ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Με λόγια γεμάτα θεολογικό βάθος και αναστάσιμη ελπίδα, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ. Θεόφιλος Γ΄ δημοσίευσε το Πασχαλινό μήνυμα για το Άγιο Πάσχα 2025, από τον Πανάγιο Τάφο, τον τόπο της Ανάστασης του Χριστού.
«Εν χαρά ανεκλαλήτω και πεπληρωμένη, εν ευχαριστία και δοξολογία προς τον υπεράγαθον Θεόν ημών, η αγία του Χριστού Εκκλησία εορτάζει […] το μυστήριον της εκ νεκρών Αναστάσεως», αναφέρει ο Πατριάρχης, επισημαίνοντας το υπερφυές γεγονός της σωτηρίας που αποκαλύπτεται μέσα από τον Σταυρό και την Ανάσταση του Κυρίου.
Ο Πατριάρχης υπενθύμισε τη νίκη του Χριστού επί του θανάτου, σημειώνοντας πως «ο διάβολος […] ηπατήθη, “συνήντησε Θεόν κρυπτόμενον ανθρωπίνη φύσει”». Ο Χριστός «ζωοποιήσας ως Θεός το ίδιον Αυτού σώμα», θραύει τις σφραγίδες του μνήματος και ανασταίνεται, καταργώντας τη δύναμη του Άδη: «Χριστός εγερθείς εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο».
Ο Πατριάρχης Θεόφιλος αναφέρεται ακόμη στη θεοφάνεια του Αναστάντος Κυρίου στους μαθητές και στις μυροφόρες γυναίκες: «Ο Αναστάς Κύριος απήντησε ταις μυροφόροις λέγων “χαίρετε” […] μετέδωσεν αυτοίς την ειρήνην Αυτού και επέδειξεν αυτοίς τας χείρας και την πλευράν Αυτού».
Η Ανάσταση, σύμφωνα με τον Πατριάρχη, δεν είναι ένα παρελθοντικό γεγονός αλλά ζώσα εμπειρία που συνεχίζεται στην Εκκλησία και στα Ιερά Μυστήρια: «Η Εκκλησία […] μεταδίδει το Σώμα και το Αίμα Αυτού το Άγιον εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν την αιώνιον».
Και κλείνοντας, το μήνυμα καταλήγει με την αναστάσιμη προτροπή από την ίδια την Ιερουσαλήμ, την Πόλη της Ανάστασης: «Χριστός ανέστη εκ νεκρών, προσκυνούμεν Αυτού την τριήμερον έγερσιν»
Ακολουθεί το πλήρες μήνυμα του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Θεοφίλου Γ΄:
Εν χαρά ανεκλαλήτω και πεπληρωμένη, εν ευχαριστία και δοξολογία προς τον υπεράγαθον Θεόν ημών, η αγία του Χριστού Εκκλησία εορτάζει κατά την «σωτήριον ταύτην και φωταυγή νύκτα» το μυστήριον της εκ νεκρών Αναστάσεως του Ιδρυτού αυτής, Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Εορτάζει το γεγονός ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο «εν αρχή Λόγος και Θεός Λόγος» (Ιω. 1,1), «σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» (Ιω. 1,14). Γέγονε εν Αυτώ κατά Αθανάσιον τον Μέγαν (PG 77, 571Α) «σύνοδος δύο πραγμάτων ανομοίων κατά την φύσιν, Θεότητος και ανθρωπότητος». Εν τη προσληφθείση δε σαρκί Αυτού, ευδοκία του Πατρός, εκ φιλανθρωπίας άκρας, εδέχθη εκουσίως θάνατον υπέρ ημών και δή θάνατον σταυρού επί Ποντίου Πιλάτου.
Το «θεήρρυτον αίμα Αυτού εξέχεεν «έξω της πύλης» (Εβρ. 13,12), της εγγύς ημών, και ετάφη εν τώ μνημείω τούτω, εν ώ τελείται την ώραν ταύτην η θεία Ευχαριστία υπό Σιών της Αγίας, «τής δεξαμένης πρώτης άφεσιν αμαρτιών διά της Αναστάσεως». Εσταυρώθη και ετάφη «καί μετά ανόμων ελογίσθη». Ο «τάφος ησφαλίσθη και ο λίθος αυτού εσφραγίσθη μετά της κουστωδίας» (Ματθ. 27,66).
Ουχ ήττον ο θάνατος ουκ έσχεν εξουσίαν επ’ Αυτού, «παρέμεινεν εν τάφω σωματικώς, εν Άδου δε μετά ψυχής ως Θεός, εν Παραδείσω δε μετά Ληστού και εν Θρόνω μετά Πατρός και Πνεύματος, πάντα πληρών ο απερίγραπτος». Ο διάβολος ενόμισεν ότι προσέλαβε κοινόν θνητόν, ίνα καταπίη αυτόν μετά των άλλων απ’ αιώνων κεκρατημένων κατόχων αυτού, αλλά ηπατήθη, «συνήντησε Θεόν κρυπτόμενον ανθρωπίνη φύσει» κατά τον ιερόν Χρυσόστομον. (PG 57,25). «Διέμεινε αθάνατος και ακράτητος του θανάτου διά την Θεότητα ως απαθής του Πατρός δύναμις», «ζωοποιήσας ως Θεός το ίδιον Αυτού σώμα» κατά Κύριλλον Αλεξανδρείας (PG 76, 1212 & 3120). Έθραυσε τας κλείς του θανάτου και τας σφραγίδας του μνήματος και ανέστη εκ νεκρών τριήμερος ως νικητής του θανάτου. «Ο Άδης επικράνθη, επικράνθη και γάρ ενεπαίχθη, επικράνθη και γάρ κατηργήθη. Έλαβε σώμα και Θεώ περιέτυχεν. Χριστός εγερθείς εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο». Εσύλησε εκ του Άδου τους δεσμώτας αυτού και εισήγαγεν πάλιν εις τον Παράδεισον, μάλιστα πρώτον τον ευγνώμονα Ληστήν, τον θεολογήσαντα διά του «μνήσθητί μου Κύριε όταν έλθης εν τη βασιλεία Σου». (Λουκ. 23,42)
Το υπερφυές μυστήριον τούτο ο Θεός εφανέρωσεν εις τους ανθρώπους διά πολλών σημείων. «Ιδού σεισμός εγένετο μέγας» (Ματθ. 28,2), «καί άγγελος Κυρίου εξ ουρανού κατελθών απεκύλισε τον λίθον του μνήματος και εκάθητο επάνω αυτού», και έλεγεν εις τας μυροφόρους γυναίκας, «οίδα ότι Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένον, ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε, ίδε ο τόπος όπου έθηκαν Αυτόν», (Ματθ. 28, 2-6).
Την αγγελικήν οπτασίαν επεσφράγισεν η Θεανθρωπίνη παρουσία του Αναστάντος Χριστού εν τώ αφθάρτω, δεδοξασμένω και τεθεωμένω σώματι Αυτού, μετά των τύπων των ήλων εις τας χείρας και τους πόδας και της λογχευθείσης πλευράς. Ο Αναστάς Κύριος απήντησε ταις μυροφόροις γυναιξί λέγων «χαίρετε» (Ματθ. 28, 9). «Ούσης δε οψίας τη ημέρα εκείνη τη μια των Σαββάτων, εισήλθεν εις τον τόπον, ού ήσαν συνηγμένοι οι μαθηταί των θυρών κεκλεισμένων» (Ιω. 20, 19), «μετέδωσεν αυτοίς την ειρήνην Αυτού και επέδειξεν αυτοίς τας χείρας και την πλευράν Αυτού, ενεφύσησεν αυτοίς Πνεύμα Άγιον, έδωκεν εξουσίαν αφέσεως αμαρτιών» (Ιω. 20, 21-23), «τήν ολιγοπιστίαν του Θωμά μετέβαλεν εις πίστιν βεβαίαν» (Ιω. 20, 26, 27). «Ωσαύτως ηυλόγησε τον άρτον της Ευχαριστίας εν τη πορεία προς Εμμαούς μετά Λουκά και Κλεόπα» (Λουκ. 24, 30). «Επίσης σταθείς εν μέσω αυτών διεβεβαίωσεν αυτούς ότι έχει σάρκα και οστέα και λαβών ενώπιον αυτών έφαγεν ιχθύος οπτού μέρος» (Λουκ. 24, 42-43) «καί παρέδειξεν Εαυτόν ζώντα εν πολλοίς τεκμηρίοις δι’ ημερών τεσσαράκοντα, οπτανόμενος αυτοίς» (Πράξ. 1,3), «ότε και ανελήφθη εις ουρανούς» (Πράξ. 1,9), των μαθητών ορώντων και εκάθισεν εκ δεξιών του Θεού την προσληφθείσαν ανθρωπίνην φύσιν ημών και εθέωσεν αυτήν. Ούτω επληρώθη η οικονομία του Θεού διά την σωτηρίαν ημών.
Από δε του θρόνου της δόξης Αυτού παρά τώ Πατρί απέστειλεν, ως υπέσχετο εις τους μαθητάς Αυτού, άλλον Παράκλητον. Απέστειλε παρά του Πατρός, το Πνεύμα Αυτού το Άγιον, τον φωτισμόν και την δύναμιν Αυτού. Διά των δώδεκα «εσαγήνευσε πάσαν την οικουμένην». Δι’ αυτών εγκατέστησε την Εκκλησίαν, ηδραίωσεν αυτήν εις τον κόσμον, διά να επιτελή το έργον Αυτού, της διακονίας, συνδιαλλαγής, ενότητος και σωτηρίας των ανθρώπων. Η Εκκλησία κηρύττει, κατηχεί, βαπτίζει, επιτελεί το μυστήριον της θείας Ευχαριστίας και μεταδίδει το Σώμα και το Αίμα Αυτού το Άγιον εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν την αιώνιον.
Τούτο το έργον τελεί επί των Αγίων Τόπων η Μήτηρ των Εκκλησιών, Σιών η Αγία, καθ’ εκάστην επί του ζωοποιού μνήματος του Χριστού, εκ του οποίου Ούτος ανέθορεν. Εξ αυτού ευλογεί το ποίμνιον αυτής όπου γης και τους ευλαβείς προσκυνητάς, τους προστρέξαντας «εκ δυσμών και θαλάσσης και βορρά και εώας», αναφωνούσα «Χριστός ανέστη εκ νεκρών, προσκυνούμεν Αυτού την τριήμερον έγερσιν».
ΘΕΟΦΙΛΟΣ Γ΄
Πατριάρχης Ιεροσολύμων