Πριν ξεκινήσω, θα ήθελα να σας διαβεβαιώσω ότι το περιστατικό που θα διαβάσετε είναι αληθινό και μακάρι να ήταν αποκύημα της φαντασίας μου.
Πριν από πολλά χρόνια, όταν ακόμα πήγαινα Γυμνάσιο, τόσο εγώ όσο και οι φίλοι μου είχαμε αποκτήσει μια τεράστια έλξη προς το φανταστικό, το ανεξήγητο. Λατρεύαμε τις ταινίες τρόμου, ρουφούσαμε κάθε λέξη που διαβάζαμε από ανάλογα διηγήματα και μυθιστορήματα και πάντα είχαμε την απορία αν έστω και το ελάχιστο από αυτά που βλέπαμε ή διαβάζαμε, είχε μια δόση αλήθειας.
Σε ένα διάλειμμα στο σχολείο μαζί με άλλους τρεις φίλους συζητούσαμε για την επίκληση πνευμάτων και κατά πόσο είναι εφικτή. «Φυσικά και είναι εφικτή,» ακούσαμε μια φωνή πίσω από το πεζούλι που καθόμασταν, «αρκεί να ξέρεις τον τρόπο». Γυρίσαμε και είδαμε ένα μεγαλύτερο από εμάς, του Λυκείου που συστεγαζόταν τότε μαζί να μας κοιτάει χαμογελαστά. Τον ξέραμε τον (ας τον πούμε για την ιστορία) Λευτέρη, ήταν από τα πιο δημοφιλή παιδιά του σχολείου, ψηλός, όμορφος, με επιτυχία στα κορίτσια.
Για εμάς τους πιτσιρικάδες, που πάντα μας έπιανε δέος κοιτώντας τους μεγαλύτερους μαθητές και τους θεοποιούσαμε, το να έρθει ένα από τα ινδάλματά μας να μας μιλήσει ήταν μεγάλη τιμή. «Με πίνακα Ouija, να υποθέσω,» εγώ, θέλοντας να δείξω ότι δεν είμαι άσχετος. Ο Λευτέρης γέλασε: «Ο πίνακας Ouija είναι για παιδάκια. Ο τρόπος που ξέρω εγώ είναι αλάνθαστος, αλλά απαιτεί τη συμμετοχή τουλάχιστον 5 ατόμων. Ενδιαφέρεστε;»
Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας. Τέσσερις εμείς και ένας ο Λευτέρης, να η πεντάδα. Συμφωνήσαμε όλοι νεύοντας καταφατικά. «Ωραία,» είπε ο Λευτέρης, αφού κάναμε όλοι τις απαραίτητες συστάσεις. «Μπορείτε το Σάββατο το βράδυ έξω από το σπίτι στο ρέμα;» Δεν υπήρχε άνθρωπος στην πόλη που να μην ήξερε το παλιό σπίτι στο μπαζωμένο ρέμα. Μια ερειπωμένη καλύβα, που σε κάθε φύσημα του αέρα έδινε την εντύπωση ότι θα γκρεμιζόταν σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, παρ’ όλα αυτά έστεκε στη θέση της, ενάντια στο χρόνο. Κανείς δεν ήξερε ποιος έμενε εκεί στο παρελθόν και είχε αποκτήσει τη φήμη του στοιχειωμένου (φυσικά είχαμε πάει εκεί με την παρέα μου πολλές φορές, ελπίζοντας σε κάτι το παραφυσικό, αλλά μάταια). «Φυσικά και μπορούμε,» απάντησα για λογαριασμό των υπολοίπων. «Τι ώρα, στις 12;» Ο Λευτέρης έσκασε στα γέλια. «Δεν έχει σημασία η ώρα, όσο το τελετουργικό. Στις 11 να είστε εκεί,» είπε και μας χαιρέτησε, μιας και είχε χτυπήσει το κουδούνι για να μπούμε μέσα.
Περιττό να περιγράφω την ανυπομονησία μου για να έρθει το Σάββατο. Όταν πια ήρθε η μέρα, η δικαιολογία για τη βραδινή μας έξοδο ήταν έτοιμη («μαμά, ο Βασίλης κάνει πάρτι στο σπίτι του και θα αργήσω λίγο») και την προκαθορισμένη ώρα βρεθήκαμε έξω από την καλύβα.
Ήταν ένα ζεστό βράδυ, δεν φύσαγε καθόλου και τα ρούχα κολλούσαν επάνω μας. Ο Λευτέρης μας καλησπέρισε και, κρατώντας ένα φακό στο ένα χέρι, μας έφεγγε μπροστά για να βλέπουμε. Στο άλλο χέρι κρατούσε ένα μικρό σακίδιο. Μπήκαμε στην καλύβα και κάτσαμε στο σκονισμένο πάτωμα, ενώ ο Λευτέρης άρχιζε σιγά σιγά να αδειάζει το περιεχόμενο του σακιδίου του. Πέντε κεριά, μια κιμωλία, ένας αναπτήρας και ένα τεράστιο, ογκώδες βιβλίο με μαύρο δερματόδετο εξώφυλλο. Μηχανικά πήγα να το αγγίξω. «Πάρε το χέρι σου από εκεί,» μου είπε ο Λευτέρης απότομα. Μαζεύτηκα λες και με δάγκωσε φίδι.
Ο Λευτέρης πήρε την κιμωλία και με αργές κινήσεις σχεδίασε μια ανάποδη πεντάλφα στο δάπεδο. Έπειτα μας τοποθέτησε στις άκρες της πεντάλφας με εκείνον στην κορυφή της και με τον αναπτήρα άναψε τα κεριά και τα στερέωσε μπροστά μας. Ύστερα έσβησε το φακό. «Λοιπόν,» άρχισε «οι οδηγίες είναι απλές. Μόλις θα κάνω νόημα θα πιαστούμε όλοι χέρι χέρι και θα σχηματίσουμε έναν κύκλο. Έπειτα θα αρχίσω εγώ να διαβάζω από το βιβλίο. Ό,τι και αν δείτε, ό,τι και αν ακούσετε, για κανέναν απολύτως λόγο δεν θα αφήσετε τα χέρια σας.Δεν θα σπάσετε τον κύκλο για ΚΑΝΕΝΑ λόγο, μέχρι να σας πω εγώ. Κατανοητό;» Συμφωνήσαμε μηχανικά και πιάσαμε τα χέρια. Ο Λευτέρης άνοιξε το βιβλίο σε μια συγκεκριμένη σελίδα, έπιασε τα χέρια των διπλανών του και άρχιζε να διαβάζει. Ακόμα και τώρα δυσκολεύομαι να καταλάβω σε τι γλώσσα διάβαζε το κείμενο, μάλλον λατινικά, αλλά μπορεί να κάνω και λάθος.
Ενώ ο Λευτέρης διάβαζε, ο αέρας γύρω μας άρχισε να γίνεται όλο και πιο βαρύς και αρχίσαμε όλοι να αναπνέουμε με δυσκολία. Ξαφνικά ακούστηκε ένας κρότος σαν να έσπαγε ένα πιάτο. Όλοι πεταχτήκαμε έντρομοι, όμως ένας από την πεντάδα άφησε το χέρι του διπλανού του. Πριν προλάβουμε να αντιδράσουμε, μια ριπή παγωμένου αέρα διαπέρασε το δωμάτιο ενώ, όπως τόνισα, υπήρχε άπνοια, και τα κεριά έσβησαν ταυτόχρονα. Η αντίδραση του Λευτέρη ήταν άμεση. Άναψε τον φακό και συνέχισε να διαβάζει, ενώ μας έκανε φρενιασμένα νοήματα να πιαστούμε πάλι σε κύκλο. Σιγά σιγά η πίεση άρχισε να φεύγει από πάνω μας, μέχρι που ο Λευτέρης σταμάτησε να διαβάζει και μας έκανε νόημα να αφήσουμε τα χέρια. «Σας είπα να μην σπάσετε τον κύκλο για κανένα λόγο,» ψιθύρισε «ας ελπίσουμε ότι το προλάβαμε». Φύγαμε όλοι για τα σπίτια μας φανερά προβληματισμένοι.
Η Κυριακή πέρασε αργά, βασανιστικά, μέχρι να έρθει η Δευτέρα για να πάμε στο σχολείο. Εκεί μας περίμενε μια έκπληξη. Ο Λευτέρης δεν είχε πάει σχολείο. Οι συμμαθητές του μας είπαν ότι ήταν άρρωστος… Πέρασαν δύο εβδομάδες μέχρι να έρθει ο Λευτέρης στο σχολείο. Όμως αυτός δεν ήταν ο Λευτέρης που ξέραμε και θαυμάζαμε. Τα πλούσια μαλλιά του είχαν γίνει κάτασπρα, είχε αδυνατίσει τρομερά και φορούσε και ένα παράξενο φουλάρι στο λαιμό. «Κρυωμένος είσαι;» τον ρώτησα, αφού υπέθετα ότι το φουλάρι το φορά λόγω αρρώστιας. «Μακάρι να ήμουν κρυωμένος,» απάντησε και πήγαμε σε μια απομονωμένη γωνία, μακριά από αδιάκριτα αυτιά και βλέμματα. «Όταν γύρισα σπίτι εκείνο το βράδυ πίστεψα ότι με την ολοκλήρωση της τελετής τη γλυτώσαμε από το σπάσιμο του κύκλου. Όταν, όμως, έπεσα να κοιμηθώ, είδα στον ύπνο μου τον Σατανά ντυμένο ναυτάκι να προσπαθεί να με πνίξει!»
«Τον Σατανά ναυτάκι;» έσκασα στα γέλια «Μεγάλη φαντασία έχεις, ρε Λευτέρη!» Ο Λευτέρης κοίταξε γύρω του για να βεβαιωθεί ότι δεν μας κοιτάει κανείς και έλυσε το φουλάρι. Κοκάλωσα. Μπροστά μου έβλεπα δυο παλάμες με μακριά οστεώδη δάχτυλα να αποτυπώνονται σαν κάψιμο στο λαιμό του. «Μήπως το όνειρο αυτό ήταν τόσο έντονο που αυτοτραυματίστηκες, βάζοντας τα δικά σου χέρια στο λαιμό σου;» ρώτησα, αν και μέσα μου ήξερα την απάντηση. Ο Λευτέρης έβαλε τα χέρια του επάνω στα σημάδια του λαιμού του. Τα χέρια του δεν ήταν ούτε στα μισά. «Όχι!» μου είπε ενώ έδενε το φουλάρι ξανά στο λαιμό του. «Επειδή ήμουν εγώ υπεύθυνος της τελετής και έσπασε ο κύκλος, εμένα τιμώρησε ο Σατανάς. Και τώρα θα κουβαλάω το Σημάδι του Διαβόλου μέχρι να πεθάνω».
Ο Λευτέρης δεν τελείωσε το Λύκειο. Μερικές εβδομάδες αργότερα εξαφανίστηκε από το σχολείο και από την πόλη μας, για να πάει στο Άγιο Όρος και να μονάσει. Μαθαίνω νέα του καμιά φορά. Ξέρω ότι έχει ηρεμήσει πια και τα έχει βρει με τον εαυτό του και τον Θεό, αν και το σημάδι στο λαιμό του παραμένει αναλλοίωτο…