Ο μικρός ήταν πολύ κακόκεφος.
Κλείστηκε στο δωμάτιο κι άρχισε να στριφογυρίζει κι όλα τα πράγματα ν΄αναποδογυρίζει. Τις ζωγραφιές από τον τοίχο ξεκολλούσε κι όλα τα παιχνίδια του χαλούσε.
-Θεέ μου… είπε η μαμά τι έχεις πάθει;
-Είμαι ένας ανάποδος και γκρινιάρης μικρός και κανείς δεν με αγαπάει ..είπε ο μικρός.
-Μικρέ μου… είπε η μαμά όπως και να΄σαι,εγώ πάντα θα σ΄αγαπώ.
-Κι αν ήμουνα αρκούδος, πάλι θα με φρόντιζες και θα μ΄ αγαπούσες; ..ρώτησε ο μικρός.
-Φυσικά ..είπε η μαμά.
Εγώ θα σ΄ αγαπώ ότι κι αν γίνει.
-Αν όμως γινόμουν πράσινο έντομο, πάλι θα μ΄αγαπούσες,πάλι θα με αγκάλιαζες και θα με φιλούσες;
-Φυσικά..είπε η μαμά.
Εγώ θα σ΄ αγαπώ ότι κι αν γίνει.
-Ότι κι αν γίνει; ..είπε ο μικρός και χαμογέλασε.
Κι αν ήμουνα κροκόδειλος;
-Θα σε αγκάλιαζα και θα σε αγαπούσα και τη νύχτα θα σου τραγουδούσα..είπε η μαμά.
-Χαλάει ποτέ η αγάπη; ..ρώτησε ο μικρός.
Λυγίζει άραγε και σπάει;
Κι αν ναι,μπορείς άραγε να την κολλήσεις,να τη φτιάξεις κι να τη χτίσεις;
-Α, δεν ξέρω ..είπε η μαμά …το μόνο που ξέρω είναι ότι θα σ΄ αγαπώ για πάντα.
Κι όταν πεθάνουμε και χαθούμε, θα μ΄αγαπάς ακόμη; ..είπε ο μικρός.
Θα υπάρχει ακόμα η αγάπη;
Η μαμά πήρε στην αγκαλιά της τον μικρό και κοίταξαν μαζί από το παράθυρο τον ουρανό.
Το φεγγαράκι έφεγγε ψηλά και τ΄αστεράκια ήταν φωτεινά.
-Κοίτα, μικρέ, τ΄αστεράκια πως λάμπουνε στον ουρανό.
Ξέρεις πως πολλά απ΄αυτά έχουν πεθάνει εδώ και χρόνια πια;
Τα βλέπεις όμως πώς φωτίζουν ακόμα στον ουρανό;
Η αγάπη είναι σαν τ΄ αστέρια: ποτέ δεν πεθαίνει και πάντα φωτίζει.