του αρχιμ. Ιακώβου Κανάκη
Ένα θέμα που προκαλεί φόβο και στους πιο δυνατούς είναι ο θάνατος. Είναι μια λέξη που δεν θέλουν ούτε καν να ακούν. Είναι ομολογουμένως μια λέξη θλιβερή.Όμως μήπως τελικά η μνήμη του θανάτου βοηθά στην σωτηρία της ψυχής; Είναι βέβαιο αυτό διότι κρατά τον άνθρωπο χαμηλά, τον κρατά ταπεινό.
Ο θάνατος αποδεικνύει περίτρανα την αλήθεια και την ουσία της επίγειας ζωής,1 που δεν είναι άλλο από φθαρτότητα και ματαιότητα. Έτσι, θα λέγαμε ότι μέσα από την οπτική γωνία του θανάτου, η ζωή έχει μεγάλο νόημα αφού αντιλαμβάνεται κάποιος τι αξίζει και τι όχι. Με την προσέγγιση αυτή λοιπόν η μνήμη του θανάτου είναι πολύ εποικοδομητική.
Όμως και κάπου αλλού είναι σημαντική η μνήμη του θανάτου. Μας θυμίζει την κρίση. Μας θυμίζει ότι θα κριθούμε κάποια στιγμή για ολόκληρη την ζωή μας και αυτό αποτελεί βασική αλήθεια της Πίστης μας. Αν σκεφθούμε έτσι περισυλλέγουμε την σκέψη μας και τις πράξεις μας και αποφεύγουμε αυτά που ξέρουμε ότι μας ζημιώνουν πνευματικά. Κάποιοι ειρωνεύονται την αλήθεια αυτή περί της κρίσης του Θεού και μιλούν για έναν Θεό αγάπης που δεν κρίνει ποτέ. Όμως στο Σύμβολο της Πίστεως οι άγιοι Πατέρες μας είπαν ξεκάθαρα: «Καί πάλι ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς…». Μας κάνει εντύπωση ότι μέχρι και άνθρωποι που λένε ότι δεν πιστεύουν στο Θεό, το βράδυ πριν κοιμηθούν εξετάζουν, ανακρίνουν τον εαυτό τους και προσπαθούν την επόμενη ημέρα να μην επαναλάβουν τα λάθη τους. Εμείς πιο πολύ να κάνουμε αυτό το έργο. Γενικά λέμε ότι η μνήμη του θανάτου βοηθά στο να εξετάζουμε τι είπαμε, τι δεν είπαμε, τι κάναμε και τι δεν κάναμε και με αίσθημα μετανοίας να πλησιάζουμε το Θεό.
Τέλος, για τους χριστιανούς η μνήμη του θανάτου είναι κατάσταση που δεν σχετίζεται με την απογοήτευση ή την κατάθλιψη. Είναι αγώνας και όχι αγωνία! Σκέφτεσαι τον θάνατο χωρίς φόβο αλλά ως προτροπή σε πνευματικό αγώνα. Δεν θα ξεχάσω τον θάνατο ή καλύτερα την κοίμηση ενός αγιασμένου γέροντα των τελευταίων ετών. Πρόκειται για τον γέροντα Ευμένιο Σαριδάκη, έναν ευλογημένο ιερομόναχο, που διακόνησε για πολλά και συναπτά έτη σε νοσοκομείο των Αθηνών. Το βράδυ μετά την κοίμησή του έγινε αγρυπνία στο ναό του νοσοκομείου και είχα την ευλογία να πάω μαζί με άλλους ανθρώπους. Τι βίωμα ήταν αυτό; Αυτό δεν ήταν κηδεία, ήταν πανηγύρι! Καί το εννοώ! Το πρόσωπο νεκρού άστραπτε από φως. Τα πρόσωπα των συγγενών, των φίλων, των πνευματικών τέκνων το ίδιο.
Μιά ανεξήγητη ευφροσύνη στην ατμόσφαιρα. Μιά περίεργη χαρμολύπη στην οποία όμως νικούσε η χαρά. Χαρά γιατί ενώπιόν μας νιώθαμε ότι είχαμε έναν άκόμα άγιο της Εκκλησίας. Ήταν ένας άνθρωπος που συναναστραφήκαμε, του φιλήσαμε το χέρι, λάβαμε την ευλογία του! Καί τώρα αυτός ο άνθρωπος γίνεται εκλεκτός πολίτης του Παραδείσου. Είναι οι στιγμές που καταλαβαίνεις ότι για τον ενάρετο δεν υπάρχει θάνατος. Έτσι εξηγείται και το: « Αν πεθάνεις πριν πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις όταν πεθάνεις»!
Ἀ. Θεοδώρου, Βασική Δογματική Διδασκαλία, Ἀθήνα 2006, σ.299.