Ο Όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης ήταν άνδρας υψηλός, μεγαλόσωμος και ρωμαλέος, τόσο ώστε έσερνε μεγάλους κορμούς δένδρων, δεμένους με ένα σχοινί, όταν εκτίζετο η ιερά και πανσεβάσμιος Μονή της Μεγίστης Λαύρας από τον ίδιον ως ηγούμενο και τους άλλους αδελφούς.
Στην Τράπεζα του μοναστηριού, ο όσιος παρετήρησε ότι ένας από τους αδελφούς τον περιεργαζόταν επιτιμητικά, επειδή, ενώ οι λοιποί μοναχοί έτρωγαν ένα πιάτο φαγητό, εκείνος κατανάλωνε δυο πιάτα.
Κάποιαν ημέρα, ο Όσιος κάλεσε τον συγκεκριμένο μοναχό να συγκαθίσει μαζί του και ζήτησε από τον τραπεζοκόμο να τους φέρει από ένα πιάτο του φαγητού της ημέρας.
Στη συνέχεια, παρήγγειλε και δεύτερο πιάτο, καθώς και τρίτο και τέταρτο. Κι ενώ ο Όσιος κατανάλωνε το ένα μετά το άλλο τα πιάτα, φθάνοντας ως τα επτά, ο μοναχός δεν τελείωσε ούτε καν το τέταρτο.
«Βλέπεις, αδελφέ», του είπε τότε ο ηγούμενος, «τρώγοντας δυο πιάτα εγώ εγκρατεύομαι. Γιατί θα μπορούσα να φθάσω ως τα δώδεκα και να μη σταματήσω στα επτά. Ενώ εσύ δε δυνήθηκες ούτε καν το τέταρτο να τελειώσεις».