Μου διηγείτο ο αιδεσιμολογιώτατος πρεσβύτερος πατήρ Παναγιώτης Κοντόπουλος για κάποιες ευλαβείς γυναίκες, οι όποιες δεν προσεβλήθησαν από τα μικρόβια του τύφου = εγωισμού της ορθολογιστικής Δύσεως.
Υπήρχε μία γριούλα κατάκοιτος. Δεν ήδύνατο να εκκλησιάζεται την Κυριακή.
Όταν όμως άκουε τον γλυκύτατο ήχο της καμπάνας ανασηκωνόταν και καθόταν στο κρεβατάκι της. «Δεν είναι καλόν η εκκλησία να διαβάζει – έλεγε – και εγώ να είμαι ξαπλωμένη».
Η κυρία Αικατερίνα, άλλη ηλικιωμένη γυναίκα, είχε τούς εξής λογισμούς: Άραγε τελείται κανονικά η Θεία Λειτουργία όταν δύο ιερείς μεταξύ τους είναι ψυχραμένοι και ολίγον πριν αντάλλαξαν ψυχρούς λόγους; Τότε, την ώρα καθ’ ην ο ιερεύς εκφωνούσε το «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός…», είδε ένα φωτεινό σύννεφο να σκεπάζει την Αγία Τράπεζα και τούς ιερείς… Βεβαιώθηκε έτσι για την εγκυρότητα και κανονικότητα των μυστηρίων, παρά την οποιαδήποτε πνευματική κατάσταση των λειτουργών ιερέων.
Η γριούλα Χαρίκλεια ήτο εντελώς αγράμματη, αλλά πιστή και ευλαβής. Σέ μίαν εγχείρηση κατά την νάρκωση της, φώναζε δυνατά τα ονόματα διαφόρων ιερέων Πνευματικών: «Πάτερ Λεόντιε, πάτερ Βασίλειε, πάτερ Ιωάννη, ο Θεός να σάς έχει καλά να σώζετε ψυχές». Ενθυμείτο όταν ήταν μικρή κοπελίτσα τον πατέρα Λεόντιον στον άγιο Χαράλαμπο Θεσσαλονίκης και έλεγε πώς όταν λειτουργούσε μιλούσε μέσα στον Ιερόν Βήμα με τούς αγίους.
Για τον ίδιο ιερέα αναφέρει και ο Σεβασμιότατος άγιος Νικοπόλεως Μελέτιος σ’ ένα τεύχος αναφερόμενο στον π. Αγαθάγγελο Μιχαηλίδη με πόση μέθεξη ψυχής διάβαζε τις ευχές της Θείας Λειτουργίας. Ενθυμείτο και τον λαϊκόν ιεροκήρυκα, πρώην στρατιωτικό, ονόματι Νικόλαο Ρέγκο, πνευματικόν τέκνον της συνοδείας των Δανιηλαίων από τα Κατουνάκια του Αγίου Όρους. Αυτή η κατανυκτική ψυχή, ο Ν. Ρέγκος, οσάκις έψαλλε το «Άξιον εστίν…» στην Θεία Λειτουργία δάκρυζε. Κάποιοι μιλούσαν με πολύν σεβασμό για το πρόσωπον του και για θαυματουργικές επεμβάσεις της πυριπνόου προσευχής του.
Μία άλλη ευλαβής γυναίκα, φιλόξενη απειλεί τον άγιο Σπυρίδωνα ότι εάν δεν της στείλει κάποιον άνθρωπο στην οικία της να τον φιλοξενήσει, θα ανοίξει την τηλεόραση!
Μία άλλη Σμυρναία φιλόξενη ψυχή έπρεπε κάθε Σάββατο να μαγειρεύσει ένα περιποιημένο φαγητό σέ μεγάλη ποσότητα και να έπισκεφθή τούς φυλακισμένους των φυλακών της Σμύρνης. Αυτή η γυναίκα, παρ’ ότι είχε πέντε κορίτσια, μεγάλωνε την ορφανή από μητέρα κόρη του αδελφού της. Δεν ξεχώρισε το ορφανό σέ τίποτα. Το προίκισε και το υπάνδρευσε, όπως ακριβώς και τις κόρες της. Όταν εύρίσκετο στην επιθανάτια κλίνη της σηκώθηκε λίγο πριν εκπνεύσει και έλαβε μία στάση σαν να επρόκειτο να μεταλάβει των αχράντων μυστηρίων. Όσοι ήσαν γύρω της είπαν ότι κάποιος άγγελος είχε έλθει να την μεταλάβει.
Υπήρχε μία αγράμματη, αλλά πιστή γυναίκα, η οποία γνώριζε ποιό Ευαγγέλιο έχει το τυπικό της Εκκλησίας μας κατά την επομένη Κυριακή.
Ένας ευλαβέστατος ιερεύς, ο όποιος χαρακτηρίζεται διά την απλότητα του, έλεγε εμπιστευτικώς σέ μία ψυχούλα.
– Όταν αρχίζω την Θεία Λειτουργία και λέγω το «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός…» αισθάνομαι ότι όλα φωτίζονται, όλα λάμπουν και αστράπτουν. Το ίδιο γίνεται όταν λέω το «Πρόσχωμεν τα άγια τοις άγίοις».
Ανθρωπος της αυταπαρνήσεως
Η Ευγενία Ζάκα του Σταύρου (ή Ζάκαινα) είχε καταγωγή Βορειοηπειρωτική από το χωριό Λόγγοι. Έζησε 78 έτη και εκοιμήθη το 1952. Κατωκησε στην Γέφυρα του νομού Θεσσαλονίκης, πλησίον στον Άξιον. Ό εγγονός της είναι ό καλός Σαμαρείτης Σταυρός Νάτσιος, πού μου διηγήθη ταύτα.
Η Ζάκαινα είχε πάντα το σπίτι της ανοικτό για φιλοξενία φαγητού και ύπνου. Ειδικά είχε αδυναμία στους αναπήρους, ορφανούς και πτωχούς. Το 1949 ένα άρρωστο παιδί το έδιωξαν από το σπίτι του. Έπασχε από μεγάλη ασθένεια, (πιθανόν φυματίωση). Αυτή, ως άνθρωπος της θυσίας και της αυταπαρνήσεως, συμμάζεψε το άρρωστο στο σπίτι της. Δεν λογάριασε ότι είχε δώδεκα παιδιά και είκοσι περίπου εγγόνια. Επί πέντε χρόνια περιποιόταν το άρρωστο με ειδική φροντίδα. Με ειδικά φαγητά, παρ’ όλες τις δυσκολίες της εποχής εκείνης. Μέχρις ότου εκοιμήθη μέσα στην μητρική αγκαλιά της. Ή Ζάκαινα υπήρξε γι’ αυτό δεύτερη μάνα.
Ποτέ κακή κουβέντα δεν έβγαλε από το στόμα της. Πάντα έλεγε «έχει ό καλός Θεός. Μη στενοχωρήσθε».
Ένα παιδί της τραυματίσθηκε στον πόλεμο και έμεινε μονόχειρ. Η μάνα Ζάκαινα έλεγε: Το χαλάλησα για την Πατρίδα. Και ό ήρωας γιός της έλεγε στον Στρατηγό του: Στρατηγέ μου προσέφερα το χέρι μου για την Πατρίδα.