ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ : Στο Προσκύνημα του Φρέατος του Ιακώβ ιερούργησε χθες, Κυριακή των Αγίων Πάντων, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Θεόφιλος.
Οπως αναφέρει ανακοίνωση εκ του Πατριαρχείου: “Την Κυριακήν, 1ην /14ην Ιουνίου 2020, Κυριακήν των Αγίων Πάντων και ημέραν μνήμης του Αγίου Ιουστίνου του φιλοσόφου και μάρτυρος, ο Μακαριώτατος Πατήρ ημών και Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ.κ. Θεόφιλος, αναπληρών την έλλειψιν πανηγυρικού εορτασμού της Κυριακής της Σαμαρείτιδος, λόγω της λοιμώδους νόσου του κορονοιού, ελειτούργησεν εις το Προσκύνημα του Φρέατος του Ιακώβ, συλλειτουργούντων Αυτώ του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναζαρέτ κ. Κυριακού και του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ελενουπόλεως κ. Ιωακείμ, Αγιοταφιτών Ιερομονάχων ως του Ηγουμένου του Προσκυνήματος Αρχιμανδρίτου Ιουστίνου και των Αγιοταφιτών Αρχιμανδριτών Ιγνατίου, Λεοντίου και Αρτεμίου , ψαλλόντων του Βασιλείου Γκοτσοπούλου δεξιά και της χορωδίας της Κοινότητος των Ραφιδίων αριστερά αραβιστί μετά μεγαλυτέρου αριθμού πιστών, ουχί βεβαίως εισέτι ως άλλοτε.
Επί τω γεγονότι τούτω, ο Μακαριώτατος απηύθυνε κήρυγμα έχον ως εξής:
“Είπεν ο Κύριος τοις εαυτού μαθηταίς: «Πας ούν, όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς· όστις δ᾿ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς…και ος ου λαμβάνει τον σταυρόν αυτού και ακολουθεί οπίσω μου, ουκ έστι μου άξιος», (Ματθ. 10, 32-38).
Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,
Ευλαβείς Χριστιανοί,
Η Χάρις του Αγίου Πνεύματος συνήγαγε πάντας ημάς εν μέσω των επιβληθέντων περιοριστικών μέτρων, εξ αιτίας της λοιμώδους νόσου του Corona Virus, εν τω ιερώ τούτω αγιογραφικώ προσκυνήματι του Φρέατος του Ιακώβ, ως και του τόπου της θαυμαστής συνταντήσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού μετά της Σαμαρείτιδος γυναικός, ίνα ευχαριστιακώς εορτάσωμεν την εορτήν των απανταχού της Οικουμένης Αγίων Πάντων, εξαιρέτως δε την μνήμην του αγίου μάρτυρος Ιουστίνου του φιλοσόφου, του εκ του τόπου τούτου, «φλαουίας νέας Πόλεως Παλαιστίνης» καταγομένου.
Η των Αγίων Πάντων εορτή αποτελεί προέκτασιν της μεγάλης εορτής της αγίας Πεντηκοστής, δηλονότι της εν είδει πυρίνων γλωσσών ουρανόθεν αποστολής του Αγίου Πνεύματος επί τους Αγίους Μαθητάς και Αποστόλους του Κυρίου.
Και τούτο, διότι οι αποτελούντες το νέφος πάντων των αγίων, προφήται, οι την έλευσιν Χριστού τω κόσμω κηρύξαντες, Απόστολοι, οι των εθνών σαγηνευταί και αλιείς των ανθρώπων, Μάρτυρες οι βασάνους και αικισμούς υπομείναντες, Πατέρες Θεοφόροι οι τη φωτιστική δυνάμει του Αγίου Πνεύματος την υγιαίνουσαν πίστιν της Εκκλησίας ασφαλώς δογματίσαντες, ο δήμος των Οσίων και Δικαίων ο χορός, των τιμίων Γυναικών και λοιπών αγίων των τα πάθη της σαρκός νεκρωσάντων και εν ουρανοίς συν αγγέλοις ευφραινομένων.
Ούτοι πάντες κοινωνοί και μέτοχοι εγένοντο της δωρεάς του Παρακλήτου, τουτέστιν του Αγίου Πνεύματος, διά του οποίου κατά τον θείον Παύλον προσεληλύθασιν Σιών όρει και πόλει Θεού ζώντος, Ιερουσαλήμ επουρανίω και μυριάσιν αγγέλων πανηγύρει και Εκκλησία πρωτοτόκων εν ουρανοίς απογεγραμμένων», (Εβρ. 12, 22-23).
Η «πόλις Θεού ζώντος» είναι η περιβόητος Ιερουσαλήμ· αλλ’ Ιερουσαλήμ η επουράνιος, δηλονότι η Εκκλησία των Αγίων του Θεού, η επουράνιος Εκκλησία, η Βασιλεία των Ουρανών κατά τον Ζιγαβηνόν. Τύπος και εικών της επουρανίου ταύτης Εκκλησίας είναι η επίγειος Ιερουσαλήμ, τουτέστιν η επίγειος Εκκλησία του Χριστού.
Τούτο σημαίνει ότι η Εκκλησία, ούσα το σώμα του Χριστού, (Κολ. 4,24) και «Αυτός [ο Χριστός] η κεφαλή του σώματος της Εκκλησίας» (Κολ. 1,18), είναι ο χώρος και ο τόπος, ένθα το Άγιον Πνεύμα ουσιωδώς κατοικεί και συνέχει και συγκροτεί όλον τον θεσμόν της Εκκλησίας. «Ότι εν αυτώ [τω Χριστώ και τω σώματι Αυτού] κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς», (Κολ. 2,9) κηρύττει ο θεσπέσιος Παύλος.
Με άλλα λόγια, ο Χριστός εγένετο το υπόδειγμα όλων των ανθρώπων των θελόντων σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν, (Α΄ Τιμ. 2,4) . «Χριστός έπαθεν υπέρ υμών, υμίν υπολιμπάνων υπογραμμόν, ίνα επακολουθήσητε τοις ίχνεσιν αυτού»· (Α΄ Πετρ. 2,21) διδάσκει ο κορυφαίος των Αποστόλων Πέτρος.
Όντως, πάντες οι Άγιοι της Εκκλησίας ανεδείχθησαν μιμηταί του Χριστού, έκαστος αναλόγως του χαρίσματος και του αγώνος αυτού, ακούοντες εις την πατρικήν προτροπήν του ιερωτάτου Παύλου λέγοντος: «Μιμηταί μου γίνεσθε, ως καγώ Χριστού», (Α΄ Κορ. 11,1), και «εμοί γαρ το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος», (Φιλιπ. 1,21). Ερμηνεύοντες τον Παύλειον τούτον λόγον, ο μεν άγιος Θεοφύλακτος λέγει: «Καινήν τινα ζωήν ζω και ο Χριστός μοι εστι τα πάντα, και πνοή και ζωή και φως», ο δε άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει: «Ουδέν των ανθρωπίνων τε και υλικών παθημάτων εν εμοί ζη, ούτε ηδονή, ούτε λύπη, ούτε θυμός, ούτε φόβος… ουκ άλλο τι των την ψυχήν διά τινος σχέσεως κηλιδούντων, αλλ’ εκείνός μοι μόνος εστιν, Ος ουδέν τούτων εστί. Παν γαρ το έξω της εκείνου φύσεως θεωρούμενον αποξυσάμενος, ουδεν έχω εν εμαυτώ τοιούτον, οίον εν εκείνω ουκ έστιν· ου χάριν εμοί το ζην Χριστός».
Πάντες οι άγιοι της Εκκλησίας αναγνωρίζονται ως γνήσιοι διάκονοι και εργάται της Παλαιάς Διαθήκης του Θεού Πατρός, πολλώ δε μάλλον της νέας εν Χριστώ τω Υιώ και Θεώ Διαθήκης. Ο σοφός Παύλος αποκαλεί τους κήρυκας του Ευαγγελίου «ευωδία Χριστού» ευχάριστον εις τον Θεόν: «Ότι Χριστού ευωδία εσμέν τω Θεώ εν τοις σωζομένοις και εν τοις απολλυμένοις», ( Β΄ Κορ. 2, 15) .
Η ευωδία αύτη του Χριστού δεν είναι άλλη από την αγιωσύνην των φίλων, δηλονότι των αγίων του Χριστού κατά το ειρημένον: «άγιοι έσεσθε, ότι εγώ άγιος ειμί», (Α΄ Πετρ. 1, 16 /Λευιτ 11, 44). Οι δε άγιοι του Θεού είναι αυτοί οι οποίοι υμνούν και διηγούνται την δόξαν Αυτού, ως ψάλλει ο Δαυίδ: «γενεά και γενεά επαινέσει τα έργα σου και την δύναμίν σου απαγγελούσι· την μεγαλοπρέπειαν της δόξης της αγιοσύνης σου λαλήσουσι και τα θαυμάσιά σου διηγήσονται», (Ψαλμ. 144, 4-5).
Αυτό τούτο ακριβώς έπραξε λόγω τε και έργω ο σήμερον εξόχως τιμώμενος μεταξύ των Αγίων Πάντων, Ιουστίνος ο «θαυμασιώτατος» -κατά τον Τατιανόν- και «φιλόσοφος και μάρτυς» κατά τον Τερτυλλιανόν. Κατά δε τον Ευσέβειον Καισαρείας, καταδιωχθείς ο άγιος Ιουστίνος ως Χριστιανός, χάρις εις τας επιβουλάς του [ειδωλολάτρου φιλοσόφου] Κρήσκεντος, τέλος «θείω κατακοσμείται μαρτυρίω» αποκεφαλισθείς επί Ρωμαίου Αυτοκράτορος Μάρκου Αυρηλίου εν Ρώμη περί το έτος 165, μετ’ άλλων Χριστιανών. Όχι μόνον το «θείον μαρτύριον» αλλά και τα υπέρ της Χριστιανικής θρησκείας απολογητικά αυτού συγγράμματα «λαλούσι και απαγγελούσι την μεγαλοπρέπειαν της δόξης της αγιωσύνης του Θεού και Σωτήρος ημών Χριστού».
Οι άγιοι της Εκκλησίας ανεδείχθησαν άξιοι της επωνυμίας του Χριστού, διότι ούτοι δεν ηρνήθησαν, ίνα «λάβωσιν τον σταυρόν Αυτού και ακολουθήσωσι οπίσω Αυτού», (Ματθ. 10,38). Κέρδος και ανάπαυσις αυτών ήτο “το παθείν υπέρ της ευσεβείας”, κατά τον Βασίλειον Σελευκείας, (PG. 85, 464B). Ο δε άγιος Ιγνάτιος ο θεοφόρος αποκαλεί τον Χριστόν «ο εμός έρως», ακούων εις τον θείον Παύλον λέγοντα: «Χριστώ συνεσταύρωμαι· ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός», (Γαλ. 2,20). Οι άγιοι γενόμενοι μέτοχοι της Χάριτος του Θεού αναγνωρίζονται μετά των αγίων Αποστόλων: «Όντως ιατροί της οικουμένης εκείνοι, και γεωργοί και κυβερνήται· ιατροί μεν, επειδή νοσήματα εθεράπευον· γεωργοί δε, επειδή τον λόγον της ευσεβείας κατέσπειρον· κυβερνήται δε, επειδή το κλυδώνιον της πλάνης έπαυσαν».
Ημείς δε, αγαπητοί μου αδελφοί, τιμώντες την μνήμην των αγίων Πάντων, εξαιρέτως δε της Υπερευλογημένης Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας μετά του υμνωδού είπωμεν: «Λιμένα σωτηρίας, τον Βαπτιστήν, Αποστόλους, Προφήτας και Μάρτυρας, συν Ασκηταίς, θείους Διδασκάλους, και ιερείς, Πατριαρχών τε σύλλογον, και ιερομάρτυρας ευκλεείς, γυναίκας φιλοθέους, Οσίους και Δικαίους, νυν επαξίως ευφημήσωμεν». Αμήν, έτη πολλά”.
Μετά την θείαν Λειτουργίαν, ο ηγούμενος και ανακαινιστής του Προσκυνήματος τούτου και της Εκκλησίας της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Φωτεινής της Σαμαρείτιδος και εορτάζων Αρχιμανδρίτης Ιουστίνος εδεξιώθη την Πατριαρχικήν Συνοδείαν εις μεσημβρινήν τράπεζαν”.