Με μία 31 σέλιδη επιστολή, στα ελληνικά και στα αγγλικά, με όλο το ιστορικό και με τα γεγονότα που έπληξαν το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων προ 8 ετίας, ο έγκλειστος σήμερα στο κελί του στους Αγίους Τόπους, Πατριάρχης Ιεροσολύμων Ειρηναίος ζητάει σύγκληση Πανορθοδόξου Συνόδου για να αναγνωρίσει ως ανυπόστατη την εκθρόνισή του το 2005 και να δρομολογήσει την επάνοδό του στον Πατριαρχικό Θρόνο.
Διαβάστε την επιστολή:
ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ GREEK ORTHODOX PATRIARCHATE
ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ JERUSALEM
—– —–
Αριθμ. Πρωτ. 76
Άγιοι Προκαθήμενοι των λοιπών Πρεσβυγενών
Καί λοιπών Πατριαρχείων
Καί των κατά τόπους Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών:
Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας,
Ρωσσίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας,
Κύπρου, Ελλάδος, Πολωνίας, Αλβανίας, TσεχοΣλαβακίας,
Εν Αδελφική Αγάπη Υμάς περιπτυσσόμενοι, ηδέως προσαγορεύομεν.
Ευλογητός ο ενιαυτός του Κυρίου επί τω Νέω Σωτηρίω έτει 2013!
ΑΓΙΟΙ ΠΡΟΚΑΘΗΜΕΝΟΙ,
Εκ της Αγίας Πόλεως Ιερουσαλήμ, της υπό του Κυρίου προσλαληθείσης: «Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, η αποκτείνουσα τους προφήτας και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς αυτήν, ποσάκις ηθέλησα επισυναγαγείν τα τέκνα σου, ον τρόπον όρνις επισυνάγει τα νοσσία αυτής υπό τας πτέρυγας, και ουκ ηθελήσατε» (Ματθ. 23, 37),
Εκ των κεκλεισμένων έξωθεν θυρών του Ημετέρου Πατριαρχικού κελλίου,
A. Ήχθημεν εις την απόφασιν
1. Της μεθ’ Υμών εκ νέου επικοινωνίας, μετά τα αποσταλέντα Πατριαρχικά Ημών Γράμματα, προ και μετά την Πανορθόδοξον εν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδον της 24ης Μαίου 2005, προς Υμάς ή τους Αγίους Προκατόχους Πέντε εξ Υμών,
2. Καί το από 15 Σεπτεμβρίου 2010 Διάγγελμα προς πάντα Ηγέτην καλής θελήσεως,
3. Παριππευσάσης ήδη πενταετίας από του ακουσίου τούτου εγκλεισμού Ημών, εγγιζούσης δε οκταετίας από της συγκλήσεως της ανωτέρω Συνόδου, συναλγούντες τω Κυρίω περί του Ημετέρου Πατριαρχείου.
4. Διά της παρούσης, ούτω, προσβλέπομεν, μετά ψύχραιμον, διακριτικήν, κανονικήν και ευθύδικον στάθμισιν της λαμπούσης σήμερον, ευδοκία Θεού, αληθείας, εις άρσιν της προσγενομένης εις το πρόσωπόν μας αδικίας και απόδοσιν Δικαιοσύνης, ουχί λόγοις απλοίς, αλλ’ εμπράκτως, διά contrarius actus, δηλαδή του συνόλου Υμών και ουχί μόνον του πειθαναγκασθέντος ημίσεος ακριβώς, όπερ κατεδίκασεν Ημάς την 24/5/2005 δι’ αντιθέτου αποφάσεως.
5. Χρέος μένον, η αναφορά κατ’ αρχάς εις την ημέραν εκείνην, καθ’ ην η Πανορθόδοξος εν Φαναρίω Σύνοδος, συγκληθείσα, ασφαλώς ουχί παγιδευτικώς, ως απλή Διάσκεψις, των Εκκλησιών, αναιτιολογήτως, αντικανονικώς και παρά τα νόμιμα, «έτρεψεν» εαυτήν κατά βούλησιν αρχικώς εις Σύνοδον, αλλ’ αυθαιρέτως εις Δικαστήριον, και, ψήφοις επτά υπέρ, τεσσάρων κατά (Αντιοχείας, Ιεροσολύμων, Γεωργίας, Πολωνίας) και τριών Εκκλησιών απουσών (Σερβίας, Βουλγαρίας, ΤσεχοΣλαβακίας), δηλαδή ούτε καν την στοιχειώδη πλειοψηφίαν έχουσα των συναρμοδίων δέκα τεσσάρων Εκκλησιών, πράγμα, το οποίον δεν θα ηδύνατο και δεν θα εδικαιούτο να πράξη ούτε διά παμψηφίας,
6. Ήχθη, ως σύνοδος, τραπείσα εις δικαστήριον, δικαιοδοτούσα και δικάζουσα, εις πρωτοφανούς ακυρότητος απόφασιν, ορίσασαν διά του ημίσεος μόνον των Ορθοδόξων Εκκλησιών τα κάτωθι:
7. «Ανακοινωθέν της εν Φαναρίω Συνόδου των Προκαθημένων των κατά τόπους Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών και Εκπροσώπων αυτών (24/05/2005).
Η Σύνοδος των Προκαθημένων των κατά τόπους Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών και Εκπροσώπων αυτών (των Εκκλησιών Σερβίας, Βουλγαρίας και Τσεχικών Χωρών και Σλοβακίας μη δυνηθεισών να εκπροσωπηθούν), συνελθούσα εν τω Πανσέπτω Πατριαρχικώ Ναώ του Φαναρίου, κατόπιν προσκλήσεως της Α. Θ. Παναγιότητος, του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, την 24ην Μαίου 2005, συνεσκέφθη επί της δημιουργηθείσης επ’ εσχάτων εν τη Εκκλησία Ιεροσολύμων καταστάσεως, και κατόπιν μακρών διαβουλεύσεων ήχθη εις την απόφασιν να απευθύνη αδελφικήν έκκλησιν προς τον Μακ. Πατριάρχην Ιεροσολύμων κ. Ειρηναίον όπως οικειοθελώς υποβάλη την παραίτησιν αυτού.
Τούτο εζήτησεν η Σύνοδος μη συνελθούσα ως δικαστήριον ως θυσιαστικήν πράξιν προς ειρήνευσιν της Εκκλησίας.
Τού Μακ. Πατριάρχου κ. Ειρηναίου αρνηθέντος να δεχθή τούτο, η Σύνοδος των Προκαθημένων απεδέχθη έναντι τριών επεχόντων την απόφασιν της πλειοψηφίας της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων περί αποκηρύξεως του Πατριάρχου αυτών, όπερ συνεπάγεται την διαγραφήν του ονόματος αυτού εκ των Ορθοδόξων Διπτύχων».
8. Ενώ ελλείπουν κριτήρια στοιχειώδους νομιμότητος, ωστόσο η Πανορθόδοξος Σύνοδος «εξηκρίβωσε» την πλειοψηφίαν του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και υιοθέτησεν αυτήν. Διότι οι 35 επί 100 δεν αποτελούν πλειοψηφίαν. Ούτε εγνώριζον τα μέλη της Π.Σ. την διέπουσαν το Πατριαρχείον Ιεροσολύμων νομιμότητα. Ούτε εγνώριζον, αν η δήθεν πλειοψηφία ήτο πραγματική και secundum leges ή ήτο σκευώρημα μικράς μερίδος εν φατρία προς άνομον σκοπόν λειτουργούσης. Ουδέν περί αυτών διαλαμβάνεται σχετικώς εις όποια πρακτικά.
ΑΓΙΟΙ ΠΡΟΚΑΘΗΜΕΝΟΙ,
Β. Πέραν των γεγονότων:
1. Της αρχικής συγκλήσεως της Πανορθοδόξου «ως Διασκέψεως» , και ουχί ως Συνόδου, ως κατωνομάσθη εκ των υστέρων εις εκδοθέν ανακοινωθέν του Οικουμενικού Πατριαρχείου,
2. Της μη συνθέσεώς Της ως δικαστικής αρχής κρίσεως της Ημετέρας Μετριότητος, κατά ρητήν αναφοράν εν τω προμνησθέντι σώματι του Ανακοινωθέντος Αυτής, εν τη πράξει όμως συγκλήσεώς Της, ένεκα αποκηρύξεως της Ημετέρας Μετριότητος υπό 35 Αγιοταφιτών, ίνα καταστώμεν ενώπιόν Της υπό δίκην, ως αναγράφεται εις το κείμενον αποκηρύξεως: «Διά του παρόντος, όθεν, αποκηρύττομεν τον Πατριάρχην κ. Ειρηναίον, καθιστώντες Αυτόν υπόδικον ενώπιον Μείζονος Συνόδου», συνεπώς της άνευ εκκλησιαστικής δίκης κρίσεως Ημών καθ᾿ όλην την διαδικασίαν εκθρονίσεώς μου, αποκηρυχθείσης ήδη της Ημετέρας Μετριότητος, προ του καταστήναι με υπό δίκην ενώπιόν Σας!, όπερ άτοπον και παράλογον. Δηλοί όμως την πραγματικότητα, ήτοι την ατέρμονον αναζήτησιν, εκ μέρους της ελλειπούσης πλειοψηφίας, νομίμου βάσεως και διαδικασίας προς κάλυψιν της ατελείας και αλυσιτελείας της να επιβληθή νόμω τε και ουσία.
3. Της ελλειμματικής, κατά την καλήν πίστιν και την χρηστήν Διοίκησιν, προβληματικής πλειοψηφίας – καθ’ όσον τέσσαρες Εκκλησίαι διεφώνησαν, ενώ ήδη τρεις απείχον, δηλώσασαι, ευγενώς ευελπιστούσαι εις μη πραγμάτωσιν της Πανορθοδόξου, ότι «δεν προελάμβανον καν να μελετήσωσι το διαβουλευθέν θέμα» – γεγονός το οποίον
4. καθιστούσε υποχρεωτικήν την αναβολήν, ώστε να παύση η δικαίως κρατούσα άποψις περί ειλημμένης ήδη κατ’ εμού αποφάσεως (η γυναίκα του Καίσαρος δέον είναι και φαίνεσθαι αγνήν),
5. Ήτις ωδήγησεν εις επιβολήν, ως παρά Δικαστηρίου, ανυπάρκτου, νόμω και πράγματι, ποινής καθ’ Ημών, μη θεμελιούσης, λόγω του χαρακτήρος αυτής ως απλού διοικητικού μέτρου, μη θίγοντος την αυτοτέλειαν και το αυτοδιοίκητον της Ιεροσολυμιτικής Εκκλησίας, έκπτωσιν ή καθαίρεσιν Ημών υπό της εκμεταλλευθείσης αυτήν Ιεροσολυμιτικής φατρίας.
6. Άλλωστε, είναι γνωστόν τι συνέβη με τον Μακαριστόν Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χριστόδουλον, και τον Μακαριστόν Πατριάρχην Ιεροσολύμων Διόδωρον, οι οποίοι, παρά την διαγραφήν των από τα Δίπτυχα, διετήρησαν την θέσιν των, διότι τούτο αφορά εις την έναντι Ημών στάσιν εκάστης εκ των 7 κατ’ εμού πειθαναγκασθεισών εκκλησιών, κυρίως δ’ όμως
7. Της ασφυκτικής πιέσεως, πολιτικών τότε παραγόντων της Ελληνικής Κυβερνήσεως, πρωτίστως προς έτερα Πατριαρχεία και Εκκλησίας, περί εξαναγκαστικής παραιτήσεως Ημών (οράτε την έκθεσιν της αντιπροσωπείας του Οικουμενικού Πατριαρχείου σελ. 1 και 2 και δη εις το σημείον: «Κατά την διέλευσιν ημών εκ του αερολιμένος των Αθηνών προσήλθε και εχαιρέτισε την Πατριαρχικήν Αντιπροσωπείαν ο Εξοχ. Υφυπουργός επί των Εξωτερικών κ. Παναγιώτης Σκανδαλάκης … Η αυτού Εξοχότης εξέθεσεν ημίν την θέσιν της εντίμου Ελληνικής Κυβερνήσεως επί του ανακύψαντος και διχάσαντος την τε Αγιοταφιτικήν Αδελφότητα και την εν γένει Σιωνίτιδα Εκκλησίαν ζητήματος… και είπεν … ότι στόχος της Πατριαρχικής Αντιπροσωπείας θα έδει να είναι η παραίτησις του Πατριάρχου Ειρηναίου, προς τον οποίον η Ελληνική Κυβέρνησις θα αποδώση τας προσηκούσας τιμάς, επίδομα και κατοικίαν εν περιπτώσει οικειοθελούς αποχωρήσεως Αυτού»!), καθώς και
8. Της Παρουσιάσεως υπό μέρους 35 Αγιοταφιτών, ενώπιον της Πανορθοδόξου Συνόδου, ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ιδιαιτέρως μάλιστα, ότι τόσον ο Βασιλεύς της Ιορδανίας όσον και ο Πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής είχον ήδη άρει την αναγνώρισίν Των εξ Ημών, ενώ το αληθές είναι, ότι
9. Ο μεν Βασιλεύς ήρε την αναγνώρισιν Ημών εις τας 13 Ιουνίου 2005 (κατόπιν τηλεφωνήματος του άλλα ενδιαφέροντα έχοντος εις το Πατριαρχείον κ. Κ. Μητσοτάκη και της οικογενείας του),
10. Ο δε Πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής εις τας 13 Ιουλίου 2005, αν και το Υπουργικόν Συμβούλιον της Παλαιστινιακής Αρχής επεκύρωσεν εις την σύγκλησίν του εις τας 7 Ιουνίου 2005 την τελικήν έκθεσιν της Νομικής Επιτροπής του Υπουργικού Συμβουλίου, κατά την οποίαν το Πόρισμά της της ηθώωνε την Ημετέραν Μετριότητα.
11. Σημειούμεν, ότι ο κ. Σκανδαλάκης ουδέν εγνώριζεν, ούτε ήτο εις θέσιν να κατανοήση, διά ποίον πράγμα εγένετο η μακρά συνεργασία, εκτελούντος απλώς εντολάς του κ. Μητσοτάκη και της θυγατρός του , εχόντων ιδικάς των επιδιώξεις εις το Πατριαρχείον.
12. Τούτ’ έστιν, η άρσις της αναγνωρίσεως της Ημετέρας Μετριότητος υπό των ανωτέρω Πολιτικών Αρχηγών εγένετο μετά παρέλευσιν ενός και δύο μηνών αντιστοίχως από της ημέρας συγκλήσεως και ανακοινώσεως της αποφάσεως της Πανορθοδόξου Συνόδου,
13. Ο λόγος δε, όστις συνέβαλεν άμεσα εις την διενέργειαν ταύτης της πράξεώς των, εθεμελιούτο τόσον εις το περιεχόμενον της ανωτέρω ανυποστάτου αποφάσεως της Συνόδου των Εκκλησιών, όσον και εις τας πιεστικάς παρεμβολάς της Ελληνικής Κυβερνήσεως, μέσω παρεμβάσεων του τότε κατευθυνομένου παντελώς αδαούς περί τα θέματα ταύτα Υφυπουργού Εξωτερικών της Ελλάδος Π. Σκανδαλάκη προς τον ίδιον τον Πρόεδρον της Παλαιστινιακής Αρχής Μαχμούτ Αμπάς, αυτοπροσώπως,
14. Αλλά και διά της Ελληνίδος Προξένου εις Ιερουσαλήμ Ελένης Σουρανή,
15. Καί του εξ Αθηνών, απολύτως ασχέτου και ξένου προς την Εκκλησίαν, Δικηγόρου Αλεξάνδρου Λυκουρέζου, ικανώς πληρωθέντος και μη εξοφληθέντος υπό επιστρατευσάντων τούτον συγκεκριμένων Αγιοταφιτών, καταδεδικασμένου ήδη, κατά πρόδηλον λειτουργίαν του πνευματικού νόμου, πρωτοδίκως, υπό του Εφετείου Κακουργημάτων, όστις και ελάμβανε μέρος, χωρίς να αντιλαμβάνεται περί τίνος πρόκειται, εντολοδόχος ων του προμνησθέντος Υφυπουργού, εις τας «Συνοδικάς» διαδικασίας απομακρύνσεως Ημών και εγκαταστάσεως νέας διοικήσεως εν τω καθ’ ημάς Πατριαρχείω. Απερίγραπτον τούτο το θλιβερόν θέαμα της πολιτικής καταπτώσεως και διαπλοκής εις τα του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων.
Γ. Ως προς την περί αποκηρύξεως απόφασιν «της πλειοψηφίας της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων», παρατηρητέα τα ακόλουθα:
1. Υπεγράφετο, ότε αύτη εδόθη Ημίν, υπό 35 κληρικών και μοναχών της Αγιοταφιτικής Αδελφότητος επί συνόλου 100, περί της οποίας σημειούμεν, ότι
2. Η συλλογική πράξις πατέρων της Αγιοταφιτικής Αδελφότητος του καθ’ Ημάς Πατριαρχείου, διά την σύνταξιν και υπογραφήν κειμένου αποκηρύξεως Ημών, του κανονικού και νομίμου Πατριάρχου αυτών τε και του Θρόνου της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, έπασχε και πάσχει απόλυτον ακυρότητα (αταλάντευτος η ακατάλυτος νομική αρχή «quod nullum est, nullum producit effectum), εις βαθμόν, ο οποίος την καθιστά ανυπόστατον, ανύπαρκτον, μη δυναμένην νόμω να θεμελιώση καμμίαν συνέπειαν και αποτέλεσμα, τόσον διά τυπικούς όσον και δι’ ουσιαστικούς λόγους, ήτοι
3. «Οι Σεβασμιώτατοι Επίσκοποι της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων εύρηνται εν ειδική θέσει. Ούτοι δεν είναι Επίσκοποι έχοντες ενεργόν και υπεύθυνον το επισκοπικόν καθήκον. Ούτοι είναι τιτουλάριοι Επίσκοποι προωρισμένοι να βοηθώσι τω Πατριάρχη, δύο μεν εξ αυτών εν τοις ποιμαντορικοίς αυτού καθήκοσι, οι δε λοιποί εν τοις τελετουργικοίς αυτού καθήκοσι. Ούτοι δεν αποτελούσι πράγματι το διοικητικόν σώμα της Εκκλησίας. Το διοικητικόν σώμα της Εκκλησίας είναι ο Πατριάρχης εν Συνόδω και η Σύνοδος σύγκειται εξ επτά Επισκόπων και εννέα Αρχιμανδριτών, οίτινες ως μέλη της Συνόδου είναι ίσοι προς τους Επισκόπους ».
4. Η έκκλησις, επί τη βάσει του κειμένου της αποκηρύξεως Ημών προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και τας άλλας Εκκλησίας, εγένετο υπό μειοψηφικής, εν ανταρσία, μερίδος της Εκκλησίας μόνον.
5. Ούτως, η αξίωσις τότε συγκεκριμένων Αρχιερέων να ομιλώσιν υπέρ της όλης Εκκλησίας ώφειλε να απορριφθή, μη δυναμένων ετέρων Εκκλησιών να αποκτήσωσι δικαίωμα κρίσεως και παύσεως Ημών εξ αυτής της προσκλήσεως. Τούτο, διότι «η Σύνοδος της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων δεν είναι η αρχαία κανονική Σύνοδος, η εξ όλων των Μητροπολιτών ενός Πατριαρχείου συγκειμένη. Είναι σύνοδος ειδικού χαρακτήρος και εν τη ενεστώση αυτής μορφή είναι το δημιούργημα νομοθεσίας ».
6. Έως του Ιορδανικού Νόμου 17/1958, «η νομοθεσία εκείνη (του Οθωμανικού Αυτοκρατορικού Κανονισμού του Πατριαρχείου-1875) εσκεμμένως παρέλειψε πάσαν πρόβλεψιν περί παύσεως, διότι, κατά την εκλογήν του Πατριάρχου, η Σύνοδος, καίτοι ποιείται την τελικήν εκλογήν, δεν είναι το μόνον εκλογικόν στοιχείον, του λαού αντιπροσωπευομένου δι’ εκλεκτών τινων μελών του ενοριακού κλήρου. Η Σύνοδος διά τούτο δεν είχεν ούτε νομοθετικήν, ούτε κανονικήν, ούτε έμφυτον εξουσίαν του παύσαι τον Πατριάρχην ».
7. Το κενόν τούτο εκαλύφθη νομοθετικώς υπό του προμνησθέντος Ιορδανικού Νόμου, όστις ορίζει και την διαδικασίαν και τους λόγους παύσεως του Πατριάρχου, συμπεριλαβών την μετοχήν και την έγκρισιν του ενοριακού κλήρου διά την κρίσιν και παύσίν Του, ήτις δεικνύει την σπουδαιότητα και την σημασίαν, ην προσέδωσεν ο νομοθέτης εις τον ρόλον των εκλεκτόρων του ενοριακού κλήρου, ο οποίος αντανακλάται ούτως εις την φύσιν, τους σκοπούς και την λειτουργίαν της Συνόδου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων.
8. Εν τέλει δε η νομοθεσία του ανωτέρω Ιορδανικού νόμου δέχεται, αναγνωρίζει και συμπράττει μετά της Εκκλησιαστικής Ιστορίας και Κανονικής Παραδόσεως της Εκκλησίας , ήτις, διά των κανόνων των Οικουμενικών Της και άλλων Συνόδων: Δ’ Οικουμενικής ιη’· Αποστολικοί λα’, στ’, λδ’· Πρωτοδευτέρας γ’, ιδ’, ιε’· Καρθαγένης ι’, ξβ’· Γάγγρας στ’· Αντιοχείας ε’· ορίζει: «ει τινες κληρικοί ή μοναχοί ευρεθείεν συνομνύμενοι ή φατριάζοντες ή κατασκευάς τυρεύοντες επισκόποις ή συγκληρικοίς, εκπιπτέτωσαν πάντη του οικείου βαθμού», καθ’ όσον «και παρά των έξω νόμων πάντη κεκώλυται, πολλώ δε μάλλον εν τη του Θεού Εκκλησία τούτο γίνεσθαι απαγορεύειν προσήκει».
9. Ώστε, επί τη βάσει και της νεωτέρας Νομοθεσίας του 1958, τα πράγματα περί της πράξεως αποκηρύξεως Ημών, έχουσιν ειδικώτερον ως ακολούθως:
Δ. Ως προς την τυπικήν ελαττωματικότητα της πράξεως αποκηρύξεως:
1. Τούτο, διότι η πράξις αύτη δεν εγένετο συνοδικώς αλλά παρασυναγωγικώς, πράγμα το οποίον απεδοκίμασεν εις την διαδρομήν της η Ορθοδοξία, ότε ίστατο εις το ύψος της, με μόνον σημείον αναφοράς τον Σταυρωθέντα και Αναστάντα εις την Ιερουσαλήμ Κύριόν μας, καθ’ ην στιγμήν Ημείς, ο νόμιμος και κανονικός Πατριάρχης Ιεροσολύμων, ενώ συνεκαλέσαμεν Σύνοδον δις, την πρωίαν και την μεσημβρίαν της 6ης Μαίου, 2005, εν τη Συνοδική Αιθούση του Πατριαρχείου,
2. Την αυτήν ώραν Αγιοταφίταί τινες εν τη αιθούση της βιβλιοθήκης και εν τοις διαδρόμοις του Πατριαρχείου, πρωτοστατούντος του Αρχιγραμματεύοντος του Πατριαρχείου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντίνης κ. Αριστάρχου, ανταρσίαν συνυπέγραφον και συνομολογούσαν κατηγορίας εναντίον Ημών, ψευδείς και ανυποστάτους, αίτινες μέχρι σήμερον δεν ηύρον το παραμικρόν πραγματικόν αντίκρισμα ή επαλήθευσιν [σημειώνοντας ενταύθα το άγνωστον εις Υμάς γεγονός, ότι η Ελληνίς Πρόξενος εν Ιεροσολύμοις κ. Ελένη Σουρανή, πρωτοστατούσεν εις την συλλογήν των καθ’ Ημών υπογραφών, ακόμη και διά της απειλής της αφαιρέσεως του Ελληνικού διαβατηρίου των, αν δεν υπέγραφον, καθώς και την αντίστοιχον απειλήν του Αρχιγραμματεύοντος Αρχιεπισκόπου Κωνσταντίνης Αριστάρχου προς τους Αγιοταφίτας, ότι θα τους καθαιρούσαν και εξεδίωκον του Πατριαρχείου, αν δεν υπέγραφον],
3. Γενομένων, όμως, ακρίτως δεκτών υπό των 7 Εκκλησιών των παρασυναγωγικών κατορθωμάτων των καθαιρετέων τούτων (μετ’ έτη ο Κωνσταντινουπόλεως επανέλαβεν εις τον τότε Υφυπουργόν και συνεργόν Του κ. Σκανδαλάκην: “αναμένομεν εισέτι υφ’ Υμών, κύριε Υπουργέ, τας κατ’ Ειρηναίου αποδείξεις, ως μας υπεσχέθητε, βάσει των οποίων απεφασίσαμεν τα εις την Πανορθόδοξον το 2005”, αι οποίαι, ανύπαρκτοι ούσαι, ουδέποτε υπ’ ουδενός Τού εδόθησαν).
4. Εψεύδοντο ασυστόλως, άλλοθεν κινούμενοι, μυκτηρίζοντες νόμους και κανόνας, οδηγήσαντες εις το ανοσιούργημα το οποίον βιώνω σήμερον εγώ, η Εκκλησία και η Ελλάς!, κρίμασιν οις οίδε Κύριος, του Οποίου ο πνευματικός νόμος λειτουργεί ατέγκτως.
5. Τουναντίον, προ ουδέ τριμήνου τότε, την 18ην Φεβρουαρίου 2005, δεκατέσσαρα Συνοδικά μέλη συνυπέγραφον Συνοδικήν απόφασιν: «Η Αγία και Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, εν Αγίω Πνεύματι συνδιασκεψαμένη, και στέργουσα τη απ’ αιώνων Ιστορία Αυτής, τη Παραδόσει της Ορθοδόξου Εκκλησίας και τοις Ιεροίς Κανόσιν αυτής, απορρίπτει μετ’ αποστροφής και βδελυγμίας τας τοιαύτας συκοφαντίας και διαστρεβλώσεις της αληθείας και αποδοκιμάζει μετ’ αποτροπιασμού την ανόσιον ταύτην διαγωγήν των παραπαιόντων τούτων αδελφών των κακή γνώμη και προθέσει επιθυμούντων επιτυχίαν, ουχί των της Εκκλησίας θεσμίων και συμφερόντων, αλλά κτήσιν ιδίου αυτών συμφέροντος και καλεί τούτους εις μετάνοιαν, συμμόρφωσιν και υπακοήν τη Εκκλησιαστική αυτών Αρχή, ίνα μη η κατ’ Αυτής ασεβής επίθεσις και ανταρσία, η κακότροπος κριτική και ανυπακοή, και τα έξω του Θεσμού της Εκκλησίας παρόμοια, τα διαπραττόμενα υπ’ αυτών, επισύρουν κατ’ αυτών τας αράς, τα επιτίμια και τους κολασμούς των Ιερών Κανόνων….».
6. Παρόντα εις την κληθείσαν Σύνοδον της 6ης Μαίου 2005 ήσαν δέκα Συνοδικά μέλη, Αρχιερείς και Αρχιμανδρίται. Την ιδίαν όμως στιγμήν μέλη και μη της Συνόδου, πήξαντα παρασύνοδον, απεφάσιζον καθ’ Ημών εκτός της νομίμου Συνόδου, άνευ του Πρώτου, απήγγειλον κατηγορίας, υπέγραφον κείμενον αποκηρύξεως, παραβιάζοντα τους ακαταλύτους θεσμούς της ισοβιότητος του Πατριάχου και της υπό του Ιδίου συγκλήσεως της Ιεράς Συνόδου,
7. Ημών στερουμένων ούτω της στοιχειώδους δυνατότητος απολογίας έναντι των ψευδών κατηγοριών, και εν γένει προετοίμαζον πραξικοπηματικώς τας επομένας κινήσεις του ήδη αρξαμένου σχίσματός των εντός των κόλπων της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων.
8. Το απόγευμα της ιδίας ημέρας μέλη της Αγιοταφιτικής Αδελφότητος εκ της παρασυναγωγής ταύτης προυχώρησαν εις κατάληψιν του Πατριαρχείου, δρώντες ως η εσχάτη αναρχοαυτόνομος σέκτα.
9. Ποίου σεβασμού ή και ανοχής δικαιούνται ούτοι, εις τους οποίους εστηρίχθησαν αι ημίσεις πειθαναγκασθείσαι ορθόδοξοι εκκλησίαι;
10. Όσοι πατέρες εξεδήλωσαν την αντίθεσίν των, άλλοι εδάρησαν, παρουσία δημοσιογράφων της ΝΕΤ, άλλοι παρηγκωνίσθησαν, άλλοι εξεβιάσθησαν, ενώ ημποδίσθη η είσοδος Ημών εις το Πατριαρχείον, διά της αλλαγής κλείθρων εις τα γραφεία και τας αιθούσας του Πατριαρχείου. Καθαραί ενέργειαι ενεργουμένων «αντιεξουσιαστών, όνειδος διά κληρικούς.
11. Δι’ όλα αυτά εις το Φανάριον έπρεπε να εκφρασθή η εύψυχος αποδοκιμασία των πραξικοπηματιών και η άφατος θλίψις των 7 εκκλησιών, μετά των ήδη κατ’ ουσίαν άλλων 7, και ουχί η επιδοκιμασία των υπ’ Αυτών. Αυτό επιτάσσει η Ορθόδοξος παράδοσις.
12. Την 7ην Μαίου 2005 επεδόθη προς Ημάς επιστολή των αντιφρονούντων πατέρων, συντεταγμένη την 5ην Μαίου 2005, την οποίαν υπέγραφον 35 πατέρες του Πατριαρχείου, συμφώνως με την οποίαν απεκήρυσσον Ημάς από Πατριάρχην των. Απετέλουν μόλις το εν τρίτον του όλου, αγνοηθέντων παρανόμως των εφημερίων των ενοριών του Πατριαρχείου.
13. Επιπλέον, εφέρετο δι’ εγγράφου των αντιφρονούντων, ότι την 6ην Μαίου 2005 είχον συνέλθει εις «Σύνοδον», συγκληθείσαν υπό του πρώτου τη τάξει τότε Μητροπολίτου Καισαρείας, ορίσαντος τριμελή Επιτροπήν, κηρύσσουσαν Ημάς έκπτωτον, βάσει του κειμένου της αποκηρύξεως της 5ης Μαίου 2005: «Διά του παρόντος αποκηρύττομεν τον Πατριάρχην κ. Ειρηναίον … μη αναγνωρίζοντες από τούδε οιανδήποτε απόφασιν Αυτού, ούτε το δικαίωμα να συγκαλέση Σύνοδον, συμφώνως τω Εσωτερικώ Κανονισμώ του Πατριαρχείου, τω Νόμω του 1958 και τη παρούση καταστάσει της Συνόδου, και διορίζομεν τριμελή εκ περιτροπής επιτροπήν διά τα περαιτέρω», συνταχθέν υπό τινων Αγιοταφιτών και υπογραφέν σταδιακώς εν συνόλω υπό 35 πατέρων μέχρι της επιδόσεώς του εις χείρας Ημών.
14. Καί ταύτα πάντα, αντί οργίλης αποδοκιμασία απετέλεσαν την βάσιν και τα στοιχεία με τα οποία η Διάσκεψις-Σύνοδος-Δικαστήριον διέγραψεν Ημάς από τα δίπτυχα. Δύστυχη αλήθεια. Καί δυστυχέστερη δικαιοσύνη. Η Ελληνική κακοδαιμονία συστάσεως ανευθύνων Επιτροπών και νόμω μηδαμού προβλεπομένων, ισχύοντος και εδώ: «οι Έλληνες θελήσαντες να διαβούν τον Αίμον, συνέστησαν Επιτροπήν, Γκίκαν, Παππάν και Κρέμον» κατά τον αείμνηστον Πω¬¬π.
Ε. Ούτως όμως ορίζουσιν αι επικληθείσαι Διατάξεις;
1. Εις τα άρθρα 24 του Εσωτερικού Κανονισμού του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και 27 του Ιορδανικού Νόμου 17/1958, που διέπουν το Πατριαρχείον Ιεροσολύμων, ορίζεται ότι:
α. Άρθρον 24 Εσωτερικού Κανονισμού 1ης Ιουλίου 1904 (21 χειρόγραφος κώδικας Αρχιγραμματείας Πατριαρχείου Ιεροσολύμων):
«Ο άπαξ αναδειχθείς Πατριάρχης μένει ισόβιος εν τω Πατριαρχικώ θρόνω, η δε Ιερά Αδελφότης οφείλει τιμάν και σέβειν και περιθάλπειν αυτόν, ως ιδίαν επί γης Κεφαλήν. Ουδεμία δε περίστασις, ουδ’ αιτία θεωρείται ως εύλογος και δικαία αφορμή προς παύσιν του Πατριάρχου, εκτός των υπό του Εκκλησιαστικού δικαίου υποδυομένων (sic) (εννοεί υποδεικνυομένων) εν αίς εννούται (sic) εννοεί «νοείται» και η επίμονος και συστηματική αθέτησις του υπό του Κανονισμού τούτου διαγραφομένων αυτώ καθηκόντων»
β. Άρθρον 27 Ν. 17/1958 Ιορδανίας:
1. «Το αξίωμα του Πατριάρχου είναι ισόβιον, συνωδά τοις Κανόσι της Εκκλησίας, δύναται όμως να απομακρυνθή και παυθή ο Πατριάρχης διά τους εξής λόγους:
α. εάν επιδείξηται ακηδίαν και αδιαφορίαν περί τα δόγματα της Ορθοδόξου Πίστεως (Έγινε και νύξις τοιούτου τινός εις την Διάσκεψιν ή Σύνοδον κλπ).
β. εάν προσβληθή υπό πλήρους σωματικής ανεπαρκείας ή πνευματικής ασθενείας, ήτις ήθελε παρακωλύσει αυτόν, ίνα επιτελή τα θρησκευτικά και εκκλησιαστικοδιοικητικά αυτού καθήκοντα (Διεπιστώθη παρά τινος και μάλιστα ιατρού κάτι τέτοιο;).
2. Η απομάκρυνσις και παύσις του Πατριάρχου δέον, ίνα τύχη της εγκρίσεως:
α. των δύο τρίτων των μελών της Ιεράς Συνόδου.
β. των δύο τρίτων των εγγάμων ιερέων, οίτινες δικαιούνται συμμετοχής εν τη Πατριαρχική εκλογή και οίτινες παρευρέθησαν και εψήφισαν εν συνεδρία, δι’ ην εκλήθησαν και συνεκροτήθη αύτη επί τω σκοπώ τούτω, επί τω όρω, όπως η απόφασις αύτη περί απομακρύνσεως ανακοινωθή τω Πρωθυπουργώ και τω Υπουργώ των Εσωτερικών και εγκριθή υπό του Υπουργικού Συμβουλίου και επικυρωθή υπό της Α.Μ. του Βασιλέως.
γ. Κατά το διάστημα, όπερ απαιτηθήσεται διά την απομάκρυνσιν του Πατριάρχου, η Ιερά Σύνοδος θα διορίση τριμελή Επιτροπήν εκ των μελών αυτής προς διεξαγωγήν των υποθέσεων του Πατριαρχείου, μετά δε την οριστικήν απομάκρυνσιν του Πατριάρχου η Ιερά Σύνοδος θα εξασφαλίση την εξεύρεσιν καταλλήλου τόπου διά την διαμονήν και αξιοπρεπή συντήρησιν αυτού, αρμόζουσαν τω αξιώματι αυτού».
2. Συνωδά τοις ανωτέρω άρθροις, διά να ήτο τυπικώς έγκυρος η αποκήρυξις Ημών έχρηζε της υπογραφής τουλάχιστον δώδεκα εκ των Συνοδικών μελών (εν συνόλω 18 της Ιεράς ημών Συνόδου) και τα 2/3 του εγγάμου κλήρου, άτινα μετείχον και εις την Ημετέραν Πατριαρχικήν εκλογήν, να είχον κληθή εις Σύνοδον συγκροτηθείσαν επί τω σκοπώ τούτω και εγκρίνωσι την αποκήρυξιν Ημών. Τούτο δε ώφειλε νομοθετικώς να ελάμβανε χώραν εν Συνόδω, ώστε να εδίδετο εις Ημάς το αναφαίρετον εκκλησιαστικώς και νομοθετικώς δικαίωμα της απολογίας.
3. Καί ενώ συνεκαλέσαμεν Σύνοδον προς αντιμετώπισιν τούτων των ζητημάτων, ωστόσον οκτώ εκ των Συνοδικών μελών, μεθ’ ετέρων μη συνοδικών, συνεκάλουν παρασυναγωγήν προς υπογραφήν της Αποκηρύξεως Ημών, ήτις ουδέποτε (έως και σήμερον) ενεκρίθη σωρευτικώς υπό των δύο τρίτων των εγγάμων ιερέων του ενοριακού κλήρου, ως απαιτεί ο Ιορδανικός Νόμος.
4. Αύτη εστίν η τυπική ελαττωματικότης της πράξεως αποκηρύξεως, η καθιστώσα αυτήν εξωφθάλμως άκυρον και μηδέν παράγουσα αποτέλεσμα.
ΣΤ. Ως προς την ουσιαστικήν ελαττωματικότητα της πράξεως αποκηρύξεως:
1. Συνωδά τοις ανωτέρω άρθροις, οι λόγοι αποκηρύξεως του Πατριάρχου απαριθμούνται αποκλειστικώς εις τους εξής δύο, συμφώνως προς το Κανονικόν Δίκαιον, το οποίον διέπει την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, και την Ιορδανικήν επί του Πατριαρχείου Νομοθεσίαν, εν γένει δε τρεις, συμφώνως και μετά του Εσωτερικού Κανονισμού του Πατριαρχείου:
α. Πλήρης πνευματική ανεπάρκεια ή σωματική ασθένεια, αι οποίαι καθιστώσιν αδύνατον την τέλεσιν των Πατριαρχικών καθηκόντων,
β. Πτώσις εις μίαν εκ των γνωστών αιρέσεων, τας οποίας έχει καταδικάσει η Εκκλησία διά των Οικουμενικών Της Συνόδων ή άλλως ακηδία και αδιαφορία περί τα δόγματα της Ορθοδόξου Πίστεως, και
γ. Συστηματική αθέτησις των υπό του Κανονισμού του Πατριαρχείου διαγραφομένων Πατριαρχικών καθηκόντων.
2. Ουδ’ εις όμως των ανωτέρω λόγων υποστασιάζεται ή ανιχνεύεται και κατ’ οσμήν έστω ενεργητικώς ή παθητικώς εις το πρόσωπον της Ημετέρας Μετριότητος, του εψηφισμένου, εκλελεγμένου και ενθρονισμένου φορέως του αξιώματος του Πατριάρχου και Ηγουμένου της Αγιοταφιτικής Αδελφότητος, άκρου ζηλωτού της ακριβούς τηρήσεως των δογματικών κανόνων και του διεθνώς προστατευομένου Προσκυνηματικού Καθεστώτος επί τοις Παναγίοις Προσκυνήμασι, αυξήσαντος δε παρά μειώσαντος την περιουσίαν του Πατριαρχείου, καθ’ α οι ιεροί κανόνες διακελεύουσιν, αυστηρού δε εφαρμοστού της κανονικής και εκκλησιαστικής τάξεως εν τε τω Πατριαρχείω και τη εσωτέρα ζωή των Αγιοταφιτών Πατέρων, πράγμα, που απήρεσκεν εις ορισμένους.
3. Αύτη δ’ έστι η ουσιαστική ελαττωματικότης της πράξεως της αποκηρύξεως.
Ζ. Ως προς το περιεχόμενον των διισχυρισθέντων λόγων της πράξεως αποκηρύξεως:
1. Ανεφέρθημεν αναλυτικώς εις την ενώπιον Υμών εν τη διασκέψει της Κωνσταντινουπόλεως, ότι δεν μετείχομεν ευθύνης εις τας επιχειρηθείσας μακροχρονίους συμβάσεις μισθώσεων ιδιοκτησιών του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων εν τη Παλαιά Πόλει, ως διεπίστωσε και εκ στοιχείων ληφθέντων υπό Ισραηλινών παρά προς τούτο αφιχθέντος εις Ιεροσόλυμα πλήρους γνώστου των εκκλησιαστικών θεμάτων δικηγόρου Αθηνών.
2. Αι συμβάσεις αύται επεχειρήθησαν, ερήμην Ημών, υπό υπαλλήλου της Οικονομικής Επιτροπής του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, διά πληρεξουσίου νοθευθέντος εγγράφου, περιέχοντος ψευδή βεβαίωσιν, αντίθετον με την εις το Βιβλίον Πρωτοκόλλου της Αρχιγραμματείας αναγεγραμμένην,
3. Βαρυνομένου του Αρχιγραμματεύοντος του Πατριαρχείου, όστις έδωκεν σχετικόν αριθμόν πρωτοκόλλου, μετά προφορικήν αίτησιν του υπαλλήλου, άνευ τηρήσεως εν τη Αρχιγραμματεία φωτοστατικού αντιγράφου του εγγράφου, ως νυν εγγράφως ομολογεί ο ενεργήσας υπάλληλος, ότι προέβη αφ’ εαυτού του εις αυτήν την απόπειραν τελέσεως των συμφωνιών, άνευ Ημετέρας εντολής.
4. Εκκρεμεί δε εισέτι η υπόθεσις εις τα δικαστήρια του Ισραήλ, ενώ άπασαι αι ιδιοκτησίαι, αι οποίαι απετέλεσαν αντικείμενον συναλλαγής, παραμένουσιν εις την κυριότητα του καθ’ ημάς Πατριαρχείου.
5. Μόνος δε εκ των πραγμάτων υπερασπιστής των δικαίων και καταλυτικός παράγων αποδείξεως της ανισχύρου συναλλαγής είναι η Ημετέρα Μετριότης, στερουμένη όμως της ενεργητικής νομιμοποιήσεως Ημών ενώπιον των Ισραηλινών δικαστηρίων, ένεκα της αδίκου και εγκληματικής παύσεως Ημών εκ των Πατριαρχικών καθηκόντων, ενώ ο δικηγόρος είχεν ετοιμάσει σχετικάς αγωγάς κατά Παπαδήμα και των φερομένων ως αποκτησάντων παρ’ αυτού.
6. Ουδόλως, ούτω, προυκαλέσαμεν μείωσιν της περιουσίας του καθ’ ημάς Πατριαρχείου, αντιθέτως, ηυξήσαμεν ταύτην, ως αναλυτικώς διά καταλόγου παρουσιάσαμεν κατά την εν Φαναρίω Πανορθόδοξον Συνδιάσκεψιν της 24ης Μαίου 2005.
7. Ουδέποτε προσεπορίσθημεν οικονομικάς αξίας εις βάρος της Εκκλησίας ή προς ίδιον όφελος. Τούτο περιτράνως εξηκρίβωσεν εις το Πόρισμά του το Νομικόν Συμβούλιον του Ελληνικού Κράτους διά της από 14ης Μαίου 2012 αποφάσεώς του (Τμήμα Β’) αποφαινόμενον, ότι δεν υφίσταται αστική ή και ποινική ευθύνη της Ημετέρας Μετριότητος κατά τον διεξαχθέντα έλεγχον των πεπραγμένων Ημών έως το 2001 ως Εξάρχου του Παναγίου Τάφου εις την Ελλάδα και έως το 2005 ως Πατριάρχου Ιεροσολύμων.
8. Εισέτι, η ως προιόν διαβολών προκύψασα συνεργασία μετά του «διαβοήτου Βαβύλη», όστις ηθωώθη υπό του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της Ελλάδος έναντι απασών των κατ’ αυτού κατηγοριών, υπήρξεν ειδική αιτία κατηγορίας και λόγος αποκηρύξεως Ημών, φανερώνουσα την αβάσιμον και διά τούτο κατεσκευασμένην εκκλησιαστικήν, πολιτικήν και χρηματισθείσαν δημοσιογραφικήν σκευωρίαν εις βάρος Ημών, εν τέλει δε εις βάρος των Πνευματικών θεσμών και της Εκκλησίας και του Εθνους ημών.
9. Ώστε, τούτο το σώμα των τριάκοντα πέντε Αγιοταφιτών, το οποίον υπέγραψε το κείμενον της αποκηρύξεως Ημών, είτε εμφορούμενον υπό αναδέλφων πατροκτόνων αισθημάτων κατά του Πατρός και Πατριάρχου της Αγιοταφιτικής Αδελφότητος, βάσει των διαδοθέντων τότε πεπλανημένων πληροφοριών εις βάρος Ημών, είτε παρακινούμενον υπό ετεροκέντρων φιλαρχικών δυνάμεων, δίκην εξυγιάνσεως του Πατριαρχείου, καθ’ Ημών κινούμενον και συμπαρασύρον ποταμιαίως άλλα μέλη της Αγιοταφιτικής ημών Αδελφότητος, είτε διά της βίας είτε διά καταπιέσεων, υπέγραψαν σταδιακώς, κατά την ήδη περιγραφείσαν διαδικασίαν εις το Κεφάλαιον Β’ της παρούσης, την ανωτέρω πράξιν αποκηρύξεως, ην και ενεφάνισεν ενώπιον της Πανορθοδόξου Συνόδου, διά να λάβη δήθεν νομιμότητα και κανονικότητα η άγνωστος δι’ Υμάς ή παροραθείσα υφ’ Υμών παρανομία των.
Η. Υφίστατο κανονικώς, μετά την πράξιν αποκηρύξεως Ημών, δυνατότης συγκλήσεως και λειτουργίας «Συνόδου» άνευ της Ημετέρας Μετριότητος;
1. Εκ των κανόνων ΛΔ’ των Αγίων Αποστόλων και Θ’ της Συνόδου της Αντιοχείας, οι οποίοι επεκυρώθησαν υπό του κανόνος Β’ της εν Τρούλλω Συνόδου (Πενθέκτης), προκύπτει, ότι εις τας διοικητικάς ενότητας, τας απαρτιζομένας υπό περισσοτέρων Επαρχιών και διοικουμένας υπό Συνόδου, οι επιμέρους επίσκοποι-μέλη της Συνόδου δικαιούνται να επιχειρούν όλας τας πράξεις των οποίων η ενέργεια περιορίζεται εντός των ορίων της επαρχίας των και αφορούν την διοίκησίν της, και ότι οιαδήποτε άλλη πράξις, έχουσα γενικωτέραν σημασίαν και αφορώσα ολόκληρον διοικητικήν ενότητα, απαιτείται να γίνη τη συμπράξει ή εγκρίσει του Πρώτου.
2. Ωσαύτως, κατά τους κανόνας ιστ’, κ’ και ιθ’ της Συνόδου της Αντιοχείας, δ’ της Α’ Οικουμενικής Συνόδου και λ’ της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, άνευ της παρουσίας του Πρώτου δεν δύναται να νοηθή Σύνοδος, είναι ακέφαλος, ατελής και ανίσχυρος .
3. Ακόμη και αν παραβλέψωμεν τον ειδικόν χαρακτήρα της Συνόδου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, όντινα ανωτέρω περιεγράψαμεν, εξετάζοντες την περίπτωσιν καθ’ ην ο Πρώτος αρνείται να καλέση την Σύνοδον, είτε διότι είναι υπόλογος ενώπιόν Της ο ίδιος και έχει κάθε λόγον και συμφέρον να μη θέλη την συζήτησιν, είτε διότι ενεργεί αυθαιρέτως, έχει υποστηριχθή, ότι θα πρέπη να γίνη δεκτόν, παρά τα όσα ορίζονται εις τους Ιερούς Κανόνας, ότι δύναται να συνέλθη η Σύνοδος αυτοδικαίως, κατόπιν προσκλήσεως του Μητροπολίτου του έχοντος τα πρεσβεία της αρχιερωσύνης, και να επιληφθή των εκκρεμών θεμάτων .
4. Τούτο δε, διότι θεμέλιον του εκκλησιαστικού πολιτεύματος εις την Ανατολικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν αποτελεί το συνοδικόν σύστημα, και ο συνοδικός θεσμός υπέρκειται της προεδρίας του Πρώτου, καθ’ όσον ούτος υπόκειται εις την δικαιοδοσίαν της Ιεράς Συνόδου, συμφώνως προς τους κανόνας α’ της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου εν Εφέσω: «ει τις Μητροπολίτης της Επαρχίας αποστατήσας της Αγίας Οικουμενικής Συνόδου … αυτός κατά των της επαρχίας επισκόπων διαπράττεσθαί τι ουδαμώς δύναται, πάσης εκκλησιαστικής κοινωνίας εντεύθεν ήδη υπό της Συνόδου εκβεβλημένος και ανενεργός υπάρχων», και μ’ της Συνόδου της Λαοδικείας: «ότι ουδέ επισκόπους εις Σύνοδον καταφρονείν, αλλ’ απιέναι και διδάσκειν ή διδάσκεσθαι εις κατόρθωσιν της εκκλησίας και των λοιπών. Ει δε καταφρονήσειεν ο τοιούτος εαυτόν αιτιάσεται, παρεκτός ει μη δι’ ανωμαλίαν απολιμπάνοιτο» .
5. «Εις πάσαν όμως περίπτωσιν, διά την αυτοδικαίαν σύγκλησιν της Ιεράς Συνόδου υπό του πρώτου τη τάξει Μητροπολίτου, απαιτείται, εκ του όλου πνεύματος των Ιερών Κανόνων αλλά και της αρχής της χρηστής διοικήσεως, ο Πρώτος (Πατριάρχης εις τα Πατριαρχεία ή Αρχιεπίσκοπος εις τας λοιπάς αυτοκεφάλους αυτονόμους ή ημιαυτονόμους ορθοδόξους εκκλησίας) να αρνήται αποδεδειγμένως την σύγκλησιν της Ιεράς Συνόδου κατά τρόπον αυθαίρετον, ή διότι ούτος είναι υπόλογος έναντι των Συνοδικών Μητροπολιτών» .
6. Η Ημετέρα Μετριότης, όμως, συνεκάλεσεν αποδεδειγμένως δις την Ιεράν Σύνοδον, εις ην ήτο παρών πλην των δέκα Συνοδικών μελών και ο Γραμματεύς της Ιεράς Συνόδου, όστις κατέγραψε τα σχετικά Πρακτικά.
7. Εν τη ιδία ώρα λοιποί Συνοδικοί, έπηξαν παρασυναγωγήν, στηριζόμενοι εις την κατ’ εμού συγκληθησομένην Πανορθόδοξον Σύνοδον, εκμεταλευθέντες τούτο εις έπακρον, πιστεύοντες εις το ακαταδίωκτον αυτών, αφού είχον τόσον ισχυρούς υποστηρικτάς και «πλάτες».
Θ. Ηδύνατο αντικειμενικώς η Πανορθόδοξος εν Φαναρίω Σύνοδος να προσδώση νομιμότητα και κανονικότητα εις πράξιν πάσχουσαν απολύτου ακυρότητος ή εις ανυπόστατον πράξιν εκκλησιαστικών προσώπων-μελών, έστω πλειοψηφούσης αλλ’ ακεφάλου «Συνόδου» Τοπικής Αυτοκεφάλου Εκκλησίας, αποδεχομένη αποφάσεις της;
1. Αδύνατον τούτο, καθ’ όσον η απόφασις της Πανορθοδόξου Συνόδου περί της κρίσεως ήτο αναγνωριστική, ως εν τω Γράμματι αυτής δηλούται: «απεδέχθη έναντι τριών επεχόντων την απόφασιν της πλειοψηφίας της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων», και ουχί διαπλαστική εννόμων σχέσεων και συνεπειών, δεν κατεγίγνωσκε δε ποινήν καθαιρέσεως, οίαν ποτέ δεν συνεπάγεται η διαγραφή εκ των διπτύχων, σκοπίμως αποφασισθείσα, ίνα ενισχύση τους αντάρτας και παρασυναγώγους επιόρκους της Ιερουσαλήμ.
2. Δήλον, ότι δεν παρήγαγε δίκαιον, εν προκειμένω, δηλαδή, δεν διεμόρφωσεν αύτη η ιδία την νέαν εκκλησιαστικήν «τάξιν», διότι ήτο:
3. Απρόσφορος, ως εκ της φύσεως και του σκοπού της συγκλήσεώς της, «μη συνελθούσα ως δικαστήριον», είτε 4. να παράξη δικαιικούς εκκλησιαστικούς κανόνας εφαρμοστέους εις ετέραν Αυτοκέφαλον Εκκλησίαν, οι οποίοι να είναι διαφορετικοί των κανονικώς και νομοθετικώς ισχυόντων εν Αυτή, κατά το Αγιογραφικόν «Μη μέταιρε όρια αιώνια, α έθεντο οι πατέρες σου» (Παροιμ. 22, 28), είτε
5. να δικάση υπέρ της αναγνωρίσεως-αποδόσεως δικαίου επί των στοιχειοθετηθεισών παραβάσεων, ακόμη και αν διασταλτικώς ηρμήνευε τους ισχύοντας εκκλησιαστικούς κανόνας, υπαγάγουσα εν τω πεδίω ρυθμίσεως αυτών επικληθέντας ισχυρισμούς αντιφρονούντων κατηγόρων, περί δήθεν «ψυχοπαθολογικής» αδυνατότητος ασκήσεως των Πατριαρχικών Ημών καθηκόντων και περί «αμετρήτων ανευθύνων ενεργειών» Ημών, αι οποίαι εθεωρήθη περιττόν να κατονομασθώσι και θεμελιωθώσι κατ’ επιστήμην εις το περί αποκηρύξεως κείμενον!
6. Ποίος εκ των 7 ψηφισάντων κατ’ εμού ήτο ψυχίατρος ή ψυχολόγος, διά να διαγνώση το αγοραίως υπό πατροκτόνων καταμαρτυρούμενον «ψυχοπαθολογικόν» Ημών; Αυτό δεν είναι κρίσις δικαία. Είναι αυθαιρεσία. Αποθέωσις του sic vollo, sic judico (αν και ουδείς ήτο όντως judex) sic pro veritate voluntas.
7. Σημειωτέον, ότι η ανωτέρω Σύνοδος, δι’ ολεθρίου πρωτοβουλίας του Οικουμενικού Πατριάρχου, ήχθη εις την απόφασιν, «ίνα απευθύνη αδελφικήν έκκλησιν» προς Ημάς «ως θυσιαστικήν πράξιν», απόηχον της προς Κύριον: «ει υιός ει του θεού, βάλε σεαυτόν κάτω• γέγραπται γαρ ότι τοις αγγέλοις αυτού εντελείται περί σού και επί χειρών αρούσί σε, μήποτε προσκόψης προς λίθον τον πόδα σου» (Ματθ. 4, 6-7), όπως οικειοθελώς υποβάλωμεν την παραίτησιν Ημών, αφού προηγουμένως, την 9ην Μαίου 2005,
8. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης είχεν αποστείλει ετέραν «αδελφικήν έκκλησιν» εις Ημάς, υπογεγραμμένην ιδίαις χερσίν Αυτού, εχούσης ούτω:
«Μακαριώτατον
Πατριάρχην κ. Ειρηναίον
Ιεροσόλυμα
Χριστός Ανέστη!
Παρακολουθούντες μετά πολλής ανησυχίας τα της ενεστώσης καταστάσεως του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων λόγω της αποκηρύξεως της Υμετέρας Μακαριότητος υπό μεγίστης πλειοψηφίας της (μόλις 35 επί 100) Αγιοταφιτικής Αδελφότητος και πληροφορηθέντες ότι προτίθεσθε όπως προβήτε εις σύγκλησιν μειοψηφίας Ιεράς Συνόδου προς επιβολήν ποινών και εκλογήν νέων Αρχιερέων, θεωρούντες δε τούτο λίαν επικίνδυνον διά την ευστάθειαν και το μέλλον της Σιωνίτιδος Εκκλησίας, παρακαλούμεν αδελφικώς και συνιστώμεν από του Οικουμενικού Πατριαρχείου και προσωπικώς, όπως πάση θυσία αποφευχθώσι τοιούτου είδους εσπευσμέναι ενέργειαι, αίτινες θα προκαλέσουν μεγάλην ζημίαν εις τους κόλπους της Αγιοταφιτικής Αδελφότητος και της Εκκλησίας εν γένει.
Αδελφικώς εν Κυρίω
† Ο Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος
—————————
Φανάριον, 9 Μαίου 2005»
9. Παρά δε το γεγονός, ότι είχομεν πάσαν εκκλησιαστικήν και νομοθετικήν εξουσίαν, ίνα προβώμεν πάραυτα εις αντικατάστασιν των φατριασάντων καθ’ Ημών μελών της Συνόδου, της λύσεως ταύτης προταθείσης μάλιστα υπό νομομαθών κανονολόγων Οφφικιούχων του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, δι’ εμπεριστατομένων γνωμοδοτήσεών των, εν τούτοις, ανεβάλoμεν την άσκησιν του Ημετέρου δικαιώματος, προς χάριν της συγκληθησομένης Πανορθοδόξου Συνδιασκέψεως, ίνα ενώπιον συμπάσης της Ορθοδόξου Εκκλησίας διευθετηθή το αρξάμενον σχίσμα, γευόμενοι έκτοτε αδιαλείπτως έως και νυν το πικρόν ποτήριον της προειλημμένης αφορήτως, παρανόμου και αυθαιρέτου αποφάσεως καθαράς σκοπιμότητος, μακράν πόρρω νομιμότητος και κανονικότητος.
Ι. Θλιβεραί, θεοκτόνοι επενέργειαι της Αποφάσεως της Πανορθοδόξου Συνόδου της 24ης Μαίου 2005 και Αντικανονικότης αυτών:
1. Τούτο το σώμα των Αγιοταφιτών Πατέρων, μετά την εκ Κωνσταντινουπόλεως άφιξίν του εις Ιερουσαλήμ, αναγνωρισθέν, ευλογίαις της Πανορθοδόξου, εις «Ιεράν Σύνοδον του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων», αφού απέβαλεν ιδίω δικαίω τε και δικαιώματι τέσσαρα μέλη εκ της υφ’ Ημών υφισταμένης Πατριαρχικής Συνόδου, ήτοι δύο Αρχιερείς και δύο Αρχιμανδρίτας,
2. Εψήφισε Τοποτηρητήν, όστις δεν ενεκρίθη υπό της Κυβερνήσεως, κατά τα ανέκαθεν κρατούντα, προς διενέργειαν Πατριαρχικών εκλογών, ως ορίζονται εν τω Οθωμανικώ ισχύοντι εν Ισραήλ Δικαίω (άρθρον 4 Οθωμανικού Νόμου 1ης Μαρτίου 1875),
3. Καθήρεσεν αντικανονικώς και παρανόμως πολυτίμους συνεργάτας Ημών εκ του Ιερατικού αυτών αξιώματος και
4. Διώρισε Δωδεκαμελές Δικαστήριον συγκείμενον εξ Αρχιερέων, κινηθέντων καθ’ Ημών καθ’ όλην την διάρκειαν της σοβούσης κρίσεως, το οποίον και καθήρεσεν Ημάς εκ του Αρχιερατικού Ημών Αξιώματος, επί τη βάσει της συλλειτουργίας Ημών μεθ’ Αγιοταφιτών Πατέρων εν τω χωρίω Άιναρικ Ραμάλλας, κληθέντος υπό του ιερέως και του ποιμνίου προς τέλεσιν Θείας Λειτουργίας.
5. Σημειωτέον, ότι εκ των συλλειτουργησάντων μεθ’ Ημών ιερέων, καθηρέθησαν επιλεκτικώς «εν συσκέψει»! οι Ελληνόφωνοι Ιερείς, πλην τότε του Ελληνοαμερικανού Αγιοταφίτου Αρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου Μεζιλτζόγλου, διά τον «φόβον» των Αμερικανών, ουχί οι αραβόφωνες, ως ο προσκαλέσας και συλλειτουργήσας μεθ’ Ημών ιερεύς, ενώ ο Πατριαρχικός Επίτροπος Ραμάλλας Αρχιμανδρίτης Μελέτιος Μπάσαλ, καθαιρεθείς το πρώτον, επανήλθεν αύθις, λόγω «φόβου» μελών της «Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων εκ της αντιδράσεως του αραβικού Ποιμνίου», ως επισημαίνουσιν εις το Πρακτικόν συζητήσεως του θέματος. Όλα αυτά ενθυμίζουν «λαικήν», και ουχί συντεταγμένην, δικαιοσύνην.
6. Υπήρχον όμως υπεύθυνοι, οι οποίοι και παραμένουν εισέτι οπωσδήποτε, πλην άλλων, εις την κρίσιν του Δικαιοκρίτου Θεού. Ούτως:
α. Οι «εφαρμοσθέντες» ιεροί κανόνες, υπνωττούσης σκοπίμως της άλλα επιδιωκούσης Ελληνικής Κυβερνήσεως, είχον εν προκειμένω εθνοφυλετικά και ουχί ιεροκανονικά κριτήρια!, όπερ δηλοί την μόνην πρόθεσίν των, ήτοι το πλήγμα της Ημετέρας Μετριότητος μετά τιμίων μελών της Αγιοταφιτικής Αδελφότητος, υφισταμένων έως και νυν τα πάνδεινα, λόγω της αμετακινήτου θέσεώς των υπέρ των δικαίων του καθ’ Ημάς Πατριαρχείου, και τον μέγαν φόβον των, ήτοι την ανατροπήν της καθεστηκυίας, πλην παρανόμου και αντικανονικής, τάξεως εν τω Πατριαρχείω.
β. Τοιαύται πράξεις, και δη επί Τοποτηρητείας, προσβάλλουσαι το Δόγμα (Κανονικότης Αποστολικής Διαδοχής, Δίκαιον κρίσεως Επισκόπων και Πατριαρχών) και την Διοίκησιν της Εκκλησίας (Συνοδικόν και Μοναστηριακόν σύστημα διοικήσεως της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων), αντιβαίνουσιν εις τας διατάξεις και αρχάς ουχί μόνον του Εκκλησιαστικού Δικαίου, αλλά και:
1. Των Νόμων του Πατριαρχείου, οίτινες ορίζουσιν περιοριστικώς και αποκλειστικώς τα δικαιώματα του Τοποτηρητού, τα οποία έγκεινται εις την διεξαγωγήν των αναγκαίων διά την εκλογήν Πατριάρχου: άρθρα 4-9 του Οθωμανικού Κανονισμού και 18-23 του Ιορδανικού Νόμου,
2. Τού Εσωτερικού Κανονισμού του Ημετέρου Πατριαρχείου, αίτινες ορίζουσιν εν τω άρθρω 43: «Ο Τοποτηρητής, ο εν περιπτώσει χηρείας του Πατριαρχικού θρόνου υπό της Ιεράς Συνόδου κατά τον θεσπίσματι αυτοκρατορικώ κεκυρωμένον κανονισμόν εκλεγόμενος, ουδεμίαν οιδαμώς δικαιούται υπαγαγείν εν τη διοικήσει του Ιερού Κοινού μεταβολήν, αλλ’ οφείλει παραδούναι αυτό τω νέω Πατριάρχη ώσπερ παρέλαβεν εν πάσιν αναλλοίωτον ως προς τε τα πρόσωπα και τα πράγματα. Παραδοχή μέλους εν τη Αδελφότητι ή αποπομπή, χειροτονίαι ή προβιβασμοί, παύσις ή αντικαταστάσεις παντελώς απαγορεύονται».
3. Των Κανονισμών Διοικήσεως ετέρων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, ως του Κανονισμού Λειτουργίας του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, όστις θεσπίζει απαγόρευσιν επί Τοποτηρητείας αλλαγών εις βάρος των μελών του – απηχούντος αρχάς του Κανονικού Δικαίου της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας – αίτινες ορίζουσι:
4. «Άρθρον 4. Ο Τοποτηρητής, αναλαμβάνων την ευθύνην της του Θρόνου διοικήσεως, υποχρεούται να διαφυλάξη το καθεστώς προσώπων και πραγμάτων και να παραδώση αυτό ακέραιον εις τον εκλεγησόμενον Πατριάρχην. Πάσα αυτού αλλοίωσις, πλην εις ο,τι αφορά την διεξαγωγήν των τρεχουσών υποθέσεων, αποτελεί ενέργειαν άκυρον, δημιουργεί δε και ευθύνας διά τον Τοποτηρητήν ενώπιον του Πατριάρχου εν Συνόδω».
γ. Ιδία δε, ως προς την επαίσχυντον πράξιν της 1ης Ιουνίου 2005 του αυτού σώματος υπό τον «Τοποτηρητήν» περί συστάσεως Δωδεκαμελούς εξ Αρχιερέων «Δικαστηρίου», προς επιβολήν της καθαιρέσεως Ημών, ην εθεώρησεν ότι εδραίωσε «νομοκανονικώς» εις τους Αποστολικούς και εν Καρθαγένη Συνόδου Κανόνας, σημειούμεν, ότι εν πάση παρανομία και αντικανονικότητι συγκληθέν, συνελθόν και αποφασίζον εφ’ άπαξ την 16ην Ιουνίου 2005, ουδέ τούτους τους αφ’ εαυτού του επικληθέντας Κανόνας ετήρησε, καθ’ όσον διά την απαγγελίαν κατηγορίας εναντίον επισκόπου απαιτείται:
1. Γνωστοποίησις του περιεχομένου της κατηγορίας εις τον εγκαλούμενον.
2. Κλήτευσις τούτου διά τριών τουλάχιστον εγγράφων προσκλήσεων, ως τούτο επιτάσσεται υπό των κανόνων οδ’ των Αγίων Αποστόλων, και ιθ’ της Καρθαγένης, διά του οποίου ετροποποιήθη ο αρχικός κανών της κλητεύσεως δι’ επισκόπων, των κανόνων τούτων επικυρωθέντων υπό του κανόνος β’ της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου. Ο πρώτος των άνω κανόνων ορίζει: «Επίσκοπον κατηγορηθέντα επί τινι παρ’ αξιοπίστων ανθρώπων, καλείσθαι αυτόν αναγκαίον υπό επισκόπων, καν μεν απαντήση και ομολογήση, ει ελεγχθείη, οριζέσθω το επιτίμιον. Εάν δε καλούμενος μη υπακούση, καλείσθω και δεύτερον, αποστελλομένων επ’ αυτόν δύο επισκόπων. Εάν δε και ούτω μη υπακούση, καλείσθω και τρίτον, δύο πάλιν επισκόπων αποστελλομένων προς αυτόν. Εάν δε και ούτω καταφρονήσας μη απαντήση, η κερδαίνειν, φυγοδικών».
3. Κατά το κείμενον του κανόνος τούτου, απαιτείται να γίνη η κλήτευσις δι’ επισκόπων, αλλ’ εις το σημείον τούτο ετροποποιήθη διά του μεταγενεστέρου κανόνος ιθ’ της Καρθαγένης (ισοδυνάμου του πρώτου από απόψεως τυπικής ισχύος, αφού και οι δύο έχουν επικυρωθή διά του ιδίου κανόνος β’ της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου), αρκεσθέντος εις έγγραφον πρόσκλησιν. Στηριζόμενοι ούτοι εις την άκυρον και ανυπόστατον απόφασιν της Κωνσταντινουπόλεως, απέπτυσαν πάντα χαλινόν, απέβαλον παν ίχνος σεβασμού προς το Ημέτερον πρόσωπον και τους Κανόνας και ωργίασαν εν παρανομία.
4. Περαιτέρω, ο ως άνω κανών ιθ’ της εν Καρθαγένη Συνόδου αξιοί να παρεμβάλληται μεταξύ εκάστης προσκλήσεως προθεσμία 30 ημερών, η οποία (προθεσμία) θα πρέπη να εξακολουθήση να ισχύη, ανεξαρτήτως των διαφορών της τότε και σήμερον εποχής συνθηκών επικοινωνίας, διότι το διάστημα τούτο των 30 ημερών υποβοηθεί τόσον εις την προετοιμασίαν του υποδίκου μητροπολίτου, διά την συλλογήν των αποδεικτικών της υπερασπίσεώς του στοιχείων, όσον και κυρίως «διά τον κατευνασμόν της οξύτητος και την αποφυγήν λήψεως εσπευσμένων αποφάσεων υπό των εκπροσώπων της Εκκλησίας» .
δ. Ενόψει των προεκτεθέντων: απόφασις Ιεράς Συνόδου, ληφθείσα άνευ τηρήσεως των ανωτέρω παρατεθεισών τυπικών προϋποθέσεων νομοτύπου συγκλήσεώς της, επιβάλλουσα, άνευ τηρήσεως των αναγκαίων ως άνω διαδικαστικών προϋποθέσεων, την ποινήν της καθαιρέσεως επισκόπου, πόσω μάλλον Πατριάρχου, ως εν προκειμένω, όπου ουδέ νόμιμος Σύνοδος υφίσταται, ουδέ αι τυπικαί προϋποθέσεις συγκλήσεώς της, ουδέ εγένοντο κλητεύσεις απέχουσαι τριάκοντα ημέρας η κάθε μία εξ αυτών, αφού το Δωδεκαμελές Αρχιερατικόν «δικαστήριον» την 1ην Ιουνίου συνεκροτήθη και την 16ην Ιουνίου συνεκλήθη και απεφάσισεν εις βάρος Ημών, «είναι ανυπόστατος, ανύπαρκτος και ουδέν έννομον αποτέλεσμα παράγει, ο φερόμενος δε ως καθαιρεθείς διατηρεί τον τίτλον και τον θρόνον του και δικαιούται να συμμετέχη εις την Ιεράν Σύνοδον ». Αποδεικνύει δε το κατάντημα της Εκκλησίας, όταν λοιδωρήται η νομιμότης, ενθαρρυνομένη η αντικανονικότης.
5. Διεκδικούσε το σώμα αυτό, και συγχρόνως εξαρτούσε, την κανονικήν του υπόστασιν εις «Ιεράν Σύνοδον Πατριαρχείου Ιεροσολύμων», ουχί αυτοδικαίως, αλλά εκ της ανυποστάστου αποφάσεως της Πανορθοδόξου Συνόδου, και εκ της αποδοχής μελών της Αγιοταφιτικής Αδελφότητος, ιδία δε Συνοδικών, και των αποφάσεων Πολιτικών Κυβερνήσεων, αι οποίαι τους ποδηγέτησαν και «εδασκάλεψαν» εις την ανομίαν,
α. αναγκάζον τίμια μέλη της Αγιοταφιτικής Αδελφότητος να υπογράψωσι συνταχθέν και επιδοθέν υπό του Αρχιγραμματεύοντος του Πατριαρχείου, εις ένα έκαστον εξ αυτών, κείμενον ενθυμίζον δήλωσιν της Σταλινικής Κα-Κε-Μπε, έχοντος επί λέξει ούτω:
«Σεβασμιώτατον Αρχιεπίσκοπον Κωνσταντίνης κ. Αρίσταρχον, Αρχιγραμματεύοντα
Σεβασμιώτατε, Ανταποκρινόμενος εις την εξ ονόματος της Αγίας και Ιεράς Συνόδου επιστολήν υμών … δηλώ υπευθύνως, ότι αποδέχομαι την παρά της Πανορθοδόξου εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου, της Ιορδανικής Κυβερνήσεως και της Παλαιστινιακής Αυτονομίας αναγνωρισθείσαν κανονικήν Σύνοδον του ημετέρου Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και υπακούω μετέχων τακτικώς εις το εξής εις τας συνεδριάσεις αυτής, διακόπτων οιανδήποτε επικοινωνίαν μετά του πρώην Πατριάρχου και νυν μοναχού Ειρηναίου. Εν περιπτώσει υπαναχωρήσεως εκ της άνω δηλώσεώς μου, δέχομαι τα εκ των ιερών κανόνων επιτίμια.
Εν τη Αγία Πόλει Ιερουσαλήμ, τη ……….»,
β. Κυριολεκτικώς: Ντροπή! Αυτά ενθυμίζουν άλλες μαύρες εποχές, δικτατορικών καθεστώτων, και ουχί Εκκλησίαν αγάπης. Μη λησμονητέος ο Άγιος Μάρκος ο Ασκητής. Ο πνευματικός νόμος ισχύει δι’ όλους ατέγκτως «εν άλλοις πταίομεν και εν άλλοις παιδευόμεθα»,
γ. το οποίον, εάν δεν υπέγραφον, ή εάν υπέγραφον και μετέπειτα υπαναχωρούσαν («εν περιπτώσει υπαναχωρήσεως εκ της άνω δηλώσεώς μου»), τότε εδέχοντο a priori («δέχομαι…»), ότι θα ελάμβανον «τα εκ των ιερών κανόνων επιτίμια»!,
δ. κατά τρόπον ώστε, η μεν σχετική «πλειοψηφία της Ιεράς Συνόδου» του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων εστήριξε την νομιμότητα και κανονικότητά της εις την καθ’ εαυτήν ανυπόστατον αλλά και ελλειμματικώς πλειοψηφούσαν απόφασιν της Πανορθοδόξου Συνόδου, αύτη δε εστηρίχθη επί της κινουμένης άμμου της ανυπάρκτου κανονικότητος της «πλειοψηφίας της Ιεράς Συνόδου» του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων! Δικτατορία στυγνή.
6. Εξέλεξε παμψηφεί ως νέον «Πατριάρχην», τον μόνον υφ’ Ημών εις Αρχιερέα υψωθέντα, όστις – προεργασθείς την ανομίαν, συνεργασθείς μετά του συμπατριώτου του Διοικητού της Μυστικής Αμερικανικής Υπηρεσίας CIA Τζώρτζ Τένεντ , μετά πολιτικών παραγόντων εις Ιορδανίαν και Παλαιστινιακήν Αρχήν, μετά του γνωστού Μουσουλμάνου Δικηγόρου του Ράμι Μούγραμπι, και μεθ’ ετέρου πράκτορος των Μυστικών Υπηρεσιών εν Ισραήλ ονομαζομένου Ελ Χανάν Μιζράχι, όστις και του εξησφάλισε την παμψηφεί εκλογήν του, μετελθών εν κρυπτώ και παραβύστω παραπλανητικάς μεθόδους, εκφοβισμούς και τηλεφωνικάς απειλάς προς το σώμα των Συνοδικών εκλεκτόρων – υπερακόντισεν Ημάς και άπασαν την Αγιοταφιτικήν ημών Αδελφότητα προδώσας τον Χριστόν!, εις ανταμοιβήν Πρωτοκαθεδρίας έναντι ανταλλαγμάτων, άτινα εφανερώθησαν μεταγενεστέρως, εξ ενεργειών του, καρπούς των οποίων σήμερον δρέπομεν, ήτοι:
α. Διετάραξε το διεθνώς προστατευόμενον απαράβατον και απαρασάλευτον καθεστώς των Παναγίων Προσκυνημάτων, ως εκυρώθη εν τη Συνθήκη του Βερολίνου 1878, παραδώσας κλείθρα της σιδηράς πόρτας της Βασιλικής της του Χριστού Γεννήσεως εν Βηθλεέμ εις αλλοδόξους, καθώς και του δικαιώματος επισκευών επί των Προσκυνημάτων εις την ποικίλης θρησκευτικής αποχρώσεως Ουνέσκο (ενώ δι’ εξόδων του καθ’ ημάς Πατριαρχείου εκάστοτε επεσκευάζετο η στέγη της Βασιλικής της Γεννήσεως ή ο,τι άλλο έχρηζε συντηρήσεως), παραβιάσας ούτω καθεστώς αιώνων, όπερ, κατόπιν τεραστίων αγώνων της Αγιοταφιτικής Αδελφότητος και εκδόσεως φιρμανίων, προσέδιδεν αποκλειστικώς προνόμια ημίν τοις Ορθοδόξοις από της εποχής του Γενάρχου της Ρωμιοσύνης Μεγάλου Κωνσταντίνου και της Σεπτής μητρός του Αγίας Ελένης.
Συγκεκριμένως δε:
1. Η συνθήκη του Βερολίνου του 1878, εις το άρθρον 62, εκύρωσε το καθεστώς των Προσκυνημάτων, το από της Συνθήκης των Παρισίων, ήτοι τα κτητορικά δίκαια του Ορθοδόξου Πατριαρχείου Ιεροσολύμων επί των Προσκυνημάτων, τα οποία αποτυπώνονται εις τον Θεμελιώδη Νόμον του 1875 της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και
2. Απηγόρευσε «διά του άρθρου 63 οιανδήποτε επέμβασιν εις τους Θεμελιώδεις Κανόνας και τους Εσωτερικούς Κανονισμούς των Θρησκευτικών Οργανώσεων που ανήκον εις την Υψηλήν Πύλην» , «ως ούτοι υπήρχον μέχρι το στάδιον της παραλαβής υπό της Βρεττανικής Κυβερνήσεως της Εντολής αυτής της διαφυλάξεως του νομικού καθεστώτος, του STATUS QUO, των εν τοις Αγίοις Τόποις Θρησκευτικών Κοινοτήτων» .
β. Εξεχώρησεν απαράγραπτα και απαραβίαστα υπό των ιερών κανόνων περιουσιακά δικαιώματα του Ημετέρου Πατριαρχείου εις τρίτους, πραγματοποιών πωλήσεις και μακροχρονίους μισθώσεις ιδιοκτησιών αναλογουσών εις ποσοστόν άνω του 50% της συνολικής περιουσίας του καθ’ ημάς Ελληνορθοδόξου Πατριαρχείου, πολλαί εκ των οποίων εγένοντο ως ακολούθως:
1. Επί υφισταμένης μεταξύ του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και μιάς εταιρείας συμβάσεως αντιπαροχής ιδιοκτησίας του Πατριαρχείου, ληγούσης την επομένην δεκαετίαν, της Εταιρείας, ως εκ τούτου, αναζητούσης νέαν αναμίσθωσιν, ο δικηγόρος του Ράμι Μούγραμπι, αφού ελάμβανεν εκ μέρους του Πατριαρχείου διά την μέλλουσαν ανανέωσιν της συμβάσεως προκαταβολήν, συνιστούσε πάραυτα offshore απρόσωπον εταιρείαν, ήτις συνομολογούσε μετά του Πατριαρχείου μακροχρόνιον σύμβασιν επί της ιδίας ιδιοκτησίας,
2. Αποδίδοντας εις το Πατριαρχείον την προκαταβολήν ως ολοκληρωτικόν τίμημα, με εμφανιζόμενον κέρδος διά το Πατριαρχείον, αφού δεν επρόκειτο να λάβη το Πατριαρχείον το παραμικρόν, άχρι λήξεως της συμβάσεως μετά της υφισταμένης πρώτης εταιρείας, η οποία είχε προκαταβάλει το τίμημα προ ετών άμα τη υπογραφή της αρχικής συναλλαγής.
3. Κατόπιν, ο ίδιος δικηγόρος, διά της συσταθείσης offshore εταιρείας, ήτις διέθετε πλέον τα δικαιώματα επί της ιδιοκτησίας, συνηλλάσσετο απευθείας μετά της πρώτης εταιρείας, παρατείνοντας την αρχικήν μετά του Πατριαρχείου σύμβασίν της, και ελάμβανε το υπόλοιπον τίμημα το οποίον δεν αποτελούσε πλέον έσοδον διά το Πατριαρχείον!
γ. Υπεσχέθη, ως ομολογεί ο νομικός εκπρόσωπος του Εβραικού Εθνικού Ταμείου του Ισραηλινού Κράτους Δικηγόρος κ. Αλόν Γιοέλι, εις το άρθρον της εγκρίτου Ισραηλινής εφημερίδος Μακόρ Ρισόν της 29ης Ιουλίου 2011, την απόδοσιν του ποσού των Δεκατριών εκατομυρίων δολλαρίων, έναντι προβεβλημένων οικονομικών απαιτήσεων του κράτους, διά μη εκτελεσθείσας συναλλακτικάς συμβάσεις, επί ακινήτου περιουσίας του Ημετέρου Πατριαρχείου,
δ. Με ανταλλαγήν την υπό του Ισραήλ αναγνώρισίν του εις Πατριάρχην Ιεροσολύμων, όπερ και επέτυχε.
ε. Επειδή όμως δεν εδόθη τελικώς το υπεσχημένον ποσόν, η κρατική εταιρεία του Ισραήλ υπέβαλεν αγωγήν κατ’ αυτού και Ημείς μήνυσιν προς διεξαγωγήν ανακρίσεων διά την δοσοληψίαν, ήτις θέτει και ούτως υπό ακύρωσιν το υπό του Ισραήλ παρασχεθέν βεράτιον αναγνωρίσεώς του. Τοιαύται περιπτώσεις είναι πολλαί. Καί θα αναμείνωμεν πριν τας φέρωμεν εις την δημοσιότητα.
ΙΑ. Καταληκτικώς, Άγιοι Προκαθήμενοι,
1. Κατά την μεταβατικήν της κρίσεως ταύτην περίοδον, της κατασιγής των γεγενημένων πολιτικών και παρεκκλησιαστικών εγκληματικών παρεμβάσεων και υπερβάσεων εξουσίας, της σημερινής τραγικής πραγματικής καταστάσεως του Ημετέρου Πατριαρχείου, όπου η Αδελφότης αποδεκατίζεται, η πνευματικότης ελλείπει και ο ακούσιος εγκλεισμός Ημών επισφραγίζεται διά των κεκλεισμένων έξωθεν θυρών του Ημετέρου Πατριαρχικού κελλίου, όπου παρέχεται εις Ημάς η «ελευθερία» εξελθείν του Πατριαρχείου, άνευ όμως επιστροφής εις Αυτό, ως έδοξε τω «Προεστώτι»!,
2. Είμεθα αποφασισμένοι να αφήσωμεν και την τελευταίαν πνοήν Ημών εις το Πατριαρχείον, εις το Οποίον εκ πρώτης νεότητος αφιερώσαμεν την ύπαρξιν Ημών εις τον Πανάγιον και Ζωοδόχον Τάφον, αφού όμως διατρανώσωμεν προς πάσαν κατεύθυνσιν, ότι είμεθα θύματα αδικίας και αθλίας σκευωρίας και απευθύνωμεν προς τον Κύριον τον 34ον Ψαλμόν: «Κύριε, δίκασον τους αδικούντάς με».
3. Επελέξαμεν την μη παραίτησιν Ημών, ουχί εκ τινος πάθους εξουσίας, αλλ’ ιστάμενοι εν τω τόπω του τελεσιουργηθέντος εφ’ Ημάς προσωπικού μαρτυρίου, και των συν Ημίν, στερουμένων Ημών στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων υγείας, τροφής, μετακινήσεως, ιατρικών εξετάσεων, φαρμακευτικής περιθάλψεως, απωλέσαντες κατ’ αυτάς τον τελευταίον ημών οδόντα,
4. Εναγκαλιζόμενοι την πάσχουσαν Αγιοταφιτικήν Αδελφότητα, η πλειοψηφία της οποίας πλέον επικοινωνεί μεθ’ Ημών, παρά τον φόβον και τας απειλάς, απευθυνόμενοι εις τα μύχια των Αρχιερατικών Υμών Συνειδήσεων, κηδομένων, ίνα μη μένη εισέτι το αίμα Ημών επί τας κεφαλάς της Ελληνικής Πολιτείας, της ιχνηλατησάσης τον Μάιον του 2005 τοις σταυρωταίς του Κυρίου Ρωμαίοις, και επί τας 7 Εκκλησίας της συγχρόνου Αποκαλύψεως.
5. Ως ήδη έλαβε χώραν εν Βουλγαρία, κατόπιν σχίσματος αρξαμένου από το 1992 εν τη Εκκλησία και εκλογής σχισματικού Πατριάρχου, αφού το πρώτον, κατά εξ συναπτά έτη, η Τοπική Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Βουλγαρίας, ήτοι ο Κανονικός Πατριάρχης μεθ’ όσων Συνοδικών μελών δεν προσήλθον εις την σχισματικήν κίνησιν, εξήντλησε την άσκησιν απάντων των εξουσιαστικών κανονικών δικαιωμάτων Της επί των σχισματικών, μη λύουσα το δημιουργηθέν μείζον ζήτημα,
6. Τού Κανονικού Πατριάρχου Βουλγαρίας αιτησαμένου την σύγκλησιν Μείζονος Συνόδου προς διευθέτησιν του ζητήματος υπό των Ορθοδόξων Εκκλησιών, τότε και μόνον Αύτη εγένετο εν Σόφια από 30.09.1998 έως 02.10.1998, επιστηρίξασα τελικώς τον Κανονικόν Πατριάρχην, αποδεχθείσα την ένεκα καταδίκης του διά διοικητικούς λόγους αρξαμένου σχίσματος μετάνοιαν των σχισματικών, κατισχύσασα των εμποδίων της Τοπικής Κυβερνήσεως, και ουχί μόνον, ήτις υπεστήριζεν εν παντί την επικράτησιν των σχισματικών επί εξ έτη.
7. Ως ήδη προεξεθέσαμεν, η πράξις αποκηρύξεως πάσχει απολύτου ακυρότητος, εις σημείον να είναι ανυπόστατος, η δε τοιαύτη ακυρότης και το εν αυτή ανυπόστατον ουδαμώς εθεραπεύθη διά της υπό της Πανορθοδόξου Συνόδου αναγνωρίσεώς της, ως προελθούσης εκ της «πλειοψηφίας της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων», ακεφάλου, παρανόμου και αντικανονικής ούσης της ιδίας.
ΙΒ. Ταύτα πάντα ανεκεφαλαιώσαμεν ενώπιον Υμών, κατά το πρότυπον του εν Αγίοις Πατρός ημών Ειρηναίου Αρχιεπισκόπου Λουγδούνων, του Αποστολικού Πατρός της Ανακεφαλαιώσεως της εν Χριστώ Πίστεως και Σωτηρίας.
Πάντα τα επακολουθήσαντα εις Ιερουσόλυμα είναι, εξ ίσου, νόμοις και Κανόσιν άκυρα και ανυπόστατα, μη θεραπευόμενα και κατ’ ελάχιστον τη χρονία διαδρομή, αντιθέτως, ανατρεπόμενα συλλήβδην, μόλις εκλείψη, τεθείσα ως θεμέλιον αυτών, η ανυπόστατος απόφασις του Φαναρίου. Ισχύει απαρεγκλίτως ο Κανών: Quod ab initio vitiosum est, tractu temporis convalescere non potest. Όλα οδηγούν μονοσημάντως εις την αδήριτον ανάγκην, ίνα θεραπεύσωσι το επενεχθέν εις την Εκκλησίαν βαθύ τραύμα, οι μόνοι «δικαιούμενοι» και δυνάμενοι, δηλαδή οι τρώσαντες.
1. Λαβόντες, και Υμείς, Παναγιώτατε Αρχιεπίσκοπε Κωνσταντινουπόλεως και Οικουμενικέ Πατριάρχα, ο συγκαλέσας την, υπό την Προεδρίαν Υμών καρατόμησίν μου, Σύναξιν ή Σύνοδον ή Εκκλησιαστικόν Δικαστήριον της 24ης Μαίου 2005, υπ’ όψιν απάσας τας προμνησθείσας Ημετέρας αναφοράς και συνόψεις επί των επικληθέντων γεγονότων, άτινα συνοδεύονται μετά των απαραιτήτων αποδεικτικών στοιχείων, διά συνόλην εξέτασίν των,
2. Αιτούμεθα την Υμετέραν οφειλήν επαναφοράς εν τω Ημετέρω Πατριαρχείω της διαρραγείσης Αποστολικής Διαδοχής, ήτις και αποτελεί τον ακρογωνιαίον λίθον της του Χριστού Εκκλησίας,
3. Διά της αναγνωρίσεως τόσον της ακυρότητος απασών των παρανόμων και αντικανονικών ενταύθα πράξεων, όσον και της εν τω Ημετέρω προσώπω κανονικότητος και νομιμότητος του φορέως του Σταυροαναστασίμου Πατριαρχικού Αξιώματος της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων από της Ημετέρας εκλογής έως σήμερον.
4. Είναι ανάγκη, Δικαιοσύνης ένεκα, να αναλάβη εκ νέου η Ελληνική Πολιτεία, η καθ’ ομολογίαν των τα πρώτα φερόντων τότε εν τω Οικουμενικώ Πατριαρχείω, πιέσασα Τούτο εις εν τέλει εκτροπήν, την άκρως αναλογούσαν Αυτή ευθύνην,
5. Ίνα προκαλέση Πανορθόδοξον Σύνοδον, εν συνεργασία μετά της Ελλαδικής Εκκλησίας δι’ ορισμόν Οίκου συγκλήσεως Αυτής, παρισταμένων εν Αυτή, ή νομίμως εκπροσωπουμένων, Υμών των Προκαθημένων των Ορθόδοξων Εκκλησιών, Ημών δε υπό φερωνύμου μοι Συνεργού και του Ημετέρου Νομικού Συμβούλου, σεβομένου την Εκκλησίαν και γνωρίζοντος μετά των συνεργατών του τα εκκλησιαστικώς κρατούντα και τα αναγόμενα εις το νομικόν, κανονικόν και εκκλησιαστικόν καθεστώς της Σιωνίτιδος Εκκλησίας,
6. Καί διερευνηθή επισταμένως, βάσει στοιχείων, πλέον, νόμων και Κανόνων, η αλήθεια, αναγνωρισθή το άκυρον και ανυπόστατον της από 24ης Μαίου 2005 αποφάσεως της Πανορθοδόξου Συνόδου, αυτοενεργούμενα εν συνεχεία τα νόμιμα εν Ιεροσολύμοις,
7. Ώστε να αρθή η παράνομος και αντικανονική επίβασις εις τον παλαίφατον Πατριαρχικόν θρόνον των Ιεροσολύμων και σταθή εν αυτώ η Ταπεινότης Ημών, απροσκόπτως, άνευ παρανόμου διακοπής, συνεχιζομένης της Αποστολικής Διαδοχής, ο δε Ημέτερος Αβεσσαλώμ συμμορφωθή εις την οικείαν τάξιν, την του Αρχιεπισκόπου Θαβωρείου.
8. Η απόδοσις Δικαιοσύνης και η άρσις της αδίκου καταδίκης μου υφ’ Υμών των 7, εν Πανορθοδόξω Συνόδω, είναι η μόνη οδός, διότι στερούμαι παντελώς χρημάτων, ίνα προσφύγω εις άλλα βήματα, διά την δικαίωσίν μου και την διασφάλισιν στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των οποίων η βάναυσος στέρησις έχει μεταστρέψει υπέρ εμού και έχει εξεγείρει τας συνειδήσεις της πλειονότητος των Αγιοταφιτών Πατέρων, με ο,τι αυτό προοιωνίζεται.
ΙΓ. Κοινοποιούμεν την παρούσαν εις την εντιμοτάτην Ελληνικήν Κυβέρνησιν,
1. Της οποίας ο Πρωθυπουργός παρέχει, και εξ αιωνοβίων οικογενειακών καταβολών και παιδείας, ασφαλή εχέγγυα δικαίας διαχειρίσεως του όλου θέματος,
2. Ικανού, μεθ’ ομοίων του, να αποσπογγίση πάσαν ρανίδα εκ «του εκχυθέντος ανά μέσον του Ναού και του Θυσιαστηρίου αίματος» του πρώτου Κυβερνήτου της Ελλάδος Ιωάννου Καποδίστρια και τους θρόμβους του ψυχικού Ημών πολυετούς ιδρώτος, εκ της αγωνίας
3. Τού προσωπικώς επιβληθέντος μοι μαρτυρίου υπό προκατόχων του, ως προφασίζονται εισέτι οι δήμιοί μου, και
4. Της πορείας της Εκκλησίας του Χριστού υπό των ταγών Της,
5. Εξαιτούμενοι την ταχείαν επίλυσιν του εγκυμονούντος σοβαρούς εθνικούς κινδύνους προβλήματος εις Ιεροσόλυμα,
6. Ίνα καταπαύση η αποσύνθεσις της Πατρίδος ημών των Ελλήνων, κυρίων του Παναγίου Τάφου και των Παναγίων Προσκυνημάτων εν τη Αγία Γη,
7. Επί τη χιλιοστή και επτακοσιοστή επετείω από Μεδιολάνων, των Κτιτόρων Κωνσταντίνου του Μεγάλου και της Βασιλομήτορος Αγίας Ελένης,
8. Φερούσης της Ελλάδος έως σήμερον τοιούτον άγος, το εμόν μαρτύριον, εφ’ Εαυτήν,
9. Αμέσως δε την επανέκδοσιν διπλωματικού διαβατηρίου προς την Ημετέραν Μετριότητα, στερουμένην από πενταετίας παντός είδους ταξιδιωτικού εγγράφου διά τα αναγκαία,
10. Παρακαλούντες θερμώς, αντί της υπ’ Αυτής εισηγηθείσης δι’ Ημάς καταβολής επιδόματος από του 2005 έως σήμερον, κάλυψιν εξόδων ελεύσεως και διαμονής Υμών των Προκαθημένων ή Εκπροσώπων των Υμετέρων Εκκλησιών διά Συλλείτουργον εν τω Πανιέρω Ναώ της του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού Αναστάσεως μετά της Ημετέρας Μετριότητος,
11. Προς Ευχαριστιακήν Κοινωνίαν, δηλωτικήν του Κανονικού «ο τρώσας και ιάσεται», και εν ταπεινώσει αναγνώρισιν, εμπράκτως έκαστος, των γενομένων λαθών,
12. Μέτρον εν προκειμένω τον της Ρώμης Επίσκοπον Βενέδικτον τον ΙΣΤ’ άπαντες λαβόντες, διά του μαρτυρίου της παραιτήσεώς Του, οδόν δείξας προς Εμμαούς και αλλήλοις άπασιν εν τη Κλάσει του Άρτου,
13. Ώστε τελειωθήναι τον κη’ Κανόνα της εν Χαλκηδόνι Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, «διά το είναι την Ιερουσαλήμ Καθέδραν του Επουρανίου Βασιλέως», Προκαθημένην από τούδε της Αγάπης, Ήτις εφεξής σταθήσεται, εν Τόπω τω Αγίω, ένθα η Αγάπη, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, Εσταυρώθη, Ετάφη και Ανέστη, εις σωτηρίαν του σύμπαντος κόσμου και ημών των εσχάτων,
14. Κατά την 24 Ιουνίου 2013, Δευτέραν του Αγίου Πνεύματος, εις ενότητα πάντας Καλούντος.
ΙΔ. Κοινοποιούμεν ωσαύτως την παρούσαν εις το Κονγκλάβιον των Καρδιναλίων της Ρώμης,
1. Πριν την εκλογήν του νέου Πάπα,
2. Προσευχόμενοι μετά του αλγούντος εν Γεθσημανή Ιησού, ίνα επιστρέψωσιν ούτοι εις την πίστιν και το βίωμα των 7 Αγίων Οικουμενικών Συνόδων,
3. Μετά πάσης ετοιμασίας, ακριβείας, τελειότητος και δι’ αιώνων ανακεφαλαιώσεως εις τούτο,
4. Συνακολουθούμενοι μετά των ανά τον κόσμον μελών και πάντων των ποικίλων εκγόνων αυτών,
5. Ώστε υπέρ τον Δνείπερον σκιρτήσαι τα ύδατα απανταχού του προσώπου της Γης και,
6. Μετά στοργής σταυρικής, άπασα η Δύσις ανέσπερος Ανατολή καθισταμένη ούτω,
7. Ίνα εύρη την πίστιν ο Ιησούς ερχόμενος εις άπαντας, εις ένα έκαστον εξ ημών, καν εις ένα εξ ημών.
8. Η αναδυθείσα, και λαβούσα ευρυτάτην δημοσιότητα, ηθική, και πάσης άλλης μορφής, κρίσις εις την Παπικήν Σύναξιν της Ρώμης, πρέπει να θεωρηθή ως παρά Θεού μήνυμα, αφού αποκαταστήσωμεν αρραγώς την ενότητα, προσκλήσεως της συνόλου Ορθοδοξίας προς αυτήν, όπως απορρίψη την πλάνην και επανέλθη εν μετανοία εις την Μίαν Αγίαν Καθολικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν. Ο παρών χρόνος είναι Θεού Δώρημα.
9. Επισημαίνω το εσπευσμένον των συλλήβδην χειροτονιών Επισκόπων, το οποίον δεν προοιωνίζεται Εκκλησιαστικήν ευρυθμίαν και ευαρμοστίαν.
10. Σημειώνω, επίσης, ότι όλα τα, όντως πολλά, αποδεικτικά των άνω έγγραφα, θα προσκομισθούν και θα τεθούν υπ᾿ όψιν όλων κατά την συγκληθησομένην Σύναξιν ή Σύνοδον.
Υμέτερος Αδελφός εν Κυρίω εν φιλήματι αγίω διατελώ.
Εν τη Αγία Πόλει Ιερουσαλήμ, έτει σωτηρίω ´βιγ´ Μαρτίου δ´ / Φεβρουαρίου ιθ´
ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ Α’
Έγκλειστος Πατριάρχης Ιεροσολύμων