρός διάβολος νά τό μεγαλοποιή, νά τού τό δείχνη μέ μικροσκόπιο, γιά νά τόν ρίξη στήν απελπισία καί νά τόν αχρηστέψη.
Μπορεί νά τού πή λ.χ. ότι τάχα στενοχώρησε πολύ τούς άλλους, ότι τούς δυσκόλεψε κ.λπ., καί νά τόν κάνη νά στενοχωριέται πιό πολύ από όσο αντέχει. Αφού ενδιαφέρεται ο διάβολος, γιατί δέν πηγαίνει νά πειράξη τήν συνείδηση ενός αναίσθητου άνθρωπου; Αλλά τόν αναίσθητο τόν κάνει νά θεωρή μηδαμινό ένα μεγάλο σφάλμα του, γιά νά μήν έρθη σέ συναίσθηση.
Πρέπει ο ανθρωπος νά γνωρίση τόν εαυτό του όπως είναι, καί όχι όπως τόν παρουσιάζει ο εχθρός διάβολος, διότι αυτός ενδιαφέρεται γιά τό κακό μας. Ποτέ νά μήν απελπίζεται, αρκεί νά μετανοή, γιατί καί οι αμαρτίες του είναι λιγώτερες από τού διαβόλου καί ελαφρυντικά έχει, επειδή πλάσθηκε από χώμα καί από απροσεξία γλίστρησε καί λασπώθηκε.
Γιά νά γίνη σωστός αγώνας, πρέπει νά γυρίζουμε τήν ρόδα αντίθετα από εκεί πού τήν γυρίζει ο διάβολος. Άν μάς λέη ότι είμαστε κάτι, νά καλλιεργούμε τήν αυτομεμψία. Άν μάς λέη ότι δέν είμαστε τίποτε, νά λέμε: Ο Θεός θά μέ ελεήση. Έτσι απλά άν κινήται ο άνθρωπος, μέ εμπιστοσύνη καί ελπίδα στόν Θεό, μπαίνει στήν ζωή του η μετάνοια, η ταπείνωση, καί ανεβαίνει σέ πνευματικά ύψη»
15) Προσοχή στήν αυτομεμψία.
Ένα λεπτό σημείο πού πρέπει νά προσέξει αυτός πού εξομολογείται καί αγωνίζεται πνευματικά είναι τό θέμα τής αυτομεμψίας. Δέν πρέπει ο άνθρωπος νά έχει κακομοιριά αλλά λεβεντιά. Υπάρχει φόβος νά οδηγηθεί ο αγωνιζόμενος πιστός στήν απελπισία καί τήν απραξία, άν ασκεί τήν αυτομεμψία, χωρίς συγχρόνως νά καλλιεργεί καί τήν τέλεια ελπίδα του στόν Θεό.
Τέλεια απελπισία από τόν εαυτό μας αλλά καί τέλεια ελπίδα στόν Θεό θά πρέπει νά έχουμε συνεχώς.
Κάποτε ρωτήθηκε ο π. Παΐσιος: «Δηλαδή, Γέροντα, η αυτομεμψία δέν βοηθάει στόν πνευματικό αγώνα;». Ο Γέροντας απάντησε: «Βοηθάει, αλλά θέλει διάκριση. Μπορεί π.χ. νά λέη κανείς στόν εαυτό του: Είσαι ανόητος… . Νά τό λέη όμως μέ ταπείνωση, γιά νά κοροϊδέψη τόν διάβολο, αλλά καί μέ λεβεντιά, όχι μέ κακομοιριά. Αυτομεμψία, όχι απελπισία.
Σημείο πνευματικής ωριμότητος είναι νά πιστέψω ότι δέν κάνω τίποτε, νά απογοητευθώ μέ τήν καλή έννοια από τόν εαυτό μου, από τό εγώ μου, νά νιώθω πώς μέ ό,τι κάνω προσθέτω συνέχεια μηδενικά καί νά συνεχίζω τόν αγώνα μου ελπίζοντας στόν Θεό. Τότε ο Καλός Θεός, όταν δή τά μηδενικά τής αγαθής μου προαιρέσεως, θά μέ λυπηθή, θά προσθέση στήν αρχή τήν μονάδα καί θά πάρουν αξία τά μηδενικά μου καί θά πλουτίσω πνευματικά. Μέσα στήν ταπεινή κατασταση τής απογοητεύσεως από τόν εαυτό μου κρύβεται η καλή πνευματική κατάσταση»
16) Προσοχή στήν υπερευαισθησία.
Μία ακόμη παγίδα τού πονηρού είναι η καλλιέργεια τής υπερευαισθησίας στόν άνθρωπο. Όταν συμβαίνει αυτό, ο άνθρωπος κάποια πράγματα τά λεπτολογεί, τά «ψειρίζει» καί γεμίζει ενοχές, πού μπορεί νά είναι καί τελείως ανυπόστατες. Είναι τά λεγόμενα «μορμολύκια», τά «σκιάχτρα», πού φτιάχνει ο υπερευαίσθητος άνθρωπος μέ τήν συνεργασία τού διαβόλου καί τρομάζει εκεί όπου δέν υπάρχει φόβος.
Σ’ αυτές τίς καταστάσεις χρειάζεται ως θεραπευτικό φάρμακο η καλή αδιαφορία – όπως τήν αποκαλούσε ο Γέροντας Παΐσιος.
Κάποτε ρωτήθηκε: «Γέροντα, νά μάς λέγατε κάτι γιά τήν καλή αδιαφορία». Καί απάντησε:
«Η καλή αδιαφορία χρειάζεται σέ έναν υπερευαίσθητο πού τόν ταλαιπωρεί τό ταγκαλάκι μέ διάφορους λογισμούς. Τότε καλό είναι νά γίνη λίγο αναίσθητος, μέ τήν καλή έννοια, καί νά μή λεπτολογή μερικά πράγματα. Ή, ακόμη, χρειάζεται γιά κάποιον πού μπορεί σέ πολλά νά είναι αδιάφορος, άλλα σέ κάτι νά τού έχη δημιουργήσει ο πειρασμός μιά υπερευαισθησία, γιά νά τόν αχρηστέψη. Τότε γιά ένα διάστημα θά τόν βοηθήση η καλή αδιαφορία. Θέλει όμως παρακολούθηση. Πρέπει νά λέη τόν λογισμό του καί νά παρακολουθήται από τόν πνευματικό, αλλιώς μπορεί σιγά-σιγά νά τά πάρη όλα σβάρνα καί νά φθάση στήν άλλη άκρη, νά γίνη τελείως αδιάφορος»
17) Όχι κατάκριση ή γογγυσμός εναντίον εκείνων πού χρονίζουν στήν εξομολόγηση.
Περιμένοντας γιά εξομολόγηση δέν θά πρέπει νά δυσανασχετούμε, ή νά πιέζουμε τόν Πνευματικό νά μάς δεχθεί γρήγορα, ή νά κατακρίνουμε αυτόν πού θεωρούμε ότι άργησε πολύ κατά τήν εξαγόρευσή του. Μπορεί νά τόν κράτησε ο Πνευματικός λίγο περισσότερο, διότι υπάρχει πνευματικός λόγος. Άν κάποιος πράγματι βιάζεται καί πρέπει νά φύγει θά πρέπει νά τού δίνουμε τήν σειρά μας. Άς έχουμε ιδιαίτερα εκείνη τήν ιερή ώρα τής αναμονής γιά εξομολόγηση αγάπη πρός όλους, σεβασμό, σιωπή, συντριβή καί προσευχή.
Επίλογος
«Άς παρακαλούμε λοιπόν θερμά τόν Κύριο ώστε «τόν υπόλοιπον χρόνον τής ζωής ημών εν ειρήνη καί μετανοία εκτελέσαι»
Άς ζητούμε «μετάνοιαν ολόκληρον καί καρδίαν επίπονον εις αναζήτησίν Του» γιά νά αξιωθούμε τής μερίδος τών Αγίων πού εισήλθαν διά τής Μετανοίας στήν Βασιλεία τού Θεού.
«Ως ο ληστής, ως ο τελώνης καί ως ο άσωτος» άς εξομολογούμαστε ταπεινά, γιά νά δικαιωθούμε από τόν Αγαθοδότη Πολυέλεο καί Πολυεύσπλαχνο Κύριο. Αμήν».