Αντώνιος (Μπλουμ) Μητροπολίτης Σουρόζ
Μερικές φορές φοβούμαστε ν’ ακούσουμε προσεκτικά κάποιο πρόσωπο, διότι το ν’ ακούσεις σημαίνει ν’ ανταποκριθείς κι όχι μόνο για ένα λεπτό όσο η καρδιά είναι συγκινημένη και με μια περαστική σκέψη αλλά για πάντα.
Με τον τρόπο που ο Χριστός ανταποκρίθηκε στην ανθρώπινη θλίψη και τη φρίκη της στέρησης του Θεού κι έγινε για πάντα άνθρωπος.
Δε σωζόμαστε από το γεγονός ότι αγωνιζόμαστε και πετυχαίνουμε κάποιου είδους αποτέλεσμα, σωζόμαστε από της ψυχής μας τον πόθο που μας τραβά στο ζωντανό Θεό, από την αγάπη που μας τραβά στο Χριστό. Καί όταν ακόμα αποτυγχάνουμε – και αυτό ισχύει και στις ανθρώπινες σχέσεις -δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ακριβώς, όπως και ο Απ. Πέτρος αφού είχε αρνηθεί το Χριστό ήταν ικανός να απαντήσει την τριπλή ερώτησή του, μπορούμε να πούμε: «Κύριε, εσύ γνωρίζεις τάπάντα, γνωρίζεις την ασθένειά μου, τις εκτροπές, την αβεβαιότητα, την αστάθειά μου, γνωρίζεις όμως και ότι σε αγαπώ, ότι αυτό είναι το τελευταίο, το βαθύτατο πράγμα μέσα μου».
Κανείς δεν μπορεί ν’ αγαπά έναν αόρατο Θεό αν πρώτα δε μάθει ν’ αγαπά το συγκεκριμένο, ζωντανό, πραγματικό πρόσωπο το οποίο έχει απέναντί του. Πριν λοιπόν θέσουμε το ερώτημά του πως θα φτάσουμε στο Θεό, ας ρωτήσουμε τους εαυτούς μας ποιά είναι η στάση μας απέναντι στον πλησίον μας· αν η καρδιά μας είναι κρύα, επιφυλακτική και κλεισμένη, αν μας τρομοκρατεί ακόμη και η ιδέα ότι ο πλησίον μας μπορεί να απαιτήσει την καρδιά και τη ζωή μας δεν υπάρχει κανένας λόγος να επιζητούμε συνάφεια με το Θεό. Θα πρέπει πρώτα να μάθουμε το πως ν’ αποκτήσουμε μια καρδιά ζεστή, μια καρδιά ζωντανή, μια καρδιά που να ανταποκρίνεται στον πλησίον μας και η καρδιά εκείνη τότε, ανοιγμένη, με την καθαρότητά της θα δεί το Θεό.
Η αγάπη δε γνωρίζει όρια. Δεν είναι ποτέ δυνατό να πούμε ότι έχουμε αγαπήσει, ότι έχουμε κάνει πράξη την κάθε παρακίνηση της καρδιάς μας, ότι έχουμε αγαπήσει με τρόπο τέλειο γιατί τέλεια αγάπη ήταν εκείνη με την οποία ο Χριστός αγάπησε τους μαθητές Του.
Πρὶν δοκιμάσουμε νὰ ζήσουμε μὲ μόνη βάση τὴν ἀγάπη ἂς κάνουμε μιὰ προσπάθεια, ἂς δοκιμάσουμε νὰ ζήσουμε σύμφωνα μὲ τὸ νόμο, νὰ μὴν παραβλέπουμε δηλαδὴ τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ νόμου: τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν εἰλικρίνεια, ὅλες τὶς ἀπαιτήσεις τῆς φύσης ὅσον ἀφορᾶ τὸν τομέα τῶν σχέσεων ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Τότε μόνο θὰ εἶναι δυνατὸ νὰ φτάσουμε σ’ ἕνα τέτοιο ἀνάστημα, ποὺ ἔχοντας προχωρήσει πέρα ἀπὸ τὸ νόμο θ’ ἀγαπᾶμε μὲ ὅλη μας τὴν καρδιά, μὲ ὅλη μας τὴν ψυχή, ὅλη τὴ δύναμη καὶ τὸ εἶναι μας, μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατό μας.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπέραντη καὶ βαθειὰ καὶ ἀγκαλιάζει τοὺς πάντες. Αὐτὸ τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ ἀλλάξει στὴν ἀγάπη αὐτὴ εἶναι μία κάποια ἐσωτερικὴ ἰδιότητά της: ὁ Θεὸς μπορεῖ ἀγαπώντας νὰ χαίρεται ἤ ἀλλοιώτικα νὰ πληρώνει τὸ τίμημα τῆς ἀγάπης Του πάνω στὸ σταυρό.
Πρέπει νὰ πάρουμε φωτιὰ μὲ ὁλόκληρο τὸ εἶναι μας, μὲ μυαλὸ καὶ καρδιὰ καὶ θέληση καὶ σῶμα καὶ νὰ γίνουμε ἡ καιόμενη βάτος τὴν ὁποία εἶδε ὁ Μωυσῆς νὰ καίγεται ὁλόκληρη χωρὶς νὰ ἀναλίσκεται.
Μόνο ἂν ἡ ἀνθρώπινη ἀγάπη φωτιστεῖ μὲ τὸ θεϊκὸ μυστήριο θὰ πάψει νὰ καταναλίσκει τὸ ὑλικὸ τὸ ὁποῖο τὴν τρέφει. Ἡ θεϊκὴ ἀγάπη καίει, κάνει τὸ κάθε τι μιὰ ζωντανὴ φλόγα, δὲν τρέφεται ὅμως μὲ τὸ ὑλικό της: καταστρέφει αὐτὸ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει στὴν αἰωνιότητα• αὐτὸ ποὺ μένει εἶναι μία καθαρὴ φλόγα ἡ ὁποία μεταμορφώνει τὸν ἄνθρωπο σὲ Θεό.