Όπου πας τον νού σου (δηλαδή στο θέλημα του Θεού), εκεί σε πάει και ο Θεός.
Μπροστά σε μία θλίψη μας, σε ένα αγώνα μας, να παίρνουμε από το χεράκι την ψυχούλα μας, σαν ένα παιδάκι, και να την πηγαίνουμε άλλοτε στον Παράδεισο, άλλοτε στην Κόλαση και άλλοτε στην Ιερουσαλήμ.
Από εκεί ο Χριστός θα την πηγαίνη στην Άνω Ιερουσαλήμ, όπου θα ξεκουράζεται και δεν θα βλέπη τα επίγεια, αλλά τα ουράνια. Να βλέπης τον Χριστό να σε παίρνη από το χεράκι και να σού λέη άλλοτε πατρικά λόγια και άλλοτε λόγια του Νυμφίου!
Όταν αγαπάη κανείς τον Θεό, ένα «Κύριε ελέησον» ή δυό λογάκια προσευχής που θα πη, ο Θεός τα μεγεθύνη μέσα Του τόσο, ώστε χάνεται η ψυχή στα μεγαλεία του Θεού και στη θεία μακαριότητα.
Αλλά πρέπει να Τού χτυπούμε πολύ δυνατά την πόρτα· όχι ευγενικά. Τότε ανοίγει την πόρτα Του, μας παίρνει μέσα και ευφραινόμαστε. Σκεφτήτε τη χάρά Του και την αγαλλίασί Του! Εκείνο που θέλει, είναι να Τού δώσουμε το νού μας, την καρδιά μας, να Τον αγκαλιάζουμε, να Τον γλυκοφιλούμε. Γι᾿ αυτό οι Πατέρες γέμιζαν την έρημο με κλαυθμό και ο βίος τους ήταν ένα μεγαλείο, ένας παράδεισος.
Μιά μέρα έκλαιγα και ζητούσα να μάθω πως να προσεύχωμαι. Βλέπω λοιπόν το βράδυ ένα λευκοφόρο να μου λέη:
«Όταν η ψυχή αγαπήση τον Θεό εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της διανοίας, τότε ο άνθρωπος εκείνος θα έχη τα χέρια του ψηλά, όταν προσεύχεται.
Όταν η ψυχή έχη ταπείνωσι και η αγάπη του Θεού είναι μετριασμένη, τότε σταυρώνει τα χέρια και σκύβει το κεφάλι.
Όταν έρχωνται τα πάθη και νοιώθη ο άνθρωπος την άκρα ταπείνωσι, τότε βάζει τα χέρια πίσω».
Μετά αυτός ο λευκοφόρος γονάτισε και έκλαιγε, όπως αγκαλιάζουμε τα πόδια κάποιου και κλαίμε. Σαν να είχε αγκαλιασμένα τα πόδια του Χριστού και προσευχόταν· μου έδειχνε πως να προσεύχωμαι. Όταν έτσι προσεύχεται ο άνθρωπος, βλέπει τον εαυτό του σαν ένα σκουλήκι, σαν ένα μηδενικό· τότε η ψυχή αισθάνεται μια ανεκλάλητη χαρά και παρηγοριά. Την άλλη μέρα, που πήγα να προσευχηθώ, στεκόμουν τρεις ώρες όρθια, ακίνητη και τα μάτια μου έτρεχαν συνέχεια. Νόμισα ότι πέρασε μόνο ένα λεπτό· δεν καταλάβαινα ότι πέρασε ο χρόνος. Στο τέλος ένοιωθα τέτοια ξεκούραση και ανακούφισι, σαν να είχα κάνει λουτρό. Η προσευχή έχει πολλή χαρά, πολλή ομορφιά, πολλή αγαλλίασι. Στούς μεγάλους πειρασμούς ο Θεός δίνει και πολλή ευλογία. Να προσέξουμε πάρα πολύ την προσευχή, γιατί είναι ένας επίγειος παράδεισος, που παρηγορεί και λαμπρύνει την ψυχή.
Ο,τι παθαίνουμε, το παθαίνουμε από την αμέλειά μας και το στόμα μας. Η υπακοή λαμπρύνει την ψυχή. Η ψυχή αναβιβάζεται στον ουρανό και απολαμβάνει την πνευματική ηδονή εκ της πνευματικής υπακοής. Εμείς, επειδή δεν αφήσαμε το θέλημά μας, το «εγώ» μας, τα στερούμεθα όλα αυτά, ενώ ο Θεός θέλει να μας τα δώση. Ενώ μπορούμε να απολαύσουμε το χορό των Αγγέλων και των Αγίων, τον κόλπο του Αβραάμ, εμείς θα τα βλέπουμε από μακριά, γιατί δεν καταβάλαμε λίγο κόπο, λίγη ταπείνωσι, λίγη υπακοή, λίγη προσευχή.
Τέλος και τω Θεώ δόξα!
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
Από το βιβλίο: “Λόγια καρδιάς”
Ι. Μ. Παναγίας Οδηγήτριας Πορταριάς Βόλου.