Ιεροσολύμων Θεόφιλος: Η εορτή της Συνάξεως των 12 Αποστόλων εωρτάσθη εις την επ’ ονόματι αυτών Ιεράν Μονήν, την κειμένην παρά την Δυτικήν Όχθην της Τιβεριάδος θαλάσσης, και εις το κέντρον της συγχρόνου πόλεως της Τιβεριάδος.
Το Σάββατον, 30ήν Ιουνίου /13ην Ιουλίου 2024, εωρτάσθη υπό του Πατριαρχείου η εορτή της Συνάξεως των 12 Αποστόλων.
Εορτάζουσα την εορτήν ταύτην ως «Σύναξιν» η Εκκλησία, εννοεί την Σύναξιν ημών των πιστών, διά να τιμήσωμεν τους δώδεκα Αγίους Αποστόλους διά το έργον αυτών, το οποίον επετέλεσαν φωτισθέντες υπό του Αγίου Πνεύματος και αποσταλέντες παρά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ίνα «μαθητεύσωσιν πάντα τα έθνη». Ο Χριστός δι’ αυτών «εσαγήνευσε πάσαν την Οικουμένην», ως ψάλλομεν εις το Τροπάριον της Πεντηκοστής.
Η εορτή της Συνάξεως των 12 Αποστόλων εωρτάσθη εις την επ’ ονόματι αυτών Ιεράν Μονήν, την κειμένην παρά την Δυτικήν Όχθην της Τιβεριάδος θαλάσσης, και εις το κέντρον της συγχρόνου πόλεως της Τιβεριάδος.
Εν τώ Ναώ τούτω προεξήρξε της θείας Λειτουργίας ο Μακαριώτατος Πατήρ ημών και Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ.κ. Θεόφιλος, συλλειτουργούντων Αυτώ του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναζαρέτ κ. Κυριακού και των Σεβασμιωτάτων Αρχιεπισκόπων Κωνσταντίνης κ. Αριστάρχου και Μαδάβων κ. Αριστοβούλου, Αγιοταφιτών Ιερομονάχων ών πρώτος ο Αρχιμανδρίτης π. Μελέτιος ως του Αρχιμανδρίτου π. Αρτεμίου, και του Αρχιμανδρίτου π. Σιλουανού, του Αρχιδιακόνου π. Μάρκου και του Ιεροδιακόνου π. Δοσιθέου, Ιερέων των ομόρων περιοχών της Τιβεριάδος και Ιερέων εξ Ελλάδος και άλλων Ορθοδόξων χωρών, ψαλλόντων δεξιά χορωδίας υπό τον επισκεφθέντα την Ιεράν Μονήν κ. Βασίλειον Γκοτσόπουλον και αριστερά της χορωδίας της Άκκρης και προσευχομένων Ρωσοφώνων και Αραβοφώνων πιστών εκ του βορείου Ισραήλ και άλλων περιοχών.
Εις το Κοινωνικόν της θείας Λειτουργίας ο Μακαριώτατος εκήρυξε τον θείον λόγον προς το πλήρωμα της Εκκλησίας Ρωσοφώνων και Αραβοφώνων πιστών παρά της βορείου Γαλιλαίας ως έπεται:
«… Ο ᾿Ιησούς ελάλησεν αυτοίς λέγων· εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γής· πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…», (Ματθ. 28, 18,19).
Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,
Ευλαβείς Χριστιανοί και προσκυνηταί,
Η Χάρις του Αγίου Πνεύματος του φωτίσαντος και διδάξαντος τους Αγίους Αποστόλους «τηρείν πάντα όσα ενετείλατο αυτοίς ο Ιησούς», (Πρβλ. Ματθ. 28,20) συνήγαγε πάντας ημάς εν τώ ιερώ τόπω της μετά την Ανάστασιν του Σωτήρος ημών Χριστού εμφανείας Αυτού εις τους μαθητάς Αυτού, ίνα εορτάσωμεν την Σύναξιν αυτών.
Οι υπό του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εκλεγέντες Απόστολοι είναι εκείνοι, οι οποίοι κατά την ημέραν της Πεντηκοστής ενεπλήσθησαν Πνεύματος Αγίου και αυτοί εις τους οποίους ο᾿Ιησούς ελάλησε λέγων· «εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γής. πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν· και ιδού εγώ μεθ᾿ υμών ειμι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος», (Ματθ. 28, 18-20).
Ερμηνεύοντες τους λόγους τούτους του Ιησού ο μέν Ζιγαβηνός λέγει ότι ο Χριστός έλαβε την εξουσίαν ως άνθρωπος: «εδόθη μοι ως ανθρώπω η εξουσία, ην είχον ως Θεός». Ο δε Μέγας Βασίλειος λέγει: «Εις την ενανθρώπησιν και ουκ εις την θεότητα ταύτα νοείν δεί». Και ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας λέγει: «λαμβάνει γάρ [τήν εξουσίαν ο Ιησούς] ότε γέγονεν άνθρωπος, ότε τεταπείνωκεν Εαυτόν δι’ ημάς, ότε δούλος εχρημάτισεν δεσπότης, ότε γέγονεν εν οικέταις ο ελεύθερος Υιός».
Αξιοσημείωτον το γεγονός ότι ο Ιησούς παραγγέλλει τοις μαθηταίς Αυτού: «… διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν», (Ματθ. 28,20). Τούτο σημαίνει ότι η πηγή της διδασκαλίας και του κηρύγματος των Αποστόλων δεν είναι άλλη ει μη Αυτός ούτος ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Διό και ο θείος Παύλος λέγει: «Θεού γάρ εσμεν συνεργοί» (Α’ Κορ. 3,9) και «θεμέλιον γάρ άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά το κείμενον, ός εστιν Ιησούς Χριστός», (Α’ Κορ. 3,11).
Με άλλα λόγια, οι Άγιοι Απόστολοι εγένοντο συνεργοί του κηρύγματος της αληθείας του Χριστού, αλλά και της δυνάμεως Αυτού, ως μαρτυρεί ο Ευαγγελιστής Ματθαίος λέγων: «Και προσκαλεσάμενος [ο Ιησούς] τους δώδεκα μαθητάς αυτού έδωκεν αυτοίς εξουσίαν πνευμάτων ακαθάρτων ώστε εκβάλλειν αυτά και θεραπεύειν πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν», (Ματθ. 10,1).
Προσέτι δέ, εδόθη τοις Αποστόλοις δύναμις, τουτέστιν εξουσία ουχί μόνον του τηρείν πάντα όσα ενετείλατο αυτοίς ο Κύριος, αλλά και χειροτονείν Πρεσβυτέρους και Επισκόπους, ως λέγει ο σοφός Παύλος: «χειροτονήσαντες δε αυτοίς πρεσβυτέρους κατ᾿ εκκλησίαν», (Πράξ. 14,23) και «προσέχετε ούν εαυτοίς και παντί τώ ποιμνίω εν ώ υμάς το Πνεύμα το Άγιον έθετο επισκόπους, ποιμαίνειν την εκκλησίαν του Κυρίου και Θεού, ην περιεποιήσατο διά του ιδίου αίματος», (Πράξ. 20,28).
Το Πνεύμα το Άγιον, το Οποίον έθετο επισκόπους ποιμαίνειν την Εκκλησίαν του Θεού είναι αυτό τούτο το Πνεύμα του Ιησού Χριστού, ο Οποίος είναι ο Αρχιποίμην (Α΄Πετρ. 5,4) και εν ταυτώ «ο ακρογωνιαίος λίθος του οικοδομήματος της Εκκλησίας», (Πρβλ. Β΄ Πέτρ. 2,20). Διό και ο θεηγόρος Παύλος λέγει: «καί πάντα υπέταξεν [ο Χριστός] υπό τους πόδας αυτού, και αυτόν έδωκε κεφαλήν υπέρ πάντα τη εκκλησία, ήτις εστί το σώμα αυτού, το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου». Τόσον δε πολύ ο Χριστός ηγάπησε την Εκκλησίαν, ώστε Εαυτόν παρέδωκεν υπέρ αυτής», (Εφ. 5,25), κηρύττει και πάλιν ο θείος Παύλος. Κατά δε τον Ιερόν Χρυσόστομον: «ο Δεσπότης, τουτέστιν ο Χριστός, υπέρ της Εκκλησίας ουδέ του αίματος εφείσατο του εαυτού».
Την Εκκλησίαν του Χριστού την ορατήν και εν τώ κόσμω οικούσαν ή, ως λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος, την στρατευομένην, αποτελούν τα βεβαπτισμένα εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος μέλη αυτής και τα φέροντα την σφραγίδα της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος. Την εντολήν και αποστολήν του κηρύττειν και βαπτίζειν εις το όνομα της Αγίας Τριάδος έλαβον εκ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού οι Απόστολοι, οι οποίοι διά της επιθέσεως των χειρών αυτών (Πρβλ. Πράξ. 8,18) έδιδον το Άγιον Πνεύμα. Και ούτω καθίσταντο, κατά τον σοφόν Παύλον, «συμπολίται των Αγίων και οικείοι του Θεού εποικοδομηθέντων επί τώ θεμελίω των αποστόλων και προφητών, όντως ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού», (Εφ. 2, 19-20).
Όντως ο Χριστός είναι και παραμένει εις τους αιώνας ο ακρογωνιαίος λίθος, οι δε Απόστολοι είναι οι θεμέλιοι λίθοι. Και τούτο, ως ερμηνεύει ο Ζιγαβηνός, επειδή «ή αυτοί οι απόστολοι ως πρώτοι πιστεύσαντες και πρό πάντων τεθέντες εις την οικοδομήν της Εκκλησίας η το τούτων κήρυγμα κρηπίς και υποβάθρα όν».
Τόσον η των αλιέων, δηλονότι των Αποστόλων πίστις, όσον και το Ευαγγελικόν αυτών κήρυγμα εις τα πέρατα της Οικουμένης απέδειξεν τοις πάσιν, ότι αφ’ ενός μέν οι Απόστολοι είναι οι πνευματικοί θεμέλιοι λίθοι· αφ’ ετέρου δε κατέδειξεν ότι ούτοι είναι ο φθόγγος, τουτέστιν η φωνή της ζωής και αληθείας του Χριστού και Σωτήρος ημών Θεού. Η μεγάλη δε συμβολή των Αγίων Αποστόλων εν τη Εκκλησία είναι η υπ’ αυτών διαφυλαχθείσα και μη διασαλευθείσα αποστολική διαδοχή των Επισκόπων της Εκκλησίας. Ιδού λοιπόν διά τι η Εκκλησία καλείται «Αποστολική» και ιδού διά τι σήμερον η Αγία του Χριστού Εκκλησία τιμά και εορτάζει την Σύναξιν των Αγίων ενδόξων και πανευφήμων Αποστόλων των Δώδεκα και μετ’ αυτών την υπερευλογημένην Θεοτόκον και Μητέρα του Θεού.
Ημείς δέ, αγαπητοί μου αδελφοί, μετά του υμνωδού είπωμεν: «Ημείς εν σοί καυχώμεθα Θεοτόκε, και εις Θεόν σε έχομεν προστασίαν. Έκτεινον την χείρά σου την άμαχον, και θραύσον τους εχθρούς ημών, σοίς εξαπόστειλον δούλοις, βοήθειαν εξ Αγίου» και «τών Μαθητών δωδεκάς, οι εν τώ κόσμω κηρύξαντες, την παναγίαν Τριάδα φύσει Θεόν αίδιον, της Εκκλησίας οι αλάξευτοι, όντως πύργοι και στύλοι ασάλευτοι, τώ Δεσπότη των όλων, ικετεύσατε σωθήναι ημάς». Αμήν. Έτη πολλά».
Μετά την θείαν Λειτουργίαν και την δεξίωσιν ο φιλότιμος και φιλόξενος Επιστάτης μοναχός Βασίλειος παρέθεσε εις τον Μακαριώτατον και την Συνοδείαν Αυτού και εις πολλούς πιστούς εόρτιον τράπεζαν.