«Ο βάλλων λίθον εις ύψος επὶ κεφαλὴν αυτού βάλλει» (Σοφ. Σειρ. 27, 25)
Αγαπητοί μας αναγνώσται! Ίδετε την εικόνα, η οποία δημοσιεύεται εις την σελ. 105;
Κάτω από τον Σταυρόν ζωγραφίζονται δύο άνθρωποι με όλως διαφορετικήν στάσιν απέναντι του Εσταυρωμένου Κυρίου μας.
Ο ένας είναι Χριστιανός Έλλην στρατιώτης.
Αυτός αισθάνεται την Θεότητα, αναγνωρίζει την δύναμιν του Χριστού,
πλησιάζει με μεγάλην ευλάβειαν τον Σταυρόν, γονατίζει και προσεύχεται.
Προσεύχεται δια την γλυκειάν του Πατρίδα, την Ελλάδα,
την οποίαν σταυρώνουν νέοι Άνναι και Καϊάφαι και Πόντιοι Πιλάτοι και Ιούδαι της ανθρωπότητος.
Αλλʼ ενώ ο Χριστιανός Έλλην στρατιώτης προσεύχεται,
κάποιος άλλος με πολιτικήν ενδυμασίαν,
ο οποίος ευρίσκεται μακράν από την φωτιάν και τους καθημερινούς κινδύνους,
τολμά ο άθλιος και ανοίγει το στόμα του και χύνει τον βόρβορον της ακαθάρτου καρδίας του και βλασφημεί τα όσια και ιερά της Πίστεως μας.
Αυτός είναι ο βλάσφημος. Αχάριστος, ασεβής, απολίτιστος, αλλά και παράφρων.
Διότι, όπως ουδείς λίθος τον οποίον ρίπτουν προς τον ουρανόν οι παράφρονες φθάνει τον ήλιον και τα άστρα,
ούτω και ουδεμία βλασφημία την οποίαν εκτοξεύουν τα βέβηλα χείλη των βλασφήμων φθάνει την Θεότητα.
Όλαι αι βλασφημίαι επιστρέφουν εις την γην. Ως λίθοι θα πέσουν επάνω εις την κεφαλήν του βλασφήμου.
Αυτός θα ζημιωθή. Αυτός θα υποστή τας συνεπείας της φρικτής αμαρτίας.
Βλασφημείς λοιπόν αδελφέ; Έγινες παράφρων, ο μεγαλύτερος παράφρων! είναι ως να πτύης και να λιθοβολής τον ήλιον.
Αι βλασφημίαι σου αργά ή γρήγορα θα επιστρέψουν και θα συντρίψουν την κεφαλήν σου,
και θα καταράσαι την στιγμήν, κατά την οποίαν ήνοιγες το βέβηλον στόμα σου δια να βλασφημήσης,
και με αναστεναγμούς θα λέγης˙ Προτιμότερον θα ήτο να εγίνετο σεισμός, να ήνοιγεν η γη να με καταπίη,
παρά να ανοίξω το στόμα μου και να βλασφημήσω τον Πλάστην μου, τον Λυτρωτήν μου, τον Κύριον μου!
Χριστιανέ αναγνώστα! Μη έλθης ποτέ εις την θέσιν του βλασφήμου.
Μη μολύνης τον αέρα της Πατρίδος μας με τας αισχράς φράσεις κατά των Θείων,
αλλά πατών το Ελληνικόν έδαφος, το οποίον έχει γίνει «Κρανίου τόπος» και είναι πλήρες σταυρών μαρτύρων και ηρώων,
γονάτιζε ως ο εκατόνταρχος του Ευαγγελίου προ του Σταυρού του Κυρίου, και λέγε με φλογεράν καρδίαν˙
«Αληθώς συ είσαι ο Θεός μου, ο Λυτρωτής μου. Σε λατρεύω, σε υμνολογώ και σε δοξάζω πάσας τας ημέρας της ζωής μου.
Χάριν σου και των ωραίων ιδανικών σου είμαι έτοιμος να χύσω και την τελευταίαν σταγόναν του αίματος μου,
όπως συ έχυσες το πανάγιον σου Αίμα δια να λυτρώσης εμέ και όλην την ανθρωπότητα εκ της αιχμαλωσίας των δεινών.
Ω Κύριε! Εάν ποτέ σε εβλασφήμησα, τώρα κλαίω και αναστενάζω, πίπτω έμπροσθεν σου,
φιλώ τους παναχράντους σου πόδας και σε παρακαλώ να με συγχωρήσης.
Συ πάντοτε συγχωρείς, και τον μεγαλύτερον αμαρτωλόν, όταν ειλικρινώς μετανοή.
Δέξαι με πλησίον σου. Και όταν απέλθω εκ της προσκαίρου ταύτης γης,
αξίωσον με να είπω δια τελευταίαν φοράν την προσευχήν του μετανοήσαντος ληστού˙
“Μνήσθητί μου, κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῆ βασιλεἰα σου”. Αμήν».
«ΑΝΤΙΒΛΑΣΦΗΜΙΚΟΣ ΑΓΩΝ»
*Βιβλιο Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, σελίδα 125-124