ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ: Τήν Δευτέραν, 11ην / 24ην Ιανουαρίου 2022, εωρτάσθη υπό τού Πατριαρχείου η εορτή τού αγίου Θεοδοσίου τού Κοινοβιάρχου εις τήν επ ονόματι αυτού ιεράν Μονήν τήν κειμένην εις τήν περιοχήν τής ερήμου τής Ιουδαίας μεταξύ τού Χωρίου τών Ποιμένων καί τής Λαύρας τού αγίου Σάββα.
Κατά τήν εορτήν αυτήν η Εκκλησία όλη, ιδία η τών Ιεροσολύμων αναμιμνήσκεται ότι ο άγιος Θεοδόσιος κατήγετο εκ τής κώμης Μωγαρισσού τής Καππαδοκίας καί προσήλθεν εις τήν Αγίαν Γήν τό έτος 451 καί εμόνασεν αρχικώς εις Μονήν τής περιοχής τών Ιεροσολύμων επ ονόματι τής Ικελίας ακολούθως ησκήτευσεν εν ησυχία καί άλλη ασκήσει, προσευχή καί νηστεία εις τήν έρημον τής Ιουδαίας, έως ότου οι μοναχοί τής ερήμου διέγνωσαν τόν ενάρετον καί πεφωτισμένον άνθρωπον καί εζήτησαν από αυτόν, νά αναλάβη τήν πνευματικήν καθοδήγησιν αυτών εις Ιεράν Μονήν.
Αναζητών τόπον ιδρύσεως τής Μονής υπεδείχθη αυτώ υπό τού Θεού η περιοχή δι ής έφυγον δι άλλης οδού εις τήν πατρίδα αυτών οι Μάγοι, προσκυνήσαντες τό νεογέννητον βρέφος, τόν εν σαρκί τεχθέντα Χριστόν. Ενταύθα ο άγιος ίδρυσε Μονήν, η οποία σταδιακώς εξελίχθη εις Κοινόβιον καί περιέλαβε τέσσαρας Εκκλησίας μέ τετρακοσίους μοναχούς, ζώντας εις κοινοβιακήν ζωήν, ήτοι κοινήν λατρείαν, κοινήν εργασίαν, κοινήν τράπεζαν, υπακοήν πρός τόν Ηγούμενον, έως ότου προετοιμασθούν καί κριθούν κατάλληλοι νά μονάσουν εις δυσκολωτέραν μορφήν μοναχικής ζωής, τήν Λαυρεωτικήν. Εις τήν Μονήν ταύτην ήτο όρος απαραίτητος η εργασία, δι ής οι μοναχοί συνετήρουν πτωχοκομείον καί γηροκομείον καί ενδεείς. Είχε δηλαδή η Μονή κοινωνικόν χαρακτήρα, διετήρει δέ καί εκπαιδευτήριον διά τούς μοναχούς. Εκ τής Μονής ταύτης προήλθον οι άγιοι Μόδεστος καί Σωφρόνιος Πατριάρχαι Ιεροσολύμων καί ο συγγραφεύς τού Λειμωναρίου Ιωάννης ο Μόσχος.
Ο άγιος Θεοδόσιος ήτο ομόπατρις, συνεργάτης καί συμπαραστάτης τού αγίου Σάββα. Οι δύο μεγάλοι αυτοί πατέρες ειργάσθησαν ομού διά τήν επικράτησιν τού Χριστολογικού δόγματος τής Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου τής Χαλκηδόνος (451 μ.Χ.), δηλαδή τού δόγματος τής εν Χριστώ μιάς υποστάσεως καί δύο φύσεων, τής θείας καί τής ανθρωπίνης, εναντίον τών Μονοφυσιτικών κύκλων, οι οποίοι διέστρεφον τήν διδασκαλίαν τής Εκκλησίας.
Από τού 5ου αιώνος έως τού 7ου αιώνος η Μονή υπό τόν άγιον Θεοδόσιον ως Έξαρχον τού Κοινοβιακού βίου διεδραμάτισε σημαντικόν ρόλον ομού μετά τής λαύρας τού αγίου Σάββα διά τήν ανάπτυξιν τού μοναχισμού καί τήν επικράτησιν τού Ορθοδόξου δόγματος.
Κατά τούς μέσους χρόνους, λόγω τών επιδρομών υπήρξε περίοδος παρακμής αυτής. Εις τάς αρχάς τού 20ού αιώνος προσήλθον καί διηκόνησαν εις αυτήν οι Κρήτες μοναχοί Γαλακτίων καί Λεόντιος. Περί τά μέσα τού 20ού αιώνος ανήγειρεν επί τού ημικατεστραμμένου αρχικού ναού νέον Ναόν ο εκ Κρήνης τής Μικράς Ασίας προερχόμενος μακαριστός Μητροπολίτης Μαδάβων Βαρθολομαίος, ών ενταφιασμένος εις τό προαύλιον τού Ναού . Τούτον διεδέχθη ο μακαριστός Αρχιμανδρίτης Υάκινθος περί τά 1965 καί ακολούθως διεδέχθη αυτόν ο νύν ηγούμενος Αρχιμανδρίτης π. Ιερόθεος υπηρετών από τεσσαρακονταετίας καί πλέον καί τελέσας σημαντικόν έργον ανακαινίσεως τής Μονής, ιδρύων νέαν πτέρυγα καί έργον προστασίας τής περιουσίας πέριξ τής Μονής, μετά πολλών κόπων καί μόχθων.
Εις τήν εν λόγω ιστορικήν Μονήν προεξήρξεν πρός τιμήν τού αγίου Θεοδοσίου εις νυκτερινήν θείαν Λειτουργίαν ο Μακαριώτατος, συλλειτουργούντων τών Σεβασμιωτάτων Αρχιεπισκόπων Κωνσταντίνης κ. Αριστάρχου, Σεβαστείας κ. Θεοδοσίου καί Πέλλης κ. Φιλουμένου, τών Αγιοταφιτών Ιερομονάχων π. Ευδοκίμου καί π. Ιγνατίου, τού π. Γιούσεφ, τού Αρχιδιακόνου π. Μάρκου καί τού Ιεροδιακόνου π. Ευλογίου, ψαλλόντων τού Ιεροδιακόνου π. Συμεών καί τού κ. Βασιλείου Γκοτσοπούλου.
Εις τό Κοινωνικόν τής θείας Λειτουργίας ο Μακαριώτατος εκήρυξε τόν θείον λόγον ως έπεται:
Ευφράνθητι έρημος διψώσα αγαλλιάσθω έρημος καί ανθήτω ες κρίνον καί εξανθήσει καί υλοχαρήσει καί αγαλλιάσεται τά έρημα τού Ιορδάνου» (Ησ. 35, 1-2), βοά καί λέγει ο Προφήτης Ησαΐας.
Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,
ευλαβείς Χριστιανοί,
Τό φώς τό αληθινόν, τό Πνεύμα τό Άγιον, τό εν είδει περιστεράς επιφανέν εν τώ Ιορδάνη ποταμώ συνήγαγε πάντας ημάς εν τώ ιερώ τούτω τόπω τής ασκήσεως τού Οσίου πατρός ημών Θεοδοσίου τού Κοινοβιάρχου, αλλά καί τώ τόπω τού άντρου (τού σπηλαίου) τών Μάγων, ίνα εορτάσωμεν τήν σεπτήν μνήμην αυτού.
Κατά τάς αγίας καί εορτίους ταύτας ημέρας τής Γεννήσεως τού Σωτήρος ημών Χριστού εν Βηθλεέμ καί τών αγίων Θεοφανείων εν τοίς ρείθροις τού Ιορδάνου, αλλά καί τών αγραυλούντων ποιμένων εν τώ χωρίω αυτών, ως καί τών εντεύθεν διελθόντων Μάγων μέ τά δώρα αυτών, όντως αγάλλεται η έρημος τού Ιορδάνου καί πάσα η έρημος τής Ιουδαίας.
Καί η μέν έρημος τού Ιορδάνου αγάλλεται, διότι ως λέγει ο υμνωδός: «Τό αληθινόν φώς επεφάνη, καί πάσι τόν φωτισμόν δωρείται, βαπτίζεται Χριστός μεθ ημών, ο πάσης επέκεινα καθαρότητος ενίησι τόν αγιασμόν τώ ύδατι, καί ψυχών τούτο καθάρσιον γίνεται επίγειον τό φαινόμενον, καί υπέρ τούς ουρανούς τό νοούμενον διά λουτρού σωτηρία δι ύδατος τό Πνεύμα, διά καταδύσεως, η πρός Θεόν ημών άνοδος γίνεται Θαυμάσια τά έργα σου Κύριε! δόξα σοι». Η δέ τής Ιουδαίας έρημος αγάλλεται, διότι εν αυτή πεφύτευται η τής Εκκλησίας τών Ιεροσολύμων η ισάγγελος πολιτεία τών θεοφόρων μοναστών Ευθυμίου τού Μεγάλου, Σάββα τού Ηγιασμένου, Θεοκτίστου τού οσίου καί Θεοδοσίου τού Κοινοβιάρχου καί πολλών άλλων, ών «επιλήψει γάρ με διηγούμενον ο χρόνος», (Εβρ. 11,32).
Ο Όσιος Πατήρ ημών Θεοδόσιος ζηλωτής ένθερμος ών τής εν ουρανοίς αγγελικής πολιτείας απεδήμησεν εκ τής γενετείρας πατρίδος αυτού Μωγαρισσού τής Καππαδοκίας εις τήν Αγίαν Γήν, ίνα βαδίση επί τών φυσικών καί πνευματικών ιχνών τού εν σαρκί επιδημήσαντος εις παγκόσμιον σωτηρίαν Χριστού τού Θεού ημών. Ελθών εις Ιεροσόλυμα καί προσκυνήσας τόν ζωηφόρον τού Αναστάντος Χριστού Τάφον κατέφυγεν ως άλλη διψώσα έλαφος παρά τούς πόδας τών μεγάλων εις Χριστόν παιδαγωγών καί καθηγητών τής ερήμου τής Παλαιστίνης, ως καί εις τούς πόδας τού εν Αντιοχεία ασκουμένου Συμεών τού Στυλίτου, παρά τών οποίων τήν μέλλουσαν αυτώ πρός αρετάς επίδοσιν εμυήθη.
Τούτο έπραξεν ο φωσφόρος γενόμενος Θεοδόσιος, ακούων εις τήν φωνήν τού ψαλμωδού: «ο Θεός ο περιζωννύων με δύναμιν καί έθετο άμωμον τήν οδόν μου καταρτιζόμενος τούς πόδας μου ωσεί ελάφου καί επί τά υψηλά ιστών με διδάσκων χείράς μου εις πόλεμον καί έθου τόξον χαλκούν τούς βραχίονάς μου καί έδωκάς μοι υπερασπισμόν σωτηρίας, καί η δεξιά σου αντελάβετό μου, καί η παιδεία σου ανώρθωσέ με εις τέλος, καί η παιδεία σου αυτή με διδάξει». (Ψαλμ. 17, 33-36).
Όντως αγαπητοί μου αδελφοί, η εν Χριστώ παιδεία καί μάθησις διά παιδαγωγικών τρόπων, πατρικών συμβουλών καί δοκιμασιών εκ τών παγίδων καί μεθοδειών τού διαβόλου (πρβλ Εφ. 6,11), εκραταίωσεν τόν θεσπέσιον Θεοδόσιον καί κατέστησεν αυτόν κοινωνόν τών αρρήτων τού Θεού μυστηρίων, γενόμενον αυτόν μιμητήν τού θείου Παύλου, «τού αρπαγέντος εις τόν ουρανόν καί ακούσαντος άρρητα ρήματα», (Πρβλ. 2 Κορ. 12,2). Τούτο εξ άλλου επιβεβαιοί καί ο υμνωδός αυτού λέγων: «Γνόφον νοητόν, φωτός τού θειοτάτου, σύ υπεισδύνας Θεοδόσιε, καί πλάκας δακτύλω Θεού, εγγραφείσας τή καρδία σου, τά ευσεβείας δόγματα, έφερες τοίς φοιτώσι, βίβλον ζωής παμμακάριστε».
Κατά τόν έγκριτον ιστορικόν Κύριλλον τόν Σκυθοπολίτην, ο μακάριος Θεοδόσιος ανεδείχθη προασπιστής τής υγιαινούσης Ορθοδόξου πίστεως, δηλονότι «τών δογμάτων τής ευσεβείας», τά οποία διεστρέφοντο υπό «διεφθαρμένων ανθρώπων τόν νούν καί απεστερημένων τής αληθείας», (Α΄ Τιμ. 6,5), κατά τόν θείον Παύλον.
Τοιούτοι ήσαν «οι κατά τήν έρημον σχισματικοί μοναχοί τή καθολική μή κοινωνούντες Εκκλησία, αλλά τή Ευτυχούς καί Διοσκόρου υπαγόμενοι φιλονεικία τε καί κακοδοξία».
Σημειωτέον ότι ο αξιομακάριστος Θεοδόσιος αφιχθείς εις Ιεροσόλυμα επί τής βασιλείας τού θεοφιλούς αυτοκράτορος Μαρκιανού (396-457 μ.Χ.) εφιλοξενήθη εν τώ πύργω τού Δαυΐδ παρά Λογγίνω τινί γέροντι Καππαδόκη τού τάγματος όντι τών Σπουδαίων τής Αγίας τού Χριστού τού Θεού ημών Αναστάσεως», δηλονότι τής σημερινής Αγιοταφιτικής Αδελφότητος. Ούτος δέ ο γέρων Λογγίνος, λαβών τόν μακάριον Θεοδόσιον «παρέθετο τή μακαρία καί εν αγίοις Ικελία, τήν τού Καθίσματος τής Θεοτόκου Εκκλησίαν τό τηνικαύτα οικοδομούση , ήτις [Ικελία] τόν ιερόν τούτον νεανίαν δεξαμένη Θεοδόσιον καί ψάλτην ευφυέστατον αυτόν ευρούσα εγκαταλέγει τώ τάγματι τών αυτόθι υπ αυτήν Σπουδαίων [μοναχών] ευλαβών όντων τής μακαρίας Ικελίας τελειωθείσης [= θανούσης], εγχειρίζεται αυτός τήν τού τόπου οικονομίαν.
Ο όσιος Πατήρ ημών Θεοδόσιος ωνομάσθη Κοινοβιάρχης, διότι εν τή ενταύθα επωνύμω καί ιστορική αυτού Μονή, συνέστησε τό εαυτού Κοινόβιον «καί από τότε ήρξαντο πολλοί προστρέχειν αυτώ, παρακαλούντες συνοικήσαι αυτώ καί αυτός δεχόμενος αυτούς [εννοείται ως μοναχούς], ωδήγει πρός τό τέλειον θέλημα τού Θεού καί συνήργει αυτώ εις πάντα ο Θεός καί ήν ανήρ επιτυγχάνων ως ο Ιωσήφ (Γεν. 39,2). Μέ άλλα λόγια, εγνώριζεν ο Θεοδόσιος ότι ο Κύριος ήτο μαζί του καί όσα κάμνει τά ευοδώνει ο Θεός.
Τόν μέγαν τής ερήμου πολιστήν καί τής οικουμένης φωστήρα πολύφωτον παρακαλέσωμεν, ίνα ταίς ικεσίαις αυτού σύν ταίς πρεσβείαις τής υπερευλογημένης Θεοτόκου καί αειπαρθένου Μαρίας τής Μητρός τού Θεού κατευθύνη τόν νούν καί τήν καρδίαν ημών πρός τό τέλειον θέλημα τού Θεού καί Σωτήρος ημών Χριστού. Μετά δέ τού υμνωδού είπωμεν: «Μή επιλάθη καί νύν τής ποίμνης σου, παμμάκαρ Θεοδόσιε, αλλά πρεσβείαις σου πρός Κύριον [τόν εν Ιορδάνη υπό Ιωάννου βαπτισθέντα] σώσον ημάς δεόμεθα» Έτη πολλά καί ευλογημένα. Αμήν.
Άμα τή απολύσει ο πολιός καί ρέκτης Ηγούμενος Αρχιμανδρίτης Ιερόθεος παρέθεσεν απλούν μοναστηριακόν κέρασμα