ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ: Τήν Πέμπτην, 23ην Οκτωβρίου/5ην Νοεμβρίου 2020, εωρτάσθη υπό τού Πατριαρχείου η μνήμη τού αγίου Αποστόλου Ιακώβου τού Αδελφοθέου.
Κατά τήν εορτήν ταύτην η Εκκλησία όλη, ιδία όμως η τώνΙεροσολύμων, αναμιμνήσκεται τόν άγιον Ιάκωβον ως τόν υιόν Ιωσήφ τού Μνήστορος καί αδελφόν τού Κυρίου, Αδελφόθεον κατά τόν νόμον, οι αδελφοί Αυτού Ιάκωβος καί Ιωσής καί Συμεών καί Ιούδας ,(Ματθ. 13,55-56), χειροτονηθέντα υπ Αυτού τού Κυρίου καί εγκατασταθέντα ως πρώτον Επίσκοπον τής Εκκλησίας Ιεροσολύμων, «Ο τού Πατρός μονογενής Θεός Λόγος, επιδημήσας πρός ημάς επ εσχάτων, τών ημερών Ιάκωβε θεσπέσιε, πρώτόν σε ανέδειξε τών Ιεροσολύμων, Ποιμένα καί Διδάσκαλον, καί πιστόν οικονόμον, τών μυστηρίων τών πνευματικών», λέγει το τροπάριον περί τούτου. Έπειτα αναμιμνήσκεται αυτόν καί ως συγγραφέα τής ιδίας αυτού επιστολής εις τήν Καινήν Διαθήκην καί ως Πρόεδρον τής Α΄ Αποστολικής Συνόδου εις Ιερουσαλήμ τό έτος 49 μ.Χ. καί διαδραματίσαντα σημαντικόν ρόλον (Πράξ. 15,13) εις τήν απόφασιν αυτής, ότι καί τά έθνη γίνονται δεκτά εις τήν Εκκλησίαν άνευ περιτομής καί διά τής τηρήσεως τού Μωσαϊκού Νόμου, μόνον εις τήν απαγόρευσιν τής πορνείας, τής βρώσεως αίματος, πνικτού ζώου καί ειδωλοθύτων, (Πράξ. 15,20). Τόν Άγιον Ιάκωβον τόν Αδελφόθεον, συμφώνως καί πρός μαρτυρίαν τού Ιωσήπου, κατεκρήμνισαν οι Ιουδαίοι από τού πτερυγίου τού Ναού τού Σολομώντος, επειδή ωμολόγησε τόν Ιησούν ως τόν Χριστόν.
Η μνήμη τού αγίου Ιακώβου εωρτάσθη υπό τού Πατριαρχείου εις τόν ιερόν αυτού Ναόν, τόν μεταξύ τής Αγιοταφιτικής Αδελφότητος καί τού Ναού τής Αναστάσεως δι Εσπερινού αφ εσπέρας καί θείας Λειτουργίας τήν πρωΐαν, τής οποίας προεξήρξεν η Α.Θ.Μ. ο Πατήρ ημών καί Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ.κ. Θεόφιλος, συλλειτουργούντων Αυτώ τού Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναζαρέτ κ. Κυριακού, τού Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντίνης κ. Αριστάρχου Γέροντος Αρχιγραμματέως, τού Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Σεβαστείας κ. Θεοδοσίου καί τού Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ελενουπόλεως κ. Ιωακείμ, Αγιοταφιτών Ιερομονάχων, τού Αντιπροσώπου τής Ρωσικής Πνευματικής Αποστολής εις Ιεροσόλυμα (MISSIA) Αρχιμανδρίτου Δομετιανού, τού Αρχιδιακόνου Μάρκου καί τών εφημερίων τού Ναού π. Φάραχ / Χαραλάμπους Μπαντούρ καί π. Χάδερ / Γεωργίου Μπαράμκη καί τού Πρεσβυτέρου Συμεών εκ Ναζαρέτ, ψαλλόντων τού Ιεροδιακόνου Συμεών, Γραμματέως τής Αγίας καί Ιεράς Συνόδου, τού κ. Βασιλείου Γκοτσοπούλου δεξιά ελληνιστί καί τού κ. Ριμόν Κάμαρ αριστερά αραβιστί, παρουσία τού Γενικού Προξένου τής Ελλάδος εις τά Ιεροσόλυμα κ. Ευαγγέλου Βλιώρα.
Εις τό Κοινωνικόν τής θείας Λειτουργίας ο Μακαριώτατος ωμίλησε διά τού κάτωθι κηρύγματος Αυτού :
«Εγγίσατε τώ Θεώ καί εγγιεί υμίν. Καθαρίσατε χείρας αμαρτωλοί καί αγνίσατε καρδίας δίψυχοι ταπεινώθητε ενώπιον τού Κυρίου καί υψώσει υμάς», (Ιακ. 4,8-10), κηρύττει ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος.
Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,
Ευλαβείς Χριστιανοί,
Η χάρις τού Αγίου Πνεύματος συνήγαγε πάντας ημάς εν τώ φερωνύμω τούτω Ναώ τού αγίου Ιακώβου, ίνα ευχαριστιακώς μεγαλύνωμεν τήν εόρτιον μνήμην τού πρωτοθρόνου Ιεράρχου τών Ιεροσολύμων, τού θείου κήρυκος τής Εκκλησίας καί τού κληθέντος Δικαίου καί Αδελφοθέου.
Κατά τήν μαρτυρίαν τού αποστόλου Παύλου, ο άγιος Ιάκωβος εθεωρείτο «στύλος τής Εκκλησίας», (Γαλ. 2,9), αλλά καί διδάσκαλος μεγάλου κύρους, ως καταδείκνυται εν τή Καθολική αυτού επιστολή (Ιακ. 3,1). «Μή πολλοί διδάσκαλοι γίνεσθε, αδελφοί μου, ειδότες ότι μείζον κρίμα ληψόμεθα», (Ιακ. 3,1).
«Εγγίσατε τώ Θεώ καί εγγιεί υμίν» (Ιακ. 4,8). Πλησιάσατε εις τόν Θεόν καί θά πλησιάση καί ο Θεός εις εσάς, παραγγέλλει ο άγιος Ιάκωβος, ακούων προφανώς εις τήν προτροπήν τού Κυρίου λέγοντος: «επάρατε τάς κεφαλάς υμών, διότι εγγίζει η απολύτρωσις υμών», (Λουκ. 21, 28). Αναθαρρήσατε, διότι πλησιάζει η απολύτρωσις καί τελεία απαλλαγή σας από τά δεινά τού παρόντος βίου.
Όντως, αγαπητοί μου αδελφοί, ζώμεν εις καιρούς, οι οποίοι απαιτούν επειγόντως τήν άσκησιν τών καλών εν Χριστώ έργων καί πράξεων ημών κατά τόν θείον Παύλον λέγοντα: «Καί τούτο, ειδότες τόν καιρόν, ότι ώρα ημάς ήδη εξ ύπνου εγερθήναι νύν γάρ εγγύτερον ημών η σωτηρία ή ότε επιστεύσαμεν, η νύξ προέκοψεν, η δέ ημέρα ήγγικεν. Αποθώμεθα ούν τά έργα τού σκότους καί ενδυσώμεθα τά όπλα τού φωτός», (Ρωμ. 13, 11-12).
Ερμηνεύοντες τούς λόγους τούτους, ο μέν ιερός Χρυσόστομος λέγει: «Αποθώμεθα» σημαίνει: «αποδυσώμεθα τάς φαντασίας, απαλλαγώμεν τών ονειράτων τού παρόντος βίου, αποθώμεθα τόν βαθύν ύπνον». Μέ άλλα λόγια, τά έργα τής αμαρτίας είναι έργα σκότους, διότι προέρχονται εκ τού σκοτισμού τής αγνοίας καί τής πλάνης. Ο δέ Ζιγαβηνός λέγει: «ενδυσώμθα όπλα τού φωτός ήγουν ημέρας, πάσα αρετή οπλίζουσα μέν ενταύθα [επί τής γής] φαιδρύνουσα δέ εκεί καί λαμπρύνουσα». Μέ άλλα λόγια, οι φίλοι τού Χριστού είναι στρατιώται εν μέσω ποικίλων καί επικινδύνων αοράτων καί ορατών εχθρών. Η ζωή τών Χριστιανών είναι ζωή πάλης καί αγώνος καί διά τούτο δέον νά θεωρώνται ως γυμνοί καί ανυπεράσπιστοι, εφ όσον δέν φέρουν τόν οπλισμόν τού φωτός τού Χριστού.
«Καθαρίσατε χείρας αμαρτωλοί καί αγνίσατε καρδίας, δίψυχοι», (Ιακ. 4, 9). Κατά τούς ερμηνευτάς, η καρδία είναι η έδρα τών ελατηρίων, κινήτρων καί τών διαθέσεων. Διά τούτο αι καρδίαι μας πρέπει νά γίνουν ευθείαι καί ειλικρινείς, ελεύθεραι πάσης υποκρισίας, μόνον κίνητρον έχουσαι νά αρέσουν εις τόν Θεόν.
Ερμηνεύων τούς λόγους «αγνίσατε καρδίας, δίψυχοι», ο μέν Οικουμένιος γράφει: «Διψύχους τούς μή καθ ένα τρόπον ζήν αιρουμένους λέγει [ο Απόστολος], αλλ αγομένους καί περιφερομένους εν τή κυβεία [= απάτη] τών ανθρώπων. Ου γάρ εισι μονότροποι εν οίκω υπό Κυρίου κατοικιζόμενοι». Ο δέ άγιος Θεοφύλακτος λέγει: «Αλλ αγομένους καί πειθομένους διηνεκώς τή βία τών ανθρώπων».
«Ταπεινώθητε ενώπιον Κυρίου καί υψώσει υμάς», (Ιακ. 4,10). Ταπεινωθήτε ενώπιον τού Θεού καί θα σάς υψώση εις μέν τήν παρούσαν ζωήν διά τής αρετής καί τής ηθικής τελειοποιήσεως, εις δέ τήν μέλλουσαν διά τής αιωνίου του δόξης καί μακαριότητος, διδάσκει ο Άγιος Ιάκωβος, επικαλούμενος τόν ψαλμωδόν λέγοντα: «Ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δέ δίδωσι χάριν», (Ψαλμ. 3,34 / Ιακ. 4,6). Τούτο ελέχθη υπό τού Σολομώντος, -κατά τόν Ιερόν Χρυσόστομον- όχι διά νά δηλώση, ότι ο Θεός έχει ανάγκην νά συνάψη μάχην πρός τόν υπερήφανον, αλλ ίνα τό σφοδρόν τής απεχθείας ενδείξηται πρός τόν υπερήφανον».
Πράγματι, ο Θεός απεχθάνεται τόν υπερήφανον καί τούτο διότι, κατά τόν όσιον Ιωάννην τής Κλίμακος -«υπερηφανία εστί Θεού άρνησις, εκστάσεως [= παραφροσύνης] πρόδρομος καί Θεού αντίπαλος». Καί προσθέτει λέγων: «Άκουσα κάποιον αξιοσέβαστον άνδρα νά λέγη: Υπόθεσε ότι είναι δώδεκα τά πάθη τής ατιμίας. Εάν ένα από αυτά, τήν οίησιν, τήν αγαπήσης ολόψυχα, αυτή θά αναπληρώση τόν τόπον καί τών υπολοίπων ένδεκα».
Η διδασκαλία αύτη τού Αγίου Ιακώβου, απευθύνεται όχι μόνον εις τούς Χριστιανούς, αλλά εις πάντας τούς αγαπώντας τόν Θεόν, «Ός πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι καί εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν», (Α΄ Τιμ. 2,4), κατά τόν σοφόν Παύλον. Ιδού λοιπόν δια τί ο υμνωδός εγκωμιάζει τόν θεσπέσιον Ιάκωβον λέγων: «Ο τού Πατρός μονογενής Θεός Λόγος, επιδημήσας πρός ημάς επ εσχάτων, τών ημερών Ιάκωβε θεσπέσιε, πρώτόν σε ανέδειξε τών Ιεροσολύμων, Ποιμένα καί Διδάσκαλον, καί πιστόν οικονόμον, τών μυστηρίων τών πνευματικών όθεν σε πάντες τιμώμεν Απόστολε».
Χαίρεται καί αγάλλεται η Εκκλησία τών Ιεροσολύμων επί τή εορτίω ταύτη μνήμη τού πρώτου Ιεράρχου καί Πάτρωνος αυτής, Ιακώβου τού Αδελφοθέου, διότι ούτος λαβών τήν παρ αυτού τού Κυρίου αποστολικήν χειροτονίαν, εγένετο ο θεμελιωτής τού εν Πνεύματι Αγίω συσταθέντος συνοδικού διοικητικού συστήματος τής Μιάς Αγίας Καθολικής καί Αποστολικής Εκκλησίας. Εσφράγισε δέ τήν υπό τού «τής πίστεως ημών αρχηγού καί τελειωτού Ιησού Χριστού», (Εβρ. 12,2), ανατεθείσαν αυτώ αποστολικήν Διακονίαν, διά τού μαρτυρικού αυτού αίματος.
Αψευδής, πιστός καί ζών μάρτυς τής ιεράς ταύτης παρακαταθήκης τού Αγίου Αποστόλου Ιακώβου τού Αδελφοθέου, ίσταται εδραίον τό εν τή Αγία Γή διεσπαρμένον Χριστεπώνυμον ποίμνιον μετά τής πνευματικής καί Εκκλησιαστικής αυτού Αρχής, τής Αγιοταφιτικής Αδελφότητος, τής αμεταθέτως ακουούσης εις τό παράγγελμα τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού: «Μή φοβού τό μικρόν ποίμνιον ότι ευδόκησεν ο Πατήρ υμών δούναι υμίν τήν βασιλείαν [τών ουρανών]», (Λουκ. 12,32). «Καί από Ιεροσολύμων μή χωρίζεσθαι», (Πράξ. 1,4), αλλά καί τήν προτροπήν τού Αγίου Ιακώβου: «Μακροθυμήσατε ούν αδελφοί καί υμείς, στηρίξατε τάς καρδίας υμών, ότι η παρουσία τού Κυρίου ήγγικεν», (Ιακ. 5, 7-8). Μετά δέ τού υμνωδού είπωμεν:
«Τής κατά σάρκα Κυρίου, επιδημίας Σοφέ, αδελφός ανεδείχθης, μαθητής καί αυτόπτης, τών θείων μυστηρίων, φυγάς σύν αυτώ, εν Αιγύπτω γενόμενος, σύν Ιωσήφ τή Μητρί τε τού Ιησού, μεθ ών πρέσβευε σωθήναι ημάς» Αμήν. Έτη πολλά καί απηλλαγμένα τής λοιμώδου νόσου τού κορωνοϊού.
Ηκολούθησεν η άνοδος διά τών βαθμίδων τού ναού τού Αγίου Ιακώβου εις τό Πατριαρχείον, η διανομή τών αρτιδίων υπό τής υπευθύνου τού αρτοποιείου Γεροντίσσης Σεραφείμας καί η προσφώνησις τού Μακαριωτάτου εις τήν αίθουσαν τού Πατριαρχείου, ως έπεται:
«Τόν γόνον σε τού Ιωσήφ, καί Ιεροσολύμων τόν πρώτον Ιεράρχην, Ιάκωβε θεόπτα, καί τού Κυρίου αδελφόν, ύμνοις εγκωμίων ανυμνούμεν ευσεβώς, καί μακαρίζομεν», αναφωνεί ο υμνωδός τής Εκκλησίας.
Εκλαμπρότατε Γενικέ Πρόξενε τής Ελλάδος κ. Ευάγγελε Βλιώρα,
Σεβαστοί Άγιοι Πατέρες καί Αδελφοί,
Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,
Ευφραίνεται η Εκκλησία τού Χριστού καί δή η τών Ιεροσολύμων επί τή εορτίω μνήμη τού αγίου ενδόξου Αποστόλου καί Μάρτυρος Ιακώβου τού Αδελφοθέου, τού καί πρώτου τιμήσαντος τόν επισκοπικόν θρόνον, τουτέστιν τήν καθέδραν τής λειτουργικής καί θείας ευχαριστιακής συνάξεως αυτής.
Ο Άγιος Ιάκωβος ο καί Δίκαιος επικληθείς, εχειροτονήθη επίσκοπος υπ αυτού τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, αναδειχθείς ούτω πρώτος ποιμήν, δηλονότι Ιεράρχης Ιεροσολύμων, διδάσκαλος καί πιστός οικονόμος τών μυστηρίων τών πνευματικών. Διό καί έτυχε τού Αποστολικού αξιώματος.
Ο Άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας (+104 μ. Χ), εξαίρων τήν σημασίαν τήν θεσμικήν τού επισκοπικού αξιώματος διά τήν Εκκλησίαν, ομιλεί περί «προκαθημένου επισκόπου εις τόπον Θεού» καί σημείον ενότητος. «Σπουδάσατε πάντα πράττειν, προκαθημένου τού επισκόπου εις τόπον Θεού Μηδέν έστω εν υμίν, ό δυνήσεται υμάς μερίσαι αλλ ενώθητε τώ επισκόπω, υποτασσόμενοι τώ Θεώ δι αυτού εν Χριστώ», (πρός Μαγν. 6).
Εξάλλου, ψάλλει ο Δαυίδ, «ο Θεός κάθηται επί θρόνου αγίου αυτού», (Ψαλμ. 46,8). Επί τού αγίου τούτου θρόνου κάθηται εν τή Εκκλησία Αυτού ο Μονογενής Υιός καί Λόγος τού Θεού, συμπαρακαθημένων τών Αγίων Αποστόλων Αυτού, οίτινες μετά τών αγγελικών δυνάμεων ακαταπαύστως προσάγουσι τώ Θεώ δοξολογίαν, τήν καθισταμένην ως τό πρότυπον τής επιγείου δοξολογίας, διό καί τάξις συνέχει πάντα τά τής επουρανίου καί επιγείου Εκκλησίας.
Τού εκκλησιαστικού τούτου θρόνου τής πόλεως τού Βασιλέως Χριστού, οικονόμος μέγας ανεδείχθη ο αδελφόθεος Ιάκωβος, ο οποίος διά τού μαρτυρικού αυτού αίματος εσφράγισε τήν ανά τούς αιώνας αποστολικήν διαδοχήν διά τών εκάστοτε προκαθημένων Επισκόπων καί Πατριαρχών τού θρόνου τού τόπου τής Σταυρώσεως καί τής Αναστάσεως τού Χριστού, κεφαλής όντος τού σώματος τής Εκκλησίας, (Κολ. 1, 18).
Στοιχούσα η Γεραρά τών Αγιοταφιτών ημών Αδελφότης εις τό παράγγελμα τού θείου Παύλου: «Τήν παρακαταθήκην φύλαξον», (Α΄Τιμ. 6,20), κατήλθεν εν τώ επωνύμω Ναώ τού Αγίου Ιακώβου, ένθα ετελέσθη Πατριαρχικόν συλλείτουργον εις δόξαν τού αγίου Τριαδικού Θεού καί τιμήν τού εν Αγίοις Πατρός ημών Ιακώβου τού Αδελφοθέου, συμπροσευχομένων Ημίν τών εν Ιερουσαλήμ παροικούντων ευλαβών Χριστιανών καί προσκυνητών.
Μετά δέ τού ψαλμωδού είπωμεν: «Άπαξ ώμοσα εν τώ αγίω μου -λέγει Κύριος ο Θεός- ει ψεύσομαι τό σπέρμα αυτού εις τόν αιώνα μενεί καί ο θρόνος αυτού ως ο ήλιος εναντίον μου καί ως η σελήνη κατηρτισμένη εις τόν αιώνα», (Ψαλμ. 88, 36-38).
Άγιε Αδελφόθεε Ιάκωβε, ο στύλος τής Εκκλησίας, Χριστόν τόν Θεόν, ικέτευε τού σωθήναι τάς ψυχάς ημών, δωρηθήναι ειρήνην τή περιοχή ημών καί διαφυλαχθήναι τόν Ιεροσολυμιτικόν τούτον Πατριαρχικόν θρόνον εις αιώνας. Αμήν. Έτη Πολλά!
Ηκολούθησεν η κατά τήν παράδοσιν απόδοσις τών κλειδών τού Καθεδρικού Ναού τού Αγίου Ιακώβου υπό τού Μακαριωτάτου εις τούς Επιτρόπους τού ναού τούτου