Την Παρασκευήν, 11ην /24ην Ιανουαρίου 2014, εωρτάσθη η εορτή του οσίου Πατρός ημών Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου εις την υπ’ αυτού ιδρυθείσαν ιεράν Μονήν εις την έρημον της Ιουδαίας νοτίως της πόλεως της Βηθλεέμ και της κώμης του Χωρίου των Ποιμένων –Μπετσαχούρ.
Ως γνωστόν, την ιστορικήν Μονήν ταύτην ίδρυσεν ο Άγιος Θεοδόσιος εις την θέσιν και εις το σπήλαιον, ένθα η Εκκλησία δέχεται ότι διενυκτέρευσαν οι μάγοι αναχωρήσαντες δι’ άλλης οδού εις την πατρίδα αυτών, (Ματθ. 2,12), αφού προσήλθεν εις την Αγίαν Γην και αφού κατέλυσεν επ’ ολίγον εις την παρά την Ιερουσαλήμ Μονήν της Θεοτόκου του Καθίσματος, ιδρυθείσαν υπό ευσεβούς προσκυνητρίας ονόματι Ικελίας.
Την Μονήν ταύτην ίδρυσεν ο άγιος Θεοδόσιος, ανταποκρινόμενος εις παράκλησιν των μοναχών της ερήμου να ακολουθήσουν την πνευματικήν καθοδήγησιν αυτού.
Η Μονή ήτο Κοινόβιον, εδέχετο δηλαδή αρχαρίους μοναχούς, οι οποίοι παρέμενον επί έτη εις επικοινωνίαν και υπακοήν προς τον ηγούμενον και εις κοινήν ζωήν μεταξύ αυτών, εν κοινή προσευχή, τραπέζη και εργασία.
Η εργασία παρέμενε όρος εισόδου ενός μοναχού εις το Κοινόβιον του Αγίου Θεοδοσίου. Σύνθημα της Μονής ήτο, «ουδείς ράθυμος εισίτω εν αυτή».
Εκ του εργοχείρου αυτών οι μοναχοί εβοήθουν πτωχούς και συνετήρουν ευαγή ιδρύματα, ως γηροκομείον και πτωχοκομείον.
Η Μονή συνετήρει και Διδακτήριον διά την διδασκαλίαν των μοναχών.
Μετ’ επιτυχή διακονίαν εις την Μονήν οι μοναχοί παρεπέμποντο εις Λαύραν, ως ήτο η Λαύρα του αγίου Σάββα και του Αγίου Ευθυμίου, δι’ εντονωτέραν μοναχικήν άσκησιν εν προσευχή και απομονώσει.
Εις την Μονήν αυτού μετά τεσσάρων εκκλησιών συνεκέντρωσεν ο Άγιος Θεοδόσιος 700 μοναχούς διαφόρων Εθνικοτήτων, Ελλήνων, Ιβήρων, Αρμενίων, κ. α., συμπροσευχομένων εις την ιδίαν αυτών διάλεκτον εις τον Όρθρον και εις την Ελληνικήν εις την θείαν Λειτουργίαν.
Ο άγιος Θεοδόσιος, συνεργαζόμενος μετά του συγχρόνου και ομοπατρίου αυτού οσίου Σάββα του ηγιασμένου, συνέβαλε τα μέγιστα εις την καταπολέμησιν της εν εξελίξει ούσης εν ταίς ημέραις αυτού αιρέσεως του μονοφυσιτισμού και εις την επικράτησιν του Χριστολογικού δόγματος της Δ” Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδώνος του 451 μ.Χ., δηλονότι της εν Χριστώ τω Κυρίω ημών μιάς υποστάσεως και δύο φύσεων, της θείας και της ανθρωπίνης, συνεργούσης και υπακουούσης εθελουσίως της ανθρωπίνης τη θεία.
Εις την Ιεράν Μονήν ταύτην ησκήτευσαν εις χρόνους μεταγενεστέρους μετά τον Άγιον Θεοδόσιον, τον 7ον αιώνα μ.Χ., ο Άγιος Μόδεστος, μετέπειτα Πατριάρχης Ιεροσολύμων και ο Άγιος Σωφρόνιος ωσαύτως Πατριάρχης Ιεροσολύμων και ο Όσιος Ιωάννης ο Μόσχος, ο συγγραφεύς του Λειμωναρίου.
Εις το Σπήλαιον των Μάγων, το χρηματίσαν διά μέσου των αιώνων ως Κοιμητήριον της Μονής, ευρίσκεται ο τάφος του Αγίου Θεοδοσίου, της μητρός αυτού Ευλογίας, της μητρός του Αγίου Σάββα Σοφίας, της μητρός των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού Αγίας Θεοδότης, της Οσίας Μαρίας συζύγου του Αγίου Ξενοφώντος και μητρός του Αγίου Ιωάννου του Αρκαδίου και του Αγίου Ιωάννου του Μόσχου, συγγραφέως του Λειμωναρίου.
Η Μονή αύτη, με την τοιαύτην πλουσίαν πνευματικήν ζωήν, ήντεξε τας αγριότητας της ανθρωπίνης ιστορίας, φθάσασα άχρι του 20ου αιώνος, οπότε ανεκαινίσθη υπό των εκ Κρήτης μοναχών Λεοντίου και Γαλακτίωνος εις τας αρχάς του 20ου αιώνος και υπό του Χίου Αγιοταφίτου Αρχιμανδρίτου Βαρθολομαίου, ενταφιασθέντων εν τη Μονή και υπό του νυν από τριακονταετίας ηγουμένου εν αυτή Αρχιμανδρίτου π. Ιεροθέου.
Εις την Μονήν ταύτην ήλθε την πρωίαν της ως άνω ημέρας η Α.Θ.Μ. ο Πατήρ ημών και Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ.κ. Θεόφιλος και προεξήρξε της Θείας Λειτουργίας, συλλειτουργούντων Αυτώ του Ιερωτάτου Μητροπολίτου Καπιτωλιάδος κ. Ησυχίου, των Σεβασμιωτάτων Αρχιεπισκόπων Κωνσταντίνης κ. Αριστάρχου, Ιορδάνου κ. Θεοφυλάκτου, Πατριαρχικού εν Βηθλεέμ Επιτρόπου, και Σεβαστείας κ. Θεοδοσίου και Ιερομονάχων, εν οις ο ηγούμενος της Μονής των Ποιμένων εν Μπετσαχούρ Αρχιμανδρίτης π. Ιγνάτιος και της Μονής του Οσίου Σάββα π. Ευδόκιμος, συμπροσευχομένων αραβοφώνων Πρεσβυτέρων και Ιεροδιακόνων, τη ψαλμωδία ελληνιστί του μοναχού Ιακώβου ψάλτου του Πρωτάτου του Αγίου Όρους, του Αγιοσαββαίτου μοναχού π. Ευφροσύνου και των μελών της χορωδίας του Χωρίου των Ποιμένων αραβιστί τη κατανυκτική συμπροσευχή αθρόου λαού, μοναζουσών και προσκυνητών, κυρίως εκ της κώμης πλησιοχώρου της κώμης των Ποιμένων.
Προς το ευσεβές εκκλησίασμα τούτο εκήρυξε τον θείον λόγον ο Μακαριώτατος ελληνιστί ως έπεται:
«Αδελφοί, ου γαρ εαυτούς κηρύσσομεν, αλλά Χριστόν Ιησούν Κύριον, εαυτούς δε δούλους υμών διά Ιησούν. Ότι ο Θεός ο ειπών εκ σκότους φως λάμψαι, ος έλαμψεν εν ταίς καρδίαις ημών προς φωτισμόν της γνώσεως της δόξης του Θεού εν προσώπω Ιησού Χριστού», (Β’ Κορινθίους 4, 5-6), λέγει ο Απόστολος Παύλος.
Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,
Ευλαβείς Χριστιανοί,
ευσεβείς προσκυνηταί.
«Τού φωτισμού της γνώσεως της δόξης του Θεού εν προσώπω Ιησού Χριστού του εν τω σπηλαίω της Βηθλεέμ γεννηθέντος και εν Ιορδάνη ποταμώ υπό Ιωάννου βαπτισθέντος κοινωνός και μέτοχος εγένετο ο σήμερον τιμώμενος εν τω ιερώ αυτώ τόπω της ασκήσεως Όσιος Πατήρ ημών Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης, ο εκ Καππαδοκίας ορμώμενος.
Ο Όσιος Θεοδόσιος εκλήθη Κοινοβιάρχης, διότι ούτος συνέστησεν Κοινόβιον, δηλονότι μοναστικόν κέντρον, ένθα συνέρρευσε πλήθος μοναστών.
Το κέντρον δε τούτο ωργάνωσεν εις αυστηρόν και πρότυπον κοινόβιον, εισαγαγών ούτως εν Παλαιστίνη κατά τρόπον ιδεώδη το κοινοβιακόν σύστημα. Ένεκα της αυστηροτάτης ασκήσεως και μοναστικής αυτού πολιτείας ο Πατήρ ημών Θεοδόσιος απέκτησε φήμην λίαν πεπροικισμένου πνευματικού ανδρός. Διά τούτο ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Σαλλούστιος (486-494) ανύψωσεν τον Όσιον εις γενικόν ηγούμενον και προιστάμενον τρόπον τινά, πάντων των Κοινοβιακών κέντρων της Παλαιστίνης κατά τον Κύριλλον Σκυθοπολίτην: «Ο μεν αββάς Θεοδόσιος αρχηγός γέγονεν και Αρχιμανδρίτης παντός του κοινοβιακού κανόνος».
Σκοπός δε του «κοινοβιακού τούτου κανόνος» ήτο η διά της αδιαλείπτου προσευχής και εργασίας των ασκουμένων επίτευξις της θεώσεως αυτών, τουτέστιν του αγιασμού κατά την διδασκαλίαν του σοφού Παύλου λέγοντος: «ειρήνην διώκετε μετά πάντων και τον αγιασμόν, ου χωρίς ουδείς όψεται Κύριον», (Εβρ. 12,14)..
Κατά δε τον Μέγαν Αθανάσιον «Αυτός, ο Θεός, ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν» και κατά τον Απόστολον Πέτρον: «κατά τον καλέσαντα υμάς άγιον και αυτοί άγιοι εν πάση αναστροφή γενήθητε, διότι γέγραπται· άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιός ειμι», (Α’ Πέτρου 1,15-16).
Με άλλα λόγια, αγαπητοί μου, ο Θεός είναι άγιος ως κεχωρισμένος παντός μολυσμού και ουδείς ακάθαρτος δύναται να πλησιάση αυτόν, διότι θα κατακαή, επειδή ο Θεός είναι πυρ καταναλίσκον, (Εβρ. 12,29).
Είναι απείραστος κακών (Ιακ. 1,13) είναι «ο μόνος έχων αθανασίαν, φως οικών απρόσιτον, ον είδεν ουδείς ανθρώπων ουδέ ιδείν δύναται», ( Α’ Τιμ. 6,16).
Το απρόσιτον τούτο φως, δηλονότι το Άγιον Πνεύμα, επεφάνη εν είδει περιστεράς καταβαίνον επ’ αυτόν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον υπό του Ιωάννου βαπτιζόμενον εν τοις ρείθροις του Ιορδάνου, (Μαρκ. 1,9).
Την σφραγίδα της δωρεάς του αγίου τούτου Πνεύματος, του Πνεύματος του Χριστού, λαμβάνει και ο κάθε πιστός κατά την ημέραν του βαπτίσματος αυτού εν τη αγία ημών Εκκλησία.
Τούτο δε γίνεται, διότι ως απεκρίθη ο Ιησούς προς τον πειράζοντα Αυτόν διάβολον, «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται ο άνθρωπος, αλλ’ επί παντί ρήματι εκπορευομένω διά στόματος Θεού», (Ματθ. 4,4).
Τα ρήματα ταύτα δεν είναι άλλον τι από το ζωοποιόν θείον Πνεύμα, κατά την μαρτυρίαν του Χριστού λέγοντος: «το πνεύμα ετι το ζωοποιούν, η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν· τα ρήματα α εγώ λαλώ υμίν πνεύμά εστι και ζωή εστιν», (Ιωάν. 6,63).
Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι τα ρήματα του Θεού είναι ο Λόγος ο σεσαρκωμένος, τουτέστιν ο Χριστός. Διά τούτο ο Απόστολος Παύλος κηρύττει λέγων: «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε», (Γαλ. 3,27).
Το ένδυμα του Χριστού, το οποίον καλούμεθα να ενδυθώμεν είναι το θείον φως της Αγίας Τριάδος, τουτέστιν το φως του Υιού του Θεού, του Χριστού, «εν ω κατοικεί παν το πλήρωμα (ολόκληρον) της θεότητος σωματικώς», (Κολ. 1,19).
Το ένδυμα του εν Χριστώ βαπτίσματος, τουτέστι του νέου Αδάμ ζηλώσας ο Πατήρ ημών Θεοδόσιος, κατέλαβε την αγίαν Γην και εμόνασεν εν τω ιερώ τούτω ερημικώ τόπω, ένθα ανήγειρεν την φυσικήν και πνευματικήν αυτού όασιν, δηλονότι την κοινοβιακήν αυτού μάνδραν, εις την οποίαν έλαμψε και λάμπει άχρι σήμερον το τρισήλιον φως του επιφανέντος ημών Ιησού Χριστού «εις τους εν σκότει και σκιά θανάτου καθημένους», (Ματθ. 4, 12-17).
Δοξάσωμεν τον Θεόν και Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν και μετά του υμνωδού είπωμεν: «Σε τον εκ Θεού εωρακότες σωματικώς επιφανέντα αρρήτως επέγνωμεν τον αόρατον Πατέρα σου, και Πνεύμα Σου το Άγιον κράζοντες ευλογείτε πάντα τα έργα Κυρίου τον Κύριον».
Προσέτι δε ευχαριστήσωμεν Κύριον τον Θεόν ημών, τον αναδείξαντα τη αγία ημών Εκκλησία κήρυκα της αληθείας αυτού και δοχείον της φωτιστικής δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος, δι’ ου εγενήθημεν υιοί του φωτός και της ελευθερίας του Χριστού, ως λέγει και ο μελωδός: «Των σων μεμνημένοι διδαγμάτων Θεοδόσιε, Πατήρ ημών Όσιε, εν δυσί ταίς ουσίαις Χριστόν κηρύττομεν, δύω τας θελήσεις ειδότες τας φυσικάς και τας ενεργείας και τα αυτεξούσια εν Θεώ τω βαπτισθέντι σαρκί· και νυν πρεσβεύων συν τη Παναγία Θεοτόκω και αειπαρθένω Μαρία μη παύση υπέρ ειρήνης του κόσμου και της περιοχής ημών και υπέρ των ψυχών ημών, θεοφόρε. Αμήν».
Μετά την Θείαν Κοινωνίαν και την Απόλυσιν έλαβε χώραν λιτανεία, πέριξ του Ναού και εις το σπήλαιον της Ιεράς Μονής, ένθα ο τάφος του Οσίου και εις το προαύλιον της Ιεράς Μονής, ένθα έλαβε χώραν το μνημόσυνον των κτιτόρων αυτής εις τον τάφον του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Μαδάβων Βαρθολομαίου.
Μετά την λήξιν της λιτανείας και το κέρασμα εις το ηγουμενείον, έλαβε χώραν μεσημβρινή τράπεζα, παρατεθείσα υπό του ρέκτου Γέροντος Καθηγουμένου Αρχιμανδρίτου π. Ιεροθέου.
{youtube}yejvONqR8rE{/youtube}
![]() |
![]() |
![]() |
![]() |