Μοναχή Θεοδέκτη Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Ανατολή Αγιάς
Με το θέμα, προσπαθεί να ψηλαφήσει κανείς μία πραγματικότητα πράγματι αψηλάφητη από χρόνια: Εδώ κάνουμε αναφορά, στη θέση και την παρουσία της γυναίκας μέσα στην Ορθοδοξία, μέσα σε τούτη, τη χώρα, αλλά και γενικότερα.
Τη μορφή, την εικόνα της γυναίκας, όπως παρουσιάζεται από το Ευαγγέλιο, τον Παύλο, τους Πατέρες της Εκκλησίας, την “εξέλιξη” των νεωτέρων χρόνων και στέκει αντίκρυ, στη μία εκείνη Πάναγνη, που γέννησε το Φως.
Τι συνέβηκε στο πέρασμα των αιώνων και μπήκε τόση καταχνιά ανάμεσα σ’ αυτόν (τον άνδρα), που πρωτοείπε το “οστούν εκ των οστέων μου”, και σ’ εκείνη (τη γυναίκα), που ντύθηκε το μυστήριο της Παναγίας;
Στη Γένεση, όπου γίνεται λόγος για τη δημιουργία του ανθρώπου λέγεται: “άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς”.
Στην καθημερινή τους ζωή πολύ λίγο συλλαμβάνουν, οι άνθρωποι, αναπαριστάνουν μέσα τους και τελικά ζουν, την αληθινή διάσταση αυτής της αρχικής πραγματικότητας. Πολύ λίγο νιώθουν τι σημαίνει άνδρας και τι γυναίκα και πώς τα δυο φυλά πλάστηκαν για να οδεύουν στο ξεπέρασμα του φύλου τους.
Ένας καταρράχτης γεγονότων και πράξεων, ένας πληθωρισμός ύλης και πραγμάτων, λόγων και θεωριών, φλυαρίας και αδιαλλαξίας εξαναγκάζει τα φύλα, τον περισσότερο καιρό, να ζουν ανταγωνιστικά, φθείροντας ή παραμορφώνοντας τη σχέση τους πού τους δόθηκε εξ αρχής, για να την κάνουν κορύφωση κάλλους και έκσταση Αγάπης.
Σήμερα ο άνδρας και η γυναίκα παρουσιάζονται φορτωμένοι αιώνες Ιστορίας, και τα φορτία τους δεν γίνεται να αλαφρύνουν με προσπάθειες, όπου το κάθε φύλο ζητά να καταξιωθεί χωριστά, ερήμην, και, εις βάρος του αλλού, και, όπου η περιβόητη “αυτονομία” του άνδρα ή της γυναίκας μάλλον ολοκληρώνει τη ρήξη ανάμεσα τους, παρά βοηθά στο άνοιγμα ενός φωτερού ορίζοντα, κοινού για τους δύο.
Υπάρχει στις μέρες μας (και βοά), παρά τις επιφανειακές διαχύσεις και τις κοσμοϊστορικές αλλαγές, ένας καταιγισμός μοναξιάς, μία αδυσώπητη αποξένωση ανάμεσα στους ανθρώπους, που σκεπάζεται μόνο χάρη στο μαζικό ρυθμό των σημερινών κοινωνιών.
Οι γυναίκες δε φαίνεται να αντιδρούν σ’ αυτήν την πραγματικότητα, μάλλον την οικειοποιούνται αντιγράφοντας σε πολλά, τα σφάλματα του άνδρα. Ή διατυμπανιζόμενη “ισότητα” μοιάζει να ισοπεδώνει τη ζωή, να καταργεί τις ποιοτικές ή άλλες διαφορές, ή, αντίθετα, να τις διογκώνει σε βαθμό απώλειας.
Όσο περνάει ο καιρός, οι μάσκες στο θέμα “ισότητα”, πρέπει να πέσουν. Πιστοί, και μη πιστοί, πρέπει να τινάξουν από πάνω τους την ύπνωση “του κόσμου τούτου”. Το παιχνίδι της ζωής και του θανάτου -στον άνδρα και τη γυναίκα – παίζεται αλλού, μέσα στην καρδία, στο “καταγώγιο” της ψυχής, και, εκεί χρειάζεται να στραφεί ο νους του ανθρώπου, “της εικόνας του Θεού”για να γνωρίσει τον προορισμό του. Τον προορισμό αυτό, που δεν είναι άλλος από τη “Θέωση” του ανθρώπου, εις το “καθ’ ομοίωσιν”.
Αυτό το “καθ’ ομοίωσιν” επιδιώκει ο μοναχός. “Το μοναστικό ιδεώδες χαρακτηρίζεται από μία αδιάκοπη έφεση προς -ψυχική τελειότητα του ατόμου, και την αγιοσύνη”.
Ο Αριστοτέλης παροτρύνει τους συγχρόνους του, να έχουν υψηλό φρόνημα και να προσβλέπουν προς τα αιώνια και, αθάνατα πράγματα.
Ο άνθρωπος, αν και χοϊκός, έχει μέσα του τη μεγάλη κλήση τού να γίνει ίδιος με τον Πλάστη, “κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν”. Η “προσδοκία” του Συμβόλου της Πίστεως, προσδιορίζει τις διαστάσεις και το περιεχόμενο του ιδεώδους τού προορισμού του ανθρώπου. Ουσία του μοναχικού ιδεώδους είναι η μέθεξη του ανθρώπου στην ενεργοποιό δύναμη του Θεού.
Ο μοναχισμός είναι θεόσδοτος θεσμός, κατοχυρωμένος Αγιογραφικά. Η Εκκλησία με το θεσμό του γυναικείου μοναχισμού έδωσε τη δυνατότητα (στη γυναίκα) μιας ολοκληρωτικής πνευματικής ισοτιμίας με τον άνδρα και επιπρόσθετα, την ευκαιρία μιας έμπρακτης και κοινωνικής ισοτιμίας. Η ασκήτρια, η μοναχή, είναι απαλλαγμένη από την προστατευτική και συχνά ασφυκτική κηδεμονία του άνδρα. Δεν είναι υποχρεωμένη να αναλώνεται μόνο σε οικιακές φροντίδες. Εργάζεται για να συντηρεί τον εαυτό της και. να προσφέρει στο σύνολο, και μπορεί πλέον, να συναγωνίζεται τον άνδρα στην επίτευξη της αρετής και την καλλιέργεια προσωπικής πνευματικής ζωής.
Σήμερα κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τη δυναμικότητα του γυναικείου μοναχισμού, τη μεγάλη προσφορά του, τόσο στο μοναστικό κίνημα, όσο και στο κοινωνικό σύνολο. Ιδιαίτερα, όταν ο ανδρικός μοναχισμός βρισκόταν σε ύφεση και παρακμή, πού οφειλόταν σε πολλά αίτια, το ρεύμα του γυναικείου μοναχισμού τόνωνε το κοινό αίσθημα. Με την ίδρυση νέων γυναικείων μοναστηριών και την αθρόα προσέλευση γυναικών σ’ αυτά, δόθηκε νέα πνοή και άνθηση στο γυναικείο μοναχισμό και το μοναχισμό γενικότερα.
Από το Β’ αιώνα έχουμε αφιερωμένες γυναίκες στο Χριστό με πλούσιο πνευματικό και κοινωνικό έργο. Τον Δ’ αιώνα πληθύνονται τα Γυναικεία Μοναστήρια και αναπτύσσεται ένα κύμα, μία τάση πνευματικής άσκησης. Πλειάδα αγίων ασκητριών και μοναζουσών από τότε μέχρι τις ήμερες μας, κατεγλάισαν την Εκκλησία μας. Μεγάλες Γυναικείες αδελφότητες μοναστικές, παρουσίασαν πλούσια εθνικοκοινωνική δράση.
Σήμερα ο “Γυναικείος Μοναχισμός” βρίσκεται στην επικαιρότητα. Παλαιές μονές ανακαινίζονται και νέες ιδρύονται. Νέες και ώριμες φλογερές υπάρξεις, με περίσσεια πίστη, πλούσια κοινωνική εμπειρία, εξαιρετική μόρφωση προσέρχονται στο μοναστικό βίο.
Οι μοναχές εντός των Ιερών Μονών διεξάγουν “τον αγώνα τον καλόν” και με αδιάλειπτη προσπάθεια διατρανώνουν την αλήθεια της Πίστεως. Ο στολισμός της μοναστικής ζωής εντός της Ορθοδοξίας υπήρξε, και πάντοτε οφείλει να είναι “ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος”, ο οποίος για την αγάπη του Χριστού, θυσιάζει τα πάντα, προς δόξαν Θεού, και για το καλό του πλησίον Με τη συνέπεια στα μοναχικά καθήκοντα, με τη συμβολή στις ιεροτελεστίες, με τη φιλοξενία, με τη συμπαράσταση προς τους έχοντας ανάγκη αδελφούς και με την εν γένει εκπλήρωση κάθε αποστολής εντός και εκτός Μονής, που του ανατίθεται, ο γυναικείος μοναχισμός ανταποκρίνεται στην κλήση του, με τέλεια αυταπάρνηση.
Στις γυναίκες και στους άνδρες, και για το θέμα “ισότητα” ή, καλύτερα, “ισοτιμία”, ο γυναικείος μοναχισμός έχει να επαναλάβει, το του Απ. Παύλου: “ουκ ένι άρσεν και θήλυ … αλλά πάντες ΕΙΣ εν Χριστώ” (Γαλ.3,28) και να ευχηθεί εις πάντας το “αγαπήσωμεν αλλήλους ίνα εν ομονοία ομολογήσωμεν…”, Αμήν.